Οἱ ψυχίατροι ἔχουνε μανία μὲ τὰ βιώματα τῶν ἀσθενῶν τους. Ἕνας ἀσθενὴς χρειάζεται, πιστεύω, πολὺ περισσότερο χῶρο ἀπὸ ἕναν μὴ ἀσθενῆ γιὰ νὰ «περιηγηθεῖ τὴν ψυχή του», ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ διατυπώσει μὲ ἕναν κάποιο στόμφο. Στὴν περίπτωση, πάλι, ἑνὸς «μὴ ἀσθενοῦς» ἡ ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς συρρικνώνεται. Ἀπὸ τότε ποὺ οἱ ἄρρωστοι καταπίνουν αὐτὰ τὰ καινούργια χάπια, ἡ αὔξηση τῆς ἐπιφάνειας τῆς ψυχῆς καὶ τὰ βιώματα ἐκλείπουν τὶς περισσότερες φορές· ἡ ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς φυραίνει, καὶ τὰ χάπια πνίγουν τὴ φαντασία. Οἱ ψυχίατροι δὲν ἐνδιαφέρονται
μόνο γιὰ βιώματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἀτυχήματα. Εἶναι ἀστυνομικοὶ ποὺ
κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους ὅταν ἔχει συμβεῖ κάποιο ἀτύχημα: Στήνουν
προειδοποιητικὰ τρίγωνα, μαρκάρουν, ἀνακρίνουν τοὺς μάρτυρες,
σημειώνουν. Περισσότερα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν· δὲν εἶναι στὴν ἁρμοδιότητά
τους νὰ γιατρεύουν τραυματίες ἢ νὰ ἐπαναφέρουν νεκροὺς στὴ ζωή. Μπορεῖ κανεὶς νὰ προσποιηθεῖ πὼς
δὲν συμβαίνει τίποτε. Ἡ νεαρὴ ἀσθενὴς Ὄλγκα ἔχει ἐξασκηθεῖ σ’ αὐτό.
Μιὰ νύχτα, ὅμως, βλέπει ὄνειρο: Στὸ δωμάτιό της στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ
πατρικοῦ, στὰ σανίδια κάτω ἀπὸ τὴν πλούσια διακοσμημένη μπαρὸκ ὀροφὴ
ὑπάρχουν κιβώτια γεμάτα τετράδια καὶ βιβλία. Στὸ τζάκι βρίσκονται
μερικὰ πάκα χαρτί, στὶς γωνίες ὑπάρχουν καρτελοθῆκες, στὸ τραπέζι
στοιβαγμένα σκόρπια χαρτιά. Ἡ Ὄλγκα ξεκαθαρίζει, τακτοποιεῖ, γράφει
καὶ τηλεφωνεῖ. Ἔχει φτιάξει ἕνα μουσεῖο ποὺ δὲν τὸ ἐπισκέπτεται
ποτὲ κανείς· εἶναι ἕνα μικρὸ μουσεῖο γιὰ σκελετοὺς γυαλιῶν ὁράσεως
στὸ ἰσόγειο. Πιστεύει στὸν σημαντικὸ ρόλο αὐτῶν τῶν σκελετῶν καὶ
τῶν φακῶν τους, ποὺ ἐξευγενίζουν, ξεκουτιαίνουν, ὀμορφαίνουν ἢ ρημάζουν
τὰ πρόσωπα. Ὅταν ἕνα ἄτομο πρέπει νὰ ἀνταλλάξει τὴ χωρὶς γυαλιὰ ὕπαρξή
του ἔναντι μιᾶς ὕπαρξης μὲ γυαλιά, μπορεῖ τότε νὰ διέλθει σοβαρὴ
κρίση ταυτότητας. Στὶς γυναῖκες δὲν ἀρέσει νὰ τὶς φωτογραφίζουν μὲ
γυαλιά, οἱ γραμματεῖς ὅμως φοροῦν συχνὰ μὲ αὐτοπεποίθηση τὰ μεγάλα
τους γυαλιὰ μὲ τὸν κοκάλινο σκελετό. Τί θὰ ἦταν ὁ Σοῦμπερτ χωρὶς τὰ
γυαλιά του; Ἡ Ὄλγκα κατάφερε μὲ ἕνα ζευγάρι γυαλιὰ νὰ δώσει ἄλλη, ἀπροσδόκητη
ὄψη στὸ πρόσωπο τοῦ Προύστ. Συμπαθητικὰ εἶναι καὶ τὰ παλιομοδίτικα
γυαλιὰ τῶν ἀσφαλιστικῶν ταμείων· τὰ πρόσωπα φαίνονται ἀμήχανα ἔτσι.
Καὶ πόσα δὲν ὀφείλει, ἄλλωστε, στὰ βαλλιστικὰ γυαλιά του ὁ σκοπευτής. Καὶ τὰ γυαλιὰ ἡλίου καὶ τὰ γυαλιὰ
γιὰ τὸ χιόνι εἶναι χρήσιμα. Ἂς πάρουμε τὸ διήγημα «Τὰ ματογυάλια»
τοῦ Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε: Ἕνας νέος ἄντρας χωρὶς γυαλιά, μὲ ἀδύναμη ὅραση,
ἐρωτεύεται μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα τὴν ὁποία περνάει γιὰ νεαρὴ
κοπέλα. Ἢ μποροῦμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν ὁ Ἒλ Γκρέκο θὰ εἶχε ζωγραφίσει
ἐντελῶς διαφορετικὰ ἂν εἶχε ὑπάρξει διοπτροφόρος. Τὸ ἐνδιαφέρον
τῆς Ὄλγκα, ὡστόσο, εἶναι στραμμένο προπαντὸς σὲ ἕνα μοναδικὸ ζευγάρι
γυαλιά, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἀκόμη· σκαρώνει ἀμέτρητα σχέδια, κυκλώνει
πολὺ ἁπαλὰ τὰ μάτια τοῦ ἀπόμακρου πατέρα της σὲ μιὰ μεγάλη φωτογραφία,
τοῦ σχεδιάζει γυαλιὰ καὶ τὰ σβήνει ξανὰ καὶ ξανὰ μὲ μιὰ μαλακὴ γόμα.
Σκιτσάρει ὀβάλ, στρογγυλά, γεμάτα γωνίες γυαλιά, γυαλιὰ μὲ λεπτοὺς
καὶ χοντροὺς σκελετούς. Ἐλπίζει βαθιὰ ὅτι θὰ καταφέρει νὰ κάνει τὸ
πρόσωπο τοῦ πατέρα νὰ μοιάζει πιὸ ἀνθρώπινο. Ὅσο περισσότερο σχεδιάζει,
ὅσο πιὸ ἀπεγνωσμένα πασχίζει, τόσο πιὸ ἀνατριχιαστικὴ γίνεται
ἡ ἔκφραση τῶν πατρικῶν ματιῶν – ἤ, μᾶλλον, ὁλόκληρου τοῦ προσώπου.
Τὰ μάτια σπιθοβολοῦν, εἶναι καρφωμένα πάνω της, τρεμοπαίζουν, λὲς
καὶ τὰ τυφλώνει τὸ φῶς τοῦ λαμπατὲρ ποὺ φωτίζει τὴ φωτογραφία. Ἔπειτα ἀπὸ μισὸ χρόνο παραμονῆς
στὴν κλινικὴ ἡ Ὄλγκα ἐπιστρέφει στὸ σπίτι. Ὁ ψυχίατρός της δὲν μεταμορφώθηκε
στὸν πατέρα της. Καλὰ-καλὰ δὲν ἔχει προλάβει ἀκόμη νὰ γυρίσει στὸ
σπίτι καὶ ἀσχολεῖται πάλι μὲ τὸ θέμα «γυαλιά», ἔτσι πού, κι ὅταν ἀκόμα
διασχίζει τὴ μεγάλη πλατεία κάτω, ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω, στὸ
ὑπνοδωμάτιό της, στὸ γραφεῖο τῶν ὀνείρων της, καὶ στέκεται στὸ παράθυρο.
Παρατηρεῖ τὸν ἑαυτό της καθὼς κάθεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς λευκὲς πλαστικὲς
καρέκλες, ἀπομίμηση ἂρ νουβό, μπροστά σε ἕνα καφέ, πίνει μιὰ κόκα
κόλα καὶ καπνίζει. Ὅταν ἔχει καλὸ καιρό, ὁ κόσμος, κυρίως τουρίστες,
κάθεται ἔξω, κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἀποποιεῖται τοὺς πύργους τοῦ
καθεδρικοῦ ναοῦ. Ἡ Ὄλγκα βλέπει τὸν ἑαυτό της νὰ σκαλίζει μὲ τὸ ἀποτσίγαρό
της λευκοὺς σταυροὺς στὸ τριγωνικὸ τασάκι. Μοιάζει μὲ θαμώνα τοῦ καφὲ
ποὺ ἐκτίθεται σὲ κοινὴ θέα, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ καταναγκασμούς,
λὲς καὶ κάθεται σὲ ψηλὴ σκάλα. Δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ οἱ τέσσερεις γωνίες
μέσα στὶς ὁποῖες κάθεται μονίμως ὁ πατέρας-θεός. Ἡ Ὄλγκα γράφει ἕνα
γράμμα ποὺ δὲν πρόκειται νὰ στείλει στὸν πατέρα της: «Μιᾶς καὶ μοῦ ἦταν
πάντοτε πιὸ εὔκολο νὰ γράφω παρὰ νὰ μιλάω, θέλω νὰ παραμείνω πιστὴ
στὶς συνήθειές μου. Εἶναι καλύτερο, κατὰ τὴ γνώμη μου, νὰ μὴν ἀλλάξουμε
τοὺς ρόλους, ἀφοῦ δὲν εἴμαστε καθόλου ἐξοικειωμένοι νὰ μιλᾶμε μεταξύ
μας. Μιλήσαμε καὶ ποτὲ μεταξύ μας ἐμεῖς;» Γιὰ νὰ συμπληρώσω τὸν χαρακτηρισμὸ
τῆς Ὄλγκα θὰ πρέπει ἴσως νὰ ἀναφέρω ἐπιπλέον ὅτι δὲν διαβάζει ποτὲ
τὰ βιβλία ποὺ πρέπει νὰ ἔχει διαβάσει κανεὶς καὶ δὲν πηγαίνει ποτὲ
νὰ δεῖ στὸν κινηματογράφο τὶς ταινίες γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶνε ὅλοι ἀκόμα
καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια. Δὲν ξέρει ποιά ἔκφραση τοῦ προσώπου ταιριάζει
σὲ ποιά περίσταση. Δὲν ξέρει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴν πόλη μας οἱ
ὁποῖοι διαπράττουν ἐγκλήματα κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀσύνειδη ἐπιθυμία
νὰ φυλακιστοῦν ἀπὸ τὴν ἀστυνομία. Ξέρει ὅμως ὅτι οἱ ἐκκλησίες
καὶ τὰ πολιτικὰ κόμματα ἐπιδιώκουν νὰ προσελκύσουν πιστούς. Ἐνδεχομένως
καὶ ὁ στρατός. Παρ’ ὅλα αὐτά, νεαροί, ὀρδὲς ὀρφανῶν ἀπὸ πατέρα, ὀργώνουν
τοὺς δρόμους τῆς πόλης, σπᾶνε βιτρίνες, λεηλατοῦν καὶ βάζουν φωτιές.
Παιδιά, νέες γυναῖκες καὶ νέοι ἄντρες δὲν κολλοῦν ἀφίσες στοὺς τοίχους
γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸ ἐνδιαφέρον. Γράφουν στοὺς τοίχους τῆς πόλης
προτάσεις ὅπως: «Θέλουμε νὰ ζήσουμε! Καὶ τὸ μπετὸν μαραίνεται!» Κάποιος
νέος ἔχει γράψει μὲ χρωματιστὸ σπρέι, ἄλικο, τὴ λέξη «Προσοχή!»
στὸν τοῖχο τοῦ πατρικοῦ της Ὄλγκα. Τὶς Κυριακὲς ἐπισκέπτονται ἀστοὶ
τὸ κέντρο τῆς πόλης γιὰ νὰ περιεργαστοῦν τὶς ζημιές. Εἶναι ὡραῖοι
περίπατοι αὐτοί, ἀντικαθιστοῦν μιὰ ἐπίσκεψη στὸν κινηματογράφο. Πρώτη δημοσίευση: Das Brillenmuseum, Luchterhand 1982.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου