Ο ΗΛΙΟΣ ΕΔΥΕ καὶ σκέφτηκε ὅτι
εἶχε περάσει πολλὲς ὧρες κοιτάζοντας τὸν ἴδιο οὐρανό. Τὰ σύννεφα δὲν
κουνιόντουσαν καθόλου. Εἶχαν μείνει κολλημένα στὸ ταβάνι, ἄλλα
στρογγυλά, ἄλλα τετράγωνα, ἀπὸ τὸ πρωί. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἔκλειναν οἱ ἑταιρεῖες
καὶ κοπάδια κουστουμιῶν κατέβαιναν τὴν ὄχθη, σὰν μιὰ πολιτικὴ συγκέντρωση
πιγκουίνων. Μπλὲ καὶ γκρὶ κουστούμια μὲ πολύχρωμες γραβάτες γύρω ἀπὸ
ἀναψοκοκκινισμένους λαιμοὺς ποὺ λαχταροῦσαν νὰ καταπιοῦν δροσερὲς
γουλιὲς μπύρας ἀπὸ τὰ πὰμπ τῆς περιοχῆς. Εἶχε κρύο ἐκείνη τὴ μέρα
καὶ οἱ ἀνάσες τους ἔβγαιναν σὰν ξεφυσήματα μικρῶν δράκων, ἑνώνονταν
κάπου κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι τους καὶ πέφτανε βαριὲς πάνω στὸν πάγο ποὺ
εἶχε μαζευτεῖ στὰ κιγκλιδώματα τῆς ὄχθης.
Τὰ ἔβλεπε ὅλα αὐτὰ ἐνῶ ἔπλεε ἀνάσκελα πάνω στὸ νερό, τὸ ἕνα
χέρι της μισοβυθισμένο καὶ χορευτικὸ σὰ φτερούγα κύκνου, τὸ ἄλλο
πιασμένο μέσα στὴ χοντρή, μάλλινη ζακέτα, φυλακισμένο ἀπὸ τὸ βρεγμένο
μαλλί, ἄβουλο νὰ προβάλει ὁποιαδήποτε ἀντίσταση. Τὰ ἔβλεπε ὅλα
ξεκάθαρα, γιατί τὰ μάτια της ἦταν ὁλάνοιχτα στὸ φῶς καὶ στὴν κίνηση
γύρω ἀπὸ τὸν Τάμεση. Ἀλλὰ παρ’ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὰ χρώματα, ἐκείνη
σκεφτόταν ὅτι δὲν εἶχε προλάβει νὰ κάνει τὶς δουλειὲς τῆς Κυριακῆς.
Δὲν εἶχε βάλει μπουγάδα, δὲν εἶχε τακτοποιήσει τὰ ντουλάπια τῆς κουζίνας,
δὲν εἶχε τινάξει τὰ μαξιλάρια τοῦ καναπέ, δὲν εἶχε καθαρίσει τὴ λεκάνη
τῆς τουαλέτας οὔτε εἶχε σφουγγαρίσει τὸ πάτωμα. Τὸ χειρότερο ὅμως
ἦταν ὅτι δὲν τοῦ εἶχε μαγειρέψει. Δὲν εἶχε καθαρίσει τὶς πατάτες, δὲν
τὶς εἶχε βάλει προσεκτικὰ γύρω ἀπὸ τὸ μπούτι τοῦ ἀρνιοῦ, ὅπως τὸ ἤθελε
ἐκεῖνος, δὲν εἶχε ρίξει ἁλάτι οὔτε ρίγανη οὔτε εἶχε στύψει λεμόνι
πάνω ἀπὸ τὴ γυαλιστερὴ ἐπιφάνεια μὲ τὸ λίπος καὶ τὸ λάδι. Ὁ φοῦρνος
ἦταν σβηστός. Καὶ τόσο κρύος ὅσο τὰ σιδερένια κάγκελα πάνω ἀπὸ τὸ
νερό.