|
|
ΣΚΟΤΑΔΙ πίσσα. Φυσάει ἐλαφριὰ ὁ Γραῖγος, φουσκώνει τὸ φλόκο, βουβὰ βουτᾶνε τὰ κουπιά, τὸ σφίξιμο ἀλαφραίνει τῆς καρδιᾶς. Εἶναι πέντε οἱ καπεταναῖοι σὲ τοῦτο τὸ σκαρὶ μαζὶ μὲ τὸν παππούλη μου τὸν καπετὰν-Χελίδονα, Νικόλας Σαμοθράκης στὰ χαρτιά, τῆς μάνας μου προπάππος. Μέρες τὸ ἑτοιμάζανε, μαυροντυμένοι ἀπ’ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια, ἔχουν ἀλείψει φοῦμο σὲ πρόσωπα καὶ χέρια, νὰ μὴν ἀσπρίζει τίποτα πέρα ἀπ’ τὸ ἄγριο μάτι, μὲς στὴ νύχτα. Οἱ πρόκριτοι ἔδωσαν τὰ γρόσια γιὰ τὸ παλιὸ καΐκι, τὴν ἀγορὰ καὶ τὴ μετατροπή. Δούλευαν μέρα νύχτα γιὰ ν’ ἀνοίξουν τὶς τρύπες στὴν κουβέρτα. Ἐκεῖ μέσα στήσανε βαρέλια μὲ μπαρούτι, βάλανε μίνες ἀπ’ τὴν πλώρη ὣς τὴν πρύμνη, φίσκα κι αὐτὲς μπαρούτι. Πανιὰ καὶ ἄρμενα μούσκευαν ὧρες σὲ πίσσα καὶ νάφθα.