|
|
Ο ΑΝΤΡΑΣ πῆγε στὸ κατάστημα κατοικίδιων ζώων
νὰ ἀγοράσει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἕναν μικρὸ ἄντρα νὰ τοῦ κρατᾶ συντροφιά.
Τὸ κατάστημα ἦταν γεμάτο πιτσιλωτοὺς σκύλους καὶ συνεσταλμένες γάτες
ποὺ ἔκαναν νάζια καὶ οἱ προσηνεῖς ἀγόραζαν σκύλους καὶ οἱ ἀνεξάρτητοι
ἀγόραζαν γάτες καὶ ὁ ἄντρας αὐτὸς χάζευε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ ὥσπου στὸ
βάθος τοῦ καταστήματος βρῆκε ἕνα κλουβὶ ποὺ εἶχε μέσα ἕναν καναπὲ-μινιατούρα
καὶ μιὰ μικροσκοπικὴ τηλεόραση κι ἕναν μικρὸ γοητευτικὸ καστανὸ
ἄντρα, ὁ ὁποῖος φοροῦσε κοστούμι ἀπὸ τουίντ. Κοίταξε τὸ καρτελάκι
μὲ τὴν τιμή. Ὁ μικρὸς ἄντρας ἦταν ἀκριβὸς ἀλλὰ ὁ μεγάλος ἄντρας εἶχε
σταθερὴ δουλειὰ ὑψηλοῦ κύρους καὶ θεώρησε πὼς ἡ ἀγορὰ αὐτὴ ἀξίζει
τὰ χρήματά της.
Ἔφερε
τὸ κλουβὶ στὸν μπροστινὸ χῶρο τοῦ καταστήματος, πλήρωσε μὲ τὴν πιστωτική
του κάρτα καὶ κέρδισε πόντους γιὰ δωρεὰν ἀεροπορικὰ εἰσιτήρια.
Μέσα στὸ αὐτοκίνητο, τὸ κλουβὶ τοῦ μικροῦ ἄντρα ἦταν δεμένο μὲ
τὴ ζώνη ἀσφαλείας καὶ ἀναπηδοῦσε ἐλαφρῶς στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας τακτοποίησε τὸν μικρὸ ἄντρα στὸ ὑπνοδωμάτιό του, ἐπάνω
στὸ κομοδίνο, καὶ ἄνοιξε τὸ κλουβί. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ μικρὸς ἄντρας
σήκωσε τὸ βλέμμα του μακριὰ ἀπὸ τὴ μικρὴ τηλεόραση. Ἀνοιγόκλεισε
τὰ βλέφαρα, πράγμα ποὺ ἦταν δύσκολο νὰ τὸ δεῖ κανείς, κι ἔπειτα μὲ τσιριχτὴ
φωνὴ ζήτησε κάτι νὰ φάει. Ὁ μεγάλος ἄντρας ἔφερε στὸν μικρὸ ἄντρα
μιὰ σταγόνα οὐίσκι σερβιρισμένη μέσα στὸ σπείρωμα μιᾶς βίδας κι ἕνα
κομμάτι κοτόπουλο ρολὸ μὲ τὴν πέτσα του. Δὲν εἶχε μαχαιροπίρουνα,
κι ἔτσι εἶπε στὸν μικρὸ ἄντρα νὰ φάει ἐλεύθερα μὲ τὰ χέρια του, πράγμα
ποὺ νευρίασε τὸν μικρὸ ἄντρα. Ὁ μικρὸς ἄντρας ἐξήγησε πὼς προτοῦ τὸν
πιάσουν ὑπῆρξε ἕνας πολὺ ἐπιτυχημένος καὶ ἐκλεπτυσμένος σύμβουλος
τεχνολογίας ὁ ὁποῖος εἶχε ταξιδέψει πολλὲς φορὲς στὸ Παρίσι καὶ
στὸ Μιλάνο καὶ πὼς τοῦ ἄρεσε νὰ τρώει μὲ μαχαιροπίρουνα κι εὐχαριστεῖ
πάρα πολύ. Ὁ μεγάλος ἄντρας λύθηκε στὰ γέλια, ἔβρισκε τὸν μικρὸ αὐτὸ
ἄντρα τὸν ὁποῖο εἶχε ἀγοράσει πολὺ ἀστεῖο. Ὁ μικρὸς ἄντρας τοῦ εἶπε
μὲ φωνὴ καμπάνα ὅτι τὰ καταστήματα ποὺ διαθέτουν κουκλόσπιτα εἶναι
ἀνοιχτὰ τὰ σαββατοκύριακα καὶ ὅτι χρειάζεται ἕνα κρεβάτι, παρακαλεῖ,
μ’ ἕνα κανονικὸ μαξιλάρι, παρακαλεῖ, κι ἕνα φωτιστικὸ καὶ μερικὰ
βιβλία μὲ πραγματικὲς σελίδες, ἂν εἶναι εὔκολο, φυσικά. Παρακαλεῖ.
Ὁ μεγάλος ἄντρας κάγχασε λίγο ἀκόμη καὶ ἔγνεψε καταφατικά.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας ἦταν καθισμένος στὸν καναπέ του. Ἔμεινε ξύπνιος μέχρι
ἀργὰ τὴν πρώτη ἐκείνη νύχτα, γελώντας τσιριχτὰ μὲ τὶς βραδινὲς τηλεοπτικὲς
ἐκπομπές, πράγμα ποὺ ἐνόχλησε ὣς ἐκεῖ ποὺ δὲν πάει τὸν μεγάλο ἄντρα.
Προσπαθοῦσε νὰ κοιμηθεῖ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κλείσει μάτι. Στὶς τέσσερις
τὰ χαράματα, ἐξαντλημένος, ὁ μεγάλος ἄντρας ἔριξε λίγο ἀντιϊσταμινικὸ
μέσα στὸ σωληνάριο μὲ τὸ νερὸ τοῦ μικροῦ ἄντρα, καὶ κάπως ἔτσι τελικὰ
τὸν μικρὸ ἄντρα τὸν ἔπιασε ὑπνηλία. Ὁ μεγάλος ἄντρας ἔριξε κατὰ
λάθος πάρα πολύ, διότι, ἂν κάποιος πετύχαινε τὴ σωστὴ ἀναλογία,
θὰ ἐπρόκειτο περὶ ἄθλου, ἀκόμη κι ἂν ὁ συγκεκριμένος εἶχε κλίση στὰ
μαθηματικά, τὰ ὁποῖα οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἀποτελοῦσαν τὸ δυνατὸ σημεῖο
τοῦ μεγάλου ἄντρα, καὶ ὁ μικρὸς ἄντρας τρεῖς μέρες τρέκλιζε, χουζουρεύοντας
πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ στὸ κλουβί του, ἐνῶ τὰ σάλια του ἄφηναν μικροσκοπικοὺς
λεκέδες στὸν καναπέ. Ὁ μεγάλος ἄντρας πῆγε στὴ δουλειὰ καὶ δὲν σταμάτησε
ὅλη μέρα νὰ σκέφτεται μὲ λαχτάρα τὸν μικρὸ ἄντρα, καὶ στὶς πέντε ἔτρεξε
πίσω στὸ σπίτι, τόσο ἐνθουσιασμένος ἦταν ποὺ θὰ ξανάβλεπε τὸν μικρό
του ἄντρα, ὅμως βρῆκε πάλι τὸν φιλαράκο σκοτεινιασμένο. Ὅταν ἡ ἐπίδραση
τοῦ ἀντιϊσταμινικοῦ παρῆλθε, ὁ μικρὸς ἄντρας ξύπνησε μὲ τὰ ἰγμόρεια
πεντακάθαρα, καὶ βρισκόταν τώρα πιὰ σ’ ἕνα πλήρως ἐπιπλωμένο δωμάτιο,
μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις, μὲ πολυέλαιο καὶ μὲ ἀρκετά, πολὺ μικρὰ βιβλία,
μεταξύ των ὁποίων ἦταν καὶ ἡ Σταχτοπούτα στὰ ἱσπανικά, καὶ τὸ ὁλοδικό
του κατοικίδιο μυρμήγκι μέσα σὲ κλουβί.
Οἱ δυὸ ἄντρες τὰ πῆγαν καλὰ γιὰ περίπου δύο ἑβδομάδες. Ὁ μικρὸς
ἄντρας ἦταν πολὺ καλὸς μὲ τοὺς ἀριθμοὺς καὶ βοηθοῦσε τὸν μεγάλο ἄντρα
μὲ τὶς τραπεζικές του συναλλαγές. Ἀνάμεσα στοὺς λογαριασμούς, ὅμως,
τοῦ μικροῦ ἄντρα τοῦ ἄρεσε νὰ μιλᾶ γιὰ τὴ ζωή του πίσω στὸ σπίτι του καὶ
γιὰ τὸ πῶς τὸν εἶχαν συλλάβει οἱ κυνηγοὶ κεφαλῶν μικρῶν ἀντρῶν μέσα
σ’ ἕναν φοῦρνο, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἐκεῖ – ἂν εἶναι δυνατόν, καὶ γιὰ τὸ πόσο
πολὺ τοῦ ἔλειπαν ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του. Ὁ μεγάλος ἄντρας δὲν
εἶχε οὔτε γυναίκα οὔτε παιδιὰ καὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀκούει τὸ κομμάτι αὐτό.
«Εἶσαι δικός μου τώρα», εἶπε στὸν μικρὸ ἄντρα. «Πλήρωσα τρελὰ λεφτὰ
γιὰ πάρτη σου.»
«Μὰ ἔχω εὐθύνες», εἶπε ὁ μικρὸς ἄντρας στὸν ἰδιοκτήτη του, καὶ
τὸ βλέμμα του, στὸ φῶς, ἔμοιαζε ὑγρό.
«Εἶπες ὅτι θὰ μὲ πᾶς πίσω», εἶπε ὁ μικρὸς ἄντρας.
«Δὲν εἶπα τίποτα τέτοιο», εἶπε ὁ μεγάλος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε
καὶ νὰ θυμηθεῖ ἂν ὄντως τὸ εἶχε πεῖ ἢ ὄχι. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἰδιαίτερα
καλὸς στὸ νὰ συγκρατεῖ ὀνόματα οὔτε στὸ νὰ ἀνακαλεῖ, γενικῶς, τὸ ὁτιδήποτε
στὴ μνήμη του.
Ἀφοῦ
περάσανε τρεῖς περίπου ἑβδομάδες, ἀφοῦ ἐνημερώθηκε γιὰ τὶς προσωπικότητες
τῶν παιδιῶν καὶ τῶν παππούδων καὶ τῶν θείων τοῦ μικροῦ ἄντρα, ἀφοῦ ἄκουσε
γιὰ τὸ δέκατο γεῦμα στὸ Παρίσι καὶ γιὰ τὸν σερβιτόρο ποὺ εἶπε ὅτι ὁ
μικρὸς ἄντρας εἶχε πάρα πολὺ καλὴ προφορά, ἀφοῦ πρῶτα ὁ μικρὸς ἄντρας
τοῦ ἀφηγήθηκε τὴ διαδρομὴ ἐκείνη μὲ τὸ τρένο γιὰ Τοσκάνη, κατὰ τὴν
ὁποία τραγουδοῦσε ἄριες γιὰ τενόρους συνοδεία μαντολίνου, ὁ μεγάλος
ἄντρας ἐπιδόθηκε στὸ νὰ βασανίσει τὸν μικρὸ ἄντρα. Κάποια στιγμὴ
ποὺ ὁ μικρὸς ἄντρας εἶχε γυρισμένη τὴν πλάτη, ὁ μεγάλος ἄντρας ἔσταξε
στὸ νερό του στὰ μουλωχτὰ μιὰ σταγονίτσα οἰκιακοῦ καθαριστικοῦ, λεπτὴ
σὰν τὴ μύτη τῆς βελόνας, καὶ παρακολούθησε μιὰ ὁλόκληρη νύχτα τὸν
μικρὸ ἄντρα νὰ βλέπει παραισθήσεις, νὰ τινάζεται καὶ νὰ στριφογυρνᾶ,
ν’ ἀναγουλιάζει καὶ ν’ ἀμολάει μικρὰ ρὸζ βουναλάκια στὶς γωνίες τοῦ
κλουβιοῦ. Τὸ μικρὸ σῶμα του ἦταν τόσο μικρό, ὥστε ἦταν δύσκολο νὰ φανταστεῖ
κανεὶς πὼς πονοῦσε τόσο πολύ. Πόσος πολὺς πόνος μποροῦσε νὰ γίνει αἰσθητὸς
σ’ ἕναν χῶρο μικροσκοπικὸ σὰν κι αὐτόν; Ὁ μεγάλος ἄντρας κοιμήθηκε
βαριά, βέβαιος πὼς τὸ κατοικίδιό του ὑπερέβαλλε ἁπλῶς γιὰ νὰ κάνει ἐφέ.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας ἄρχισε νὰ παίρνει τὴν ἀναρρωτική του ἄδεια καὶ νὰ μένει
στὸ σπίτι.
Ἀπολάμβανε
τὸ νὰ πετάει τὸν μικρὸ ἄντρα στὸν ἀέρα καὶ νὰ τὸν ξαναπιάνει. Ὁ μικρὸς
ἄντρας διαμαρτυρήθηκε μὲ διάφορους τρόπους. Ἀρχικὰ εἶπε μὲ στιβαρή,
πατρικὴ φωνὴ ὅτι δὲν τοῦ ἄρεσε αὐτό, ὕστερα οὔρλιαξε κι ἔβαλε τὰ
κλάματα. Ὁ ἄντρας δὲν ἀντέδρασε κι ἔτσι ὁ μικρὸς ἄντρας ἐπιστράτευσε
τὴ λογική, ἡ ὁποία ἀπέδωσε γιὰ λίγο, λέγοντας: «κοίτα, κι ἐγὼ ἄντρας
εἶμαι, εἶμαι ἁπλῶς μικρὸς ἄντρας. Εἶναι πολὺ ἐπίπονο αὐτὸ γιὰ μένα»,
εἶπε. «Ἀκόμη κι ἂν δὲν μὲ συμπαθεῖς», εἶπε ὁ μικρὸς ἄντρας, «πονάει
καὶ πάλι». Ὁ μεγάλος ἄντρας στάθηκε ἕνα δευτερόλεπτο καὶ ἄκουσε, εἶχε
ὅμως φτάσει νὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ νὰ τινάζει στὸν ἀέρα τὸν μικρό του ἄντρα,
ὁ ὁποῖος δὲν μιλοῦσε πιὰ καὶ τόσο γιὰ τὴν τέχνη τῆς μπαγκέτας καὶ ὁ μικρὸς
ἄντρας, ἐμφανίζοντας μελανιὲς καὶ οὐλὲς στὸ κορμί του, κατέληξε νὰ
σταματήσει ἐντελῶς νὰ μιλᾶ. Τὸν πονοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ δὲν εἶχε
πιὰ καμιὰ ἐμπιστοσύνη στὸ νερό.
Τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ νὰ δραπετεύσει. Μὰ πῶς; Τὸ πόμολο τῆς
πόρτας εἶναι τὸ Ἐμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Ἡ πίσω αὐλὴ εἶναι ἀφρικανικὸ
βοσκοτόπι.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας κάθισε καὶ εἶδε τηλεόραση μαζὶ μὲ τὸν μικρὸ ἄντρα. Ὅση
ὥρα κράτησε ἡ ἐκπομπὴ μὲ τὶς σέξι γυναῖκες, ἔριξε τὸν μικρὸ ἄντρα
μέσα στὸ παντελόνι του καὶ τὸν ἄφησε ἁπλῶς ἐκεῖ. Ὁ μικρὸς ἄντρας
σκούντηξε τὸ πέος τοῦ μεγάλου ἄντρα τὸ ὁποῖο μεγάλωνε στὸ πλάι του
λὲς κι ἦταν ἡ φασολιὰ τοῦ Τζὰκ αὐτοπροσώπως, ἀποπνέοντας μιὰ γήινη
μυρωδιὰ κλεισούρας, τέτοια ποὺ ἔκανε τὸν μικρὸ ἄντρα νὰ νιώθει ἀμηχανία
γιὰ τὸ δικό του μικρὸ πέος τὸ ὁποῖο ἦταν καταχωνιασμένο στὸ παντελόνι
τοῦ συμβούλου τὸ ὁποῖο φοροῦσε. Ἕσφιξε τὴ γροθιὰ του κατὰ πάνω της
καὶ ἡ φασολιὰ ψήλωσε κι ἄλλο καὶ ὁ μεγάλος ἄντρας, ἐνοχλημένος, βούτηξε
τὸν μικρὸ ἄντρα μέσ’ ἀπὸ τὸ παντελόνι του καὶ τὸν ἐκσφενδόνισε στὴν ἄλλη
ἄκρη τοῦ δωματίου. Ὁ μικρὸς ἄντρας χτύπησε στὸ πόδι τοῦ τραπεζιοῦ.
Ξύπνησε μέσα στὸ κλουβί του, τὸ κεφάλι του βούιζε. Δὲν τὸν εἶχε πτοήσει
καὶ τόσο τὸ ὅτι βρέθηκε μέσα στὸ ἐσώρουχο ἑνὸς μεγάλου ἄντρα, διότι
ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ τὸν ἔπιασαν, ποὺ ἔνιωσε τὴν παραμικρὴ
ἀναλαμπὴ ἰσχύος.
«Μὴν τὸ ξανακάνεις αὐτό», προειδοποίησε ὁ μεγάλος ἄντρας, μὲ
τὸ κεφάλι του νὰ καταλαμβάνει ὁλόκληρό το βόρειο τοίχωμα τοῦ κλουβιοῦ.
«Σᾶς παρακαλῶ», εἶπε ὁ μικρὸς ἄντρας, τοῦ ὁποίου τὸ βλέμμα δὲν ἦταν
πλέον ὑγρὸ ἀλλὰ ἀπλανές. «Κύριε. Λυπηθεῖτε με.»
Ὁ
μεγάλος ἄντρας τύλιξε τὸν μικρὸ ἄντρα μὲ κολλητικὴ ταινία, ὅλο του
τὸ κορμί, κι ἔτσι δὲν μποροῦσε νὰ κλοτσήσει καὶ ὑπῆρχαν μόνο μικρὲς
τρύπες γιὰ τὸ στόμα του καὶ γιὰ τὰ μάτια του. Ἔπειτα, τὸν ἔβαλε στὸ ψυγεῖο
γιὰ μία ὥρα. Μόλις ἐπέστρεψε, ὁ μεγάλος ἄντρας βρῆκε τὸν μικρὸ ἄντρα
λιπόθυμο καὶ τὸν ἔριξε στὸ φουρνάκι, σὲ πολύ, πολὺ χαμηλὴ θερμοκρασία,
ἄλλα δέκα λεπτά. Τὸ εἶχε προθερμάνει. Ὁ ἄντρας ξαναζωντάνεψε ὕστερα
ἀπὸ μιὰ-δυὸ μέρες.
«Σᾶς παρακαλῶ», εἶπε στὸν μεγάλο ἄντρα, μὲ σπασμένη φωνή.
Τοῦ μεγάλου ἄντρα δὲν τοῦ ἄρεσε ἡ λέξη παρακαλῶ. Δὲν τοῦ ἄρεσε
ἡ εὐγένεια καὶ δὲν τοῦ ἄρεσαν οἱ ἄνθρωποι. Ἦταν πληκτικὰ στὴ δουλειὰ
καὶ κανεὶς δὲν πρόσεξε τὸ καινούριο του παλτό. Ἀγόρασε στὸν ἑαυτό
του ἕνα εἰσιτήριο γιὰ Παρίσι μὲ ὅλους τους πόντους ποὺ εἶχε μαζέψει
στὴν πιστωτικὴ κάρτα του, δὲν ἄργησε ὅμως νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι
δὲν γνώριζε οὔτε λέξη ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ φοβόταν πολὺ ὅτι μπορεῖ κατὰ
λάθος νὰ παραγγείλει νὰ φάει ἀρνίσια μυαλά. Δὲν ἤθελε νὰ ζητήσει ἀπὸ
τὸν μικρὸ ἄντρα νὰ τοῦ μεταφράσει, διότι δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσει τὸν μικρὸ
ἄντρα νὰ μιλᾶ μὲ προφορά. Ἡ σκέψη καὶ μόνο τὸν ἐξόργιζε. Ἡ προθεσμία
γιὰ τὴ χρήση τοῦ εἰσιτηρίου ἔληξε, χωρὶς ἀντίκρισμα. Στὸ ἀεροπλάνο,
μιὰ νεαρὴ γυναίκα ἁπλώθηκε στὸ κάθισμά της καὶ κοιμήθηκε, ἐφόσον
δὲν ἐμφανίστηκε κανεὶς στὸ διπλανὸ κάθισμα. Στὴ δουλειά, πρότεινε σὲ
μιὰ γοητευτικὴ συνάδελφο ποὺ τοῦ ἄρεσε πολλὰ χρόνια νὰ βγοῦν κι ἐκείνη
τὸν παραμέρισε καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ πεῖ ἀμέσως στοὺς συναδέλφους της. Δὲν
εἶπε κὰν ὄχι· τῆς φάνηκε τόσο προφανές, ποὺ δὲν χρειάστηκε κὰν νὰ τὸ
πεῖ.
«Βγάλε τὰ ροῦχα σου», εἶπε τὸ ἴδιο ἀπόγευμα στὸν μικρὸ ἄντρα.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας μαζεύτηκε καὶ ὁ μεγάλος ἄντρας ὕψωσε ἕνα μπουκάλι ποὺ
περιεῖχε καθαριστικὸ μπάνιου ἀπειλώντας τον. Ὁ μικρὸς ἄντρας γδύθηκε
ἀργά, δίπλωσε τὰ ροῦχα του καὶ στάθηκε ἀπέναντι στὸν μεγάλο ἄντρα,
τὸ δέρμα του ἦταν χλωμό, τὸ στῆθος του μιὰ πυκνή, τριχωτὴ χλόη, τὸ πέος
του κρυμμένο, τὰ χείλη του ἔτρεμαν ἀνεπαίσθητα, ἔπρεπε νὰ κοιτάξει
κανεὶς παρὰ πολὺ προσεχτικὰ γιὰ νὰ τὸ παρατηρήσει.
«Κάνε κάτι», εἶπε ὁ μεγάλος ἄντρας.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας κάθισε στὸν καναπέ. «Τί;», εἶπε.
«Γίνε ντοῦρος», εἶπε ὁ μεγάλος ἄντρας. «Δεῖξε μου πῶς μοιάζεις.»
Τὸ κεφάλι τοῦ μικροῦ ἄντρα δὲν εἶχε σταματήσει νὰ πονάει ἀπὸ
τότε ποὺ τὸ χτύπησε στὸ τραπέζι· τὸ μυαλό του τὸ ἔνιωθε νὰ εἶναι θολωμένο
καὶ σὲ πλήρη σύγχυση ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πέρασε μιὰ ὥρα στὸ ψυγεῖο κι ὕστερα
λίγο χρόνο στὸ φουρνάκι. Ἔβαλε τὸ πέος του στὴ χούφτα του κι ἔνιωσε
μιὰ βαριά, θλιβερὴ ἀναλαμπὴ ἡδονῆς καί, στὸ φόντο τῆς ἀπόλυτης βραδύνοιας,
τὸ κορμί του ξαναβρῆκε τὴ σειρά του.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας δὲν σταμάτησε νὰ γελᾶ μὲ τὴ στύση τοῦ μικροῦ του ἄντρα
ἡ ὁποία ἦταν μιὰ χαρὰ ἀληθινὴ ἀλλὰ μικροσκοπική! Τί ἀστεῖο νὰ βλέπεις
αὐτὸν τὸν ἄντρα σὰν ἄντρα. Ἔδειχνε μὲ τὸ δάχτυλο καὶ γελοῦσε. Ὁ μικρὸς
ἄντρας ἔμεινε στὸν καναπὲ καὶ σκέφτηκε τὴ γυναίκα του, ἡ ὁποία ἔβγαινε
ἔξω στὸν κόσμο καὶ μάζευε τὰ καπάκια ἀπὸ τὰ μπουκάλια τὰ ὁποῖα πετοῦσαν
κάτω οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι καὶ τὰ ἔκανε δίσκους σερβιρίσματος· τῆς ἔπαιρνε
ὧρες νὰ λειάνει τὶς αἰχμηρὲς ἄκρες τους κι ὕστερα χρησιμοποιοῦσε μεταλλικὸ
χρῶμα γιὰ τὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὰ ζήλευαν ὅλοι οἱ μικροὶ ἄνθρωποι ἐκεῖ
γύρω, τόσο ὄμορφα ἦταν καὶ μὲ τόσο μεράκι φτιαγμένα. Κανεὶς ἄλλος
δὲν διέθετε τὴν ὑπομονὴ νὰ κάμψει τὶς αἰχμηρὲς αὐτὲς γωνίες. Ἐνίοτε
πουλοῦσε καὶ κανέναν κι ἔβγαζε γερὸ χαρτζιλίκι. Ὁ μικρὸς ἄντρας σκέφτηκε
τοὺς δίσκους αὐτούς, δίσκους πάνω σε δίσκους, κόκκινους, μπλὲ καὶ κίτρινους,
ὥσπου στὸ τέλος κάτι λίγο ἀνάβλυσε, ὁ ὀργασμὸς ἦταν δίχως ἡδονὴ ἀλλὰ
γεμάτος νοσταλγία.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας σταμάτησε νὰ γελᾶ.
«Τί σκέφτεσαι;», εἶπε.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας δὲν εἶπε τίποτα.
«Πῶς εἶναι ἡ γυναίκα σου;», εἶπε.
Τίποτα.
«Πήγαινε με νὰ τὴ δῶ», εἶπε ὁ μεγάλος ἄντρας.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας κάθισε, γυμνός, στὸ πάτωμα τοῦ κλουβιοῦ του. Εἶχε ἀλλάξει
τώρα πιά. Εἶχε ἀποκοπεῖ. Θὰ ἔπρεπε νὰ γυρίσει πίσω, πολὺς ὁ δρόμος
γιὰ πίσω. Εἶχε φύγει.
«Νὰ δεῖς ποιά;», ρώτησε.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας γέλασε πονηρά.
«Τὴ γυναίκα σου», εἶπε.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας κούνησε τὸ κεφάλι. Κοίταξε ἀποκαμωμένος τὸν μεγάλο
ἄντρα. «Γιὰ σένα ἡ διαδρομὴ φτάνει στὸ τέρμα της μ’ ἐμένα», εἶπε.
Ἦταν
ἡ μεγαλύτερη πρόταση ποὺ εἶχε ἀρθρώσει τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες.
Ὁ μεγάλος ἄντρας ἔριξε κάτω το κλουβὶ κι ὁ μικρὸς ἄντρας χτύπησε στὸν
καναπέ.
«Ναί!» , οὔρλιαξε ὁ μεγάλος ἄντρας. «Καὶ τὰ παιδιά σου θέλω νὰ δῶ.
Πῶς τὰ λατρεύω τὰ παιδιά!»
Ἄνοιξε
τὸ κλουβὶ καὶ στήριξε στὴν παλάμη του τὸν μικρὸ λουλουδάτο καναπέ. Τὸ
πρόσωπο τοῦ μικροῦ ἄντρα ἦταν ἀνέκφραστο καὶ ψυχρό.
«Ὄχι», εἶπε, μὲ κλειστὰ μάτια.
«Θὰ σὲ βασανίσω», φώναξε ὁ μεγάλος ἄντρας.
Ὁ
μικρὸς ἄντρας ἔγειρε σ’ ἕνα μαξιλάρι καὶ ἕνωσε τὰ χέρια του κάτω ἀπὸ
τὸ μάγουλό του. Ὁ πόνος δὲν ἀποτελοῦσε πιὰ μυστήριο γι’ αὐτόν, καὶ ὅποιος
ἔχει ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸν πόνο, ἔχει εἰσέλθει σ’ ἕνα νέο εἶδος ἐλευθερίας.
«Ὄχι», ψιθύρισε μέσα στὶς ἀρθρώσεις του.
Καθὼς ἡ ἀνάσα του σχημάτιζε ζεστὰ σύννεφα ποὺ σκέπαζαν τὰ χέρια
του, ὁ μικρὸς ἄντρας περίμενε, μισοζαλισμένος, νὰ θανατωθεῖ. Αἰσθανόταν
τὸν θάνατό του σὰν κάτι τρομερὰ ἀσήμαντο καὶ σὰν βραχὺ σῆμα κι ὅμως
δὲν βιαζόταν νὰ πεθάνει κι ἔστελνε κύματα ἀγάπης στὴ γυναίκα του
καὶ στὰ παιδιά του, στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἔκαναν νὰ εἶναι σημαντικός,
σὲ αὐτοὺς ποὺ διαισθάνονταν τὸ βραχὺ σῆμα.
Ὁ
μεγάλος ἄντρας ἔπαιζε μὲ τὰ πόδια τῆς μικρῆς πολυθρόνας. Ἀφαίρεσε
τὸ μαξιλάρι καὶ στὶς σχισμὲς μέσα βρῆκε μερικὰ κέρματα, κέρματα τόσο
μικρὰ ποὺ δὲν μποροῦσε κὰν νὰ τὰ πιάσει καὶ νὰ τὰ σηκώσει.
Ἔφερε
τὸ κεφάλι του κοντὰ στὸ κλουβὶ τοῦ μικροῦ ἄντρα.
«Σύμφωνοι», εἶπε.
Τέσσερις μέρες ἀργότερα, ἄφησε τὸν μικρὸ ἄντρα ἐλεύθερο. Τοῦ
συμπεριφέρθηκε καλὰ τὶς τέσσερις αὐτὲς μέρες, τοῦ ἔδωσε νὰ φάει καλά,
νὰ κάνει μπάνιο ἀκόμη, νὰ πιεῖ ἀσπιρίνη, τοῦ ἔδωσε καὶ καινούριο μαξιλάρι.
Θέλησε νὰ τοῦ μείνουν θετικὲς ἀναμνήσεις καὶ μιὰ καλὴ γενικὴ εἰκόνα.
Ἔπειτα ἀπὸ τέσσερις μέρες, πῆρε τὸ κλουβὶ παραμάσχαλα, ἄνοιξε τὴν
μπροστινὴ πόρτα καὶ τὸ ἀκούμπησε στὸ πεζοδρόμιο. Ξεκλείδωσε τὴν πόρτα
τοῦ κλουβιοῦ. Ὁ μικρὸς ἄντρας κοιμόταν ἀσταμάτητα ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες,
λίγες μόνο στιγμὲς ἦταν διαυγὴς καὶ τότε κοιτοῦσε τὸν μεγάλο ἄντρα
στὰ γιγαντιαῖα του μάτια, ὅμως οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου τὸν ἔλουσαν στὴ
στιγμή, κι ἔτσι ξύπνησε. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ κλουβί. Περίμενε νὰ πετάξει
χαμηλὰ κάποιο πουλὶ καὶ νὰ τὸν φάει. Δὲν εἶναι κι ὁ χειρότερος θάνατος,
σκέφτηκε. Οἱ μικροὶ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦσαν κατὰ κανόνα ἕνα λάδι
τὸ ὁποῖο ἀπωθοῦσε τὰ πουλιὰ καὶ ἄλλα ζῶα, ὅλο αὐτὸ ὅμως εἶχε ξεπλυθεῖ
μὲ τὸν καιρὸ ἀπὸ πάνω του. Μποροῦσε νὰ διακρίνει στὰ δεξιά του τὴν μπατάλικη
φιγούρα τοῦ μεγάλου ἄντρα, ὁ ὁποῖος καθόταν ὀκλαδόν. Ὁ μεγάλος ἄντρας
ἦταν θλιμμένος, ἡ θλίψη δὲν ἦταν ὅμως πολὺ μεγάλη. Ὁ μικρὸς ἄντρας εἶχε
καταντήσει βαρετός. Τώρα ποὺ κάπως ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο, ἦταν εὐκολότερο
νὰ τὸν συναναστραφεῖς καὶ δυσκολοτερο νὰ τὸν ἔχεις γιὰ παιχνίδι. Ὁ
μικρὸς ἄντρας διέσχισε τὸ πεζοδρόμιο παραπαίοντας, τὰ χέρια του
προεξεῖχαν μὲ τρόπο ἀσυνήθιστο, λὲς καὶ ἦταν βρεγμένα ἢ βουτηγμένα
σὲ μπογιά. Ἔμοιαζε νὰ μὴν ἀναγνωρίζει τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα.
Κάθισε κάτω, στὸ κράσπεδο. Ἕνα μικρὸ μπλὲ λεωφορεῖο ἀνέβηκε
τὸν δρόμο, τόσο μικρό, ποὺ ὁ μεγάλος ἄντρας δὲν θὰ τὸ εἶχε προσέξει, ἂν
δὲν κοιτοῦσε ἀπὸ πρὶν στὸ ὕψος τῶν ποδιῶν. Ὁ μικρὸς ἄντρας ἐπιβιβάστηκε.
Δὲν εἶχε καθόλου χρήματα, τὸ λεωφορεῖο ὅμως μάρσαρε πρὸς στιγμὴν
κι ὕστερα συνέχισε τὴν πορεία του μεταφέροντας καὶ τὸν μικρὸ ἄντρα.
Κάθισε πίσω καὶ κοίταξε ἀπ’ τὸ παράθυρο ἔξω στὸν δρόμο. Ὅλοι οἱ μικροὶ
ἄνθρωποι γύρω του εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ὀσμιστοῦν τί εἶχε συμβεῖ.
Ζοῦσαν μ’ αὐτὸν τὸν φόβο καθημερινά. Οἱ ἐφημερίδες τοὺς κρατοῦσαν ἐνήμερους
καὶ τοὺς πληροφοροῦσαν γιὰ κάθε νέο περιστατικό. Ἕνας γηραιότερος
ἄντρας μὲ περιποιημένη λευκὴ γενειάδα διέσχισε τὸ λεωφορεῖο γιὰ
νὰ καθίσει δίπλα στὸν μικρὸ ἄντρα καὶ ἅπλωσε ἁπαλὰ τὸ χέρι του στὸν ὦμο
του. Παρακολούθησαν παρέα τὰ γκρίζα κράσπεδα νὰ μένουν πίσω.
Στὸ γκαζόν, ὁ μεγάλος ἄντρας βρῆκε τὸ λεωφορεῖο ξεκαρδιστικὸ
καὶ περπάτησε δίπλα του μέχρι τὸ ἑπόμενο τετράγωνο. Ὣς καὶ τὰ ἐλαστικὰ
καὶ οἱ τροχοὶ περιστρέφονταν στὴν ἐντέλεια. Σκέφτηκε πώς, ἐφόσον τὸ ἐπιθυμοῦσε,
μποροῦσε νὰ πατήσει πάνω στὸ λεωφορεῖο αὐτὸ καὶ νὰ τὸ συντρίψει. Δὲν
γνώριζε ὅτι τὸ λεωφορεῖο ἦταν ἐξοπλισμένο μὲ καρφιὰ τόσο αἰχμηρά,
ποὺ θὰ τρυποῦσαν εὔκολα τὴ λαστιχένια σόλα καὶ θὰ ἔφταναν μέσα στὴ
σάρκα τοῦ ποδιοῦ. Γιὰ κάποια τετράγωνα κρατοῦσε τὸ πόδι του πάνω ἀπὸ
τὸ ὄχημα, παρατηρώντας νὰ ξεπροβάλλουν στάσεις λεωφορείου, πινακίδες
μικρὲς σὰν ὀδοντογλυφίδες, κάποια στιγμὴ ὅμως αἰσθάνθηκε κόπωση
καὶ πῆγε στὴ γωνία καὶ ἄφησε τὸ λεωφορεῖο νὰ στρίψει καὶ κάθισε κάτω
στὸ μεγάλο πλαστικὸ μπλὲ παγκάκι, στὴ γωνία ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς μεγάλους
ἀνθρώπους.
Μόλις ἔφτασε τὸ λεωφορεῖο του, τὸ πῆρε. Ἦταν Σάββατο. Τὸ πῆρε
μέχρι τὸ τέρμα. Ἐδῶ, οἱ δρόμοι ἦταν γεμάτοι σκουπίδια καὶ τὴν ἀπόσταση
τὴν ὁριοθετοῦσαν μενεξεδιὰ βουνά. Ὅλα ἔμοιαζαν νὰ ἔρχονται πολὺ
κοντὰ κι ἀκόμα καὶ οἱ ἐπιγραφὲς τῶν καταστημάτων φάνταζαν ὑπερβολικὰ
φωτεινὲς καὶ ἐπιβλητικές. Ἐξαρχῆς δὲν τοῦ ἄρεσε, αὐτὸς ὁ τόπος στὸν
ὁποῖο δὲν εἶχε ξαναβρεθεῖ ποτὲ πρὶν κι ὁ ὁποῖος εἶχε ἀλλιώτικη μυρωδιά,
μύριζε εὐωδιαστὸ λουλούδι καὶ χωριάτικο ψωμί. Ἐπὶ μία ὥρα δὲν πέρασε
κανένα λεωφορεῖο κι ἔτσι ξεκίνησε νὰ περπατᾶ μὲ σταθερὸ βῆμα πρὸς
τὸ σπίτι του, μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὸ πεζοδρόμιο.
Ἤθελε
νὰ δεῖ ἁπλῶς ποῦ ἔμεναν. Ἤθελε νὰ δεῖ τὰ μικρὰ σπίτια τους καὶ τὰ κατοικίδιά
τους καὶ τὰ σχολεῖα τους. Ἤθελε νὰ δεῖ ἂν εἶχαν ἁμάξια ἢ ἂν τὰ λεωφορεῖα
ἀποτελοῦσαν τὸ βασικὸ μεταφορικὸ μέσο. Εὐελπιστοῦσε νὰ ἐντοπίσει
κάποιο μικροσκοπικὸ ἀεροπλάνο.
«Δὲν θέλω νὰ σᾶς βλάψω!», εἶπε φωναχτά. «Θέλω ἁπλῶς νὰ γίνω κομμάτι
τῆς κοινωνίας σας.»
Τὸ βλέμμα του διέτρεχε τετράγωνα ὁλόκληρα μὲ γκαζὸν καὶ πεζοδρόμια.
Ἀνέκαθεν διέθετε ἐξαιρετικὴ ὅραση.
«Ἂν μὲ ἀφήσετε νὰ δῶ τὸ χωριό σας», εἶπε φωναχτά, «σὰν ἀντάλλαγμα,
θὰ σᾶς προστατεύσω ἀπὸ ἐμᾶς. Θὰ φυλάω τὶς ἐξώπορτές σας σὰν κέρβερος!».
Τὸ φώναζε στὶς ἀγκαθωτὲς σκιὲς ποὺ ἔριχναν οἱ φυτοφράχτες, κάτω στὸ
ρεῖθρο, μέσα στὶς νωπὲς κεφαλὲς τῶν ψεκαστήρων.
Τὸ μόνο ποὺ βρῆκε ἦταν ἕνα μικροσκοπικὸ κίτρινο καπέλο μὲ μιὰ
κορδέλα, στερεωμένο ἔξοχα πάνω στὸ κίτρινο πέταλο ἑνὸς ρόδου. Τὸ
κράτησε στὸ χέρι του γιὰ δέκα ὁλόκληρα λεπτά, θαυμάζοντας τὴ λεπτοδουλειὰ
τοῦ χειροτεχνήματος. Ἦταν κεντημένο ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Τὸ γεῖσο τοῦ
καπέλου ἦταν ἴσο μὲ τὴ βάση τοῦ ἀντίχειρά του. Ὅ,τι εἶχε νὰ κάνει μὲ
τὸν ἴδιο τοῦ φάνηκε ἀηδιαστικὸ καὶ τεράστιο. Ποῦ νὰ εἶναι οἱ ψηλοὶ ἄνθρωποι,
οἱ πιὸ χοντροὶ ἄνθρωποι, σκέφτηκε. Ποῦ εἶναι οἱ θεϊκῶν διαστάσεων ἐξωγήινοι;
Τελικά, κάθισε κάτω στὸ πεζοδρόμιο.
«Βρῆκα ἕνα καπέλο!», φώναξε. «Σᾶς παρακαλῶ! Βγεῖτε ἔξω! Ὑπόσχομαι
νὰ τὸ δώσω στὸν νόμιμο ἰδιοκτήτη του.»
Φωλιασμένοι μέσα σ’ἕνα βραχῶδες μόρφωμα, ὀχτὼ μικροὶ ἄνθρωποι,
μιὰ ὁμάδα, κρατοῦσαν ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου. Εἶχαν ξεκινήσει νὰ πᾶνε
σ’ ἕνα πάρτι γενεθλίων. Τὸ ἕνα κορμὶ μετέδιδε στὸ ἄλλο καταπληκτικὴ
ζεστασιά. Θὰ μποροῦσαν νὰ παραμείνουν ἐκεῖ γιὰ πάντα, ἂν ἦταν ἀνάγκη
νὰ τὸ κάνουν. Ἦταν συνηθισμένοι σ’ αὐτό. Τὰ γενέθλια ἔρχονταν καὶ παρέρχονταν.
Τὰ κίτρινα καπέλα μποροῦσαν νὰ τὰ ξαναράψουν. Δὲν ἦταν δική τους δουλειὰ
νὰ φροντίσουν τὸν κόσμο ὅλο, ψιθύρισε ἡ μητέρα στὴν κόρη, τῆς ὁποίας
τὸ κίτρινο φόρεμα ἦταν ἀπαράμιλλο, τῆς ὁποίας τὸ χέρι ἔπαιζε ἱδρωμένο,
ἡ ὁποία παρατηροῦσε τὸν γίγαντα ἀπ’ ἔξω νὰ τοποθετεῖ τὸ καπέλο
της στὸ πελώριο κεφάλι του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐννοήσει τὴν τόση εὐσπλαχνία
ποὺ λυνόταν καὶ ξαναλυνόταν μὲς στὴν καρδιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου