ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ τὸ νὰ βγαίνει κανεὶς ἔξω
στὸν δρόμο. Συναντᾶ πρόσωπα, καθένα τους στὴ δική του ξεχωριστὴ ἐκδοχή,
ἑπομένως μοναδικά, ἐκπληκτικά. Ὑπάρχουν πρόσωπα ποὺ ἐξοργίζουν
τὸν Πίους: Βλέπει σὲ αὐτὰ τὴν ξεροκεφαλιά, τὴν ἀγκύλωση, τὴ στενομυαλιά.
Προτιμᾶ νὰ παρατηρεῖ πρόσωπα παιδιῶν. Μιὰ ἡλικιωμένη χοντρὴ γυναίκα
κάθεται στὸ τρὰμ καὶ μασουλίζει ἕνα κοτσάνι ἀπὸ κεράσι. Μιὰ ἄλλη
λέει στὴ διπλανή της: «Ἔ, ἐσεῖς, ναί, ἐσᾶς λέω: Θέλω νὰ πεθάνω!» Νωρὶς τὸ πρωὶ ἡ πόλη μοιάζει νὰ
λάμπει ἀπὸ μέσα πρὸς τὰ ἔξω, ὅμως ἤδη ἀπὸ τὶς ἐννιὰ ὁ οὐρανὸς εἶναι
μαραγκιασμένος, τὸ φῶς χλομό. Ὁ Πίους παίρνει τὸ τρὰμ καὶ πότε-πότε
σημειώνει στὸ ἡμερολόγιό του: «Τώρα ποὺ ἡ Ρόζμαρι θέλησε νὰ αὐτοκτονήσει,
ἡ μητέρα μου προσπαθεῖ ξανά, ὅπως παλιά, νὰ ὑπονομεύσει τὴν προσωπικότητά
μου. Μοῦ ἀγοράζει ροῦχα ποὺ δὲν μοῦ ἀρέσουν. Θέλει νὰ ἀλλάξει τὴ διαρρύθμιση
στὸ διαμέρισμά μας. Θέλει νὰ μὲ βλέπει πιὸ συχνά.»
|