|
|
ΚΑΤΑΠΩΣ τά ’πε ὁ Μπόμπυ, τὴ μιὰ στιγμὴ δούλευε
τ’ ἁλυσοπρίονο καὶ τὴν ἄλλη ἤτανε χάμω στὸ χῶμα τοῦ δάσους κι ἀναρωτιότανε,
γιατί δὲν ὑπῆρχε τίποτα στὴν ἄκρη τοῦ μπράτσου του.
Οἱ ὑπόλοιποι συνάδελφοι καταλάβανε πὼς τὸ χέρι του κατρακύλησε
στὸ γκρεμό. Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ χάσει χρόνο στὸ ψάξιμο τὴν ὥρα ποὺ ὁ
Μπόμπυ αἱμορραγοῦσε. Ἀτυχήματα γίνονται στὴν ὑλοτομία ὅλη τὴν ὥρα
– συμβαίνουν ἀκραῖες καταστάσεις σ’ ὁλάκερα κεῖνα τὰ δάση.
Ὅταν ἐβγῆκε ἀπ’ τὸ νοσοκομεῖο, τοῦ κάνανε γιορτούλα. Τὸν Μπόμπυ τόνε
βρῆκα ἔξω, νὰ καπνίζει μὲ τὸ λάθος χέρι. Τοῦ ’φερα πετσέτες πού ’χα
κλέψει ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο στὴν πόλη. Εἶναι τούτη ἡ καλοκαιρινή μου
δουλειά.
«Μπορῶ νὰ δῶ;» ρώτησα.
Ὁ Μπόμπυ τράβηξε τὸ γάντι ποὺ τοῦ ’χανε δώσει γιὰ νὰ κρατᾶ τὴν οὐλὴ καθαρή.
Ἡ ἄκρη ἤτανε κλεισμένη μὲ ράμματα – σὰ χείλια ραμμένα. Ἀπὸ τὸ κάλυμμα
τοῦ δέρματος πού ’χανε τεντώσει ἀπὸ πάνω, φυτρώνανε κάτι τριχοῦλες.
«Πῶς τὸ νιώθεις;» εἶπα.
«Τὰ δάχτυλα-φαντάσματα μοῦ πονᾶνε τὶς νύχτες» εἶπε κεῖνος.
«Λένε πὼς τὸ συνηθίζεις.» Δὲν εἶχα ἰδέα ἅμα εἶν’ ἀλήθεια.
Ὁ Μπόμπυ κούνησε τὸ κεφάλι. «Τὸ πιὸ περίεργο, μόλις ἔγινε ἄρχισε νὰ
βρέχει. Κεῖνος ὁ ἦχος, φίλε. Λὲς καὶ χειροκροτοῦσε κόσμος. Γιὰ μένα.»
Ἔφυγα νωρὶς ἀπ’ τὴ γιορτή. Ἔπρεπε νὰ εἶμαι πίσω στὸ ξενοδοχεῖο
προτοῦ γυρίσει τ’ ἀφεντικό – ἀποτυχημένη μπαλαρίνα εἶναι, καὶ πικραμένη
γιὰ τοῦτο. Τὴν καλοπιάνω γιὰ νὰ μὴ μὲ ἀνακαλύψει γιὰ τὶς πετσέτες, τὰ
μαχαιροπήρουνα καὶ τ’ ἄλλα πράγματα πού ’χω κλέψει.
Σὰν ἔφυγα, ξανάδα τὸν Μπόμπυ νὰ τεντώνει τὸ κουτσουρεμένο σημεῖο,
σὰ νὰ περίμενε νὰ φυτρώσει τίποτα ἀπὸ κεῖ. Δὲν ἔνιωθα ἄσχημα γι’ αὐτόν.
Μονάχα ἔνιωσα λύπη γιὰ τ’ ἄλλο τὸ χέρι, κεῖ ἔξω στὰ δάση, μὲ τὰ δάχτυλα
κυρτωμένα, νὰ μὴν ἀδράχνει τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου