ΣΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΘΗΝΑ τοῦ 1860 μεσουρανοῦσε
ὁ Ἀλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβῆς. Ἀριστοκράτης Φαναριώτης, ὑπῆρξε εἴκοσι
πέντε χρόνια καθηγητὴς τῆς ἀρχαιολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν,
διετέλεσε πρεσβευτὴς καὶ ὑπουργὸς τῶν ἐξωτερικῶν, ἀντιπροσώπευσε
τὴν Ἑλλάδα στὸ συνέδριο τοῦ Βερολίνου καὶ πάνω ἀπ' ὅλα διέπρεψε ὡς
διάσημος λογοτέχνης.
Ὡς ποιητής, εἶχε κάτι ἀπ' τὴν ἀβρότητα τῶν στιχουργῶν
τοῦ Φαναριοῦ. Στὰ πρῶτα του ποιήματα ἦταν ζεστὴ ἀκόμα ἡ ἀγάπη του
γιὰ τὰ λαϊκὰ θέματα καὶ τὴν κοινὴ λαλιά. Συνέθετε μάλιστα καὶ στίχους
γιὰ τραγουδάκια τοῦ συρμοῦ. Ἀργότερα προσαρμόστηκε στὶς ἀπαιτήσεις
τῶν καιρῶν καὶ τῆς βαβαροκρατίας, τὸ γύρισε στὴν καθαρεύουσα καὶ τὰ ἀρχαῖα
θέματα κι ἔγινε ὁ σημαντικότερος ἀντιπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ ρομαντισμοῦ.
Πιὸ ραφινάτο πνεῦμα δὲν ὑπῆρχε στὴν ἐποχή του. Περιζήτητος
στὰ ἑλληνικὰ καὶ ξένα σαλόνια, μιλώντας μὲ ἄνεση τέσσερις γλῶσσες,
διέπρεπε ὄχι μόνο σὲ ὑποκλίσεις καὶ χειροφιλήματα ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνεκδοτολογία.
Εἶχε πολλὰ νὰ διηγηθεῖ γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Μπίσμαρκ ἢ γιὰ τὴ γνωριμία
του μὲ τὸν Οὐίτμαν ὅταν ἔκανε πρεσβευτὴς στὴν Οὐάσιγκτον. Σὲ κάμποσα
σαλόνια τοῦ ἐξωτερικοῦ ὑπῆρχαν πολλοὶ ποὺ δὲν ἤξεραν ποιός ἦταν πρωθυπουργὸς
στὴν Ἑλλάδα, ἤξεραν ὅμως πὼς ἡ Ἑλλὰς εἶχε ἕναν λογοτέχνη πρώτου μεγέθους,
τὸν Ραγκαβῆ.
Τὰ ἔργα του μεταφράζονταν διαρκῶς στὰ γαλλικὰ καὶ γερμανικά, καὶ κάθε ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ἀφιερωμένη σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου σ' αὐτόν.
Τὰ ἔργα του μεταφράζονταν διαρκῶς στὰ γαλλικὰ καὶ γερμανικά, καὶ κάθε ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ἀφιερωμένη σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου σ' αὐτόν.
Κάθε ἔκδοση βιβλίου του ἀποτελοῦσε παγκόσμιο γεγονός.
Στὴν ἀρχὴ τύπωνε στὴν Ἀθήνα, μικρά, κομψὰ βιβλία, «ἐκ τῆς τυπογραφίας
Α. Κορομηλά». Ἀργότερα, ὅταν ἀπέκτησε διεθνὴ αἴγλη, τύπωνε μόνο
στὸ Βερολίνο καὶ τὴ Λιψία, «ἐκ τῆς τυπογραφίας Α. Δρουγουλίνου». Οἱ
ἐκδόσεις αὐτὲς εἶχαν συνήθως μέγα τέταρτο σχῆμα, μὲ χρυσὰ αὐτοκρατορικὰ
καπάκια καὶ ράχη πλουμιστή. Βέβαια, κόστιζαν περιουσίες. Καὶ φυσικὰ
δὲν ὑπῆρχε καλὸ σπίτι στὴν Ἀθήνα, στὴν Πόλη, στὴ Σμύρνη, στὸ Βουκουρέστι,
ποὺ νὰ μὴν προμηθεύονταν ἀμέσως κάθε νέο του ἔργο. Καὶ δός του οἱ ἐφημερίδες
συνεντεύξεις καὶ ἄρθρα ἐγκωμιαστικὰ καὶ κριτικὲς μὲ πηχιαίους τίτλους.
Ὁ Ραγκαβῆς διέπρεψε ἀκόμη καὶ ὡς θεατρικὸς συγγραφέας.
Δικό του ἔργο εἶναι «Τοῦ Κουτρούλη ὁ γάμος», ποὺ ὁ τίτλος του ἔγινε παροιμία.
Ἔγραψε πολλὲς δεκατρισύλλαβες τραγωδίες καὶ κωμωδίες, ἐμπνευσμένες
ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὸ Βυζάντιο, καθὼς καὶ ἀρκετὰ εἰδύλλια καὶ
κωμειδύλλια μὲ θέματα τῆς ἐποχῆς του, ποὺ δείχνουν ὅτι τὰ κατάφερνε
καὶ στὴν ἠθογραφία. Κάθε πρεμιέρα ἔργου του τὴν τιμοῦσαν μὲ τὴν παρουσία
τους ὁ βασιλεὺς Γεώργιος ὁ Α', ἡ αὐλή, ἡ κυβέρνηση καὶ τὸ διπλωματικὸ
σῶμα. Ὁ βασιλεύς, μάλιστα, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη ἀδυναμία στοὺς ρομαντικούς,
τοῦ ἀπένειμε τέσσερις φορὲς τὸν μεγαλόσταυρο. Λένε ὅτι τὰ παράσημα
τοῦ Ραγκαβῆ ξεπερνοῦσαν τὰ χρόνια του.
Στὰ τέλη τῆς ζωῆς του συνέγραψε ἀπομνημονεύματα, ποὺ
κυκλοφόρησαν λίγο μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐκεῖ ἀναφέρει λεπτομερῶς
σὲ πόσες χοροεσπερίδες παραβρέθηκε, πόσα χειροφιλήματα ἔδωσε,
σὲ πόσα λευκώματα ἐκλεκτῶν νεανίδων ἔγραψε στίχους του, πῶς ἦταν τὰ
ἁμάξια τῆς ἐποχῆς του, μὲ πόσες διασημότητες συνέφαγε κτλ. κτλ. Τέλος,
φρόντισε νὰ τυπώσει καὶ τὰ φιλολογικὰ ἅπαντά του σὲ εἴκοσι ὡραίους
τόμους. Σ' αὐτὰ περιλαμβάνονται τὰ ποιητικά του ἔργα, τὸ μυθιστόρημα
του «Ὁ αὐθέντης τοῦ Μωρέως», διάφορα ἄλλα πεζὰ καὶ μελέτες, τὰ θεατρικά,
μιὰ γραμματολογία, διάφορες μεταφράσεις ἔργων ἐκ τῆς παγκοσμίου
φιλολογίας, καί, τέλος, τὰ «ἀρχαιολογήματά» του. Εἶναι ὁ μόνος λογοτέχνης
ποὺ ἀξιώθηκε νὰ τυπώσει τὰ τόσο τεράστια ἅπαντά του, ποὺ ξεπερνοῦν
κατὰ πολύ τά ἅπαντα τοῦ Παλαμᾶ.
Πέθανε τὸ 1892 πλήρης δόξης καὶ τιμῶν, ἐννιὰ χρόνια πρὶν
θεσπιστεῖ τὸ βραβεῖο Νόμπελ.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ στὴν Ἀθήνα ζοῦσε ἕνα παράξενο γερόντιο ποὺ τὸ ἔλεγαν
Μακρυγιάννη. Ἦταν παλιὸς Ρουμελιώτης ὁπλαρχηγός, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ
καφετζὴς στὸ Λιδορίκι καὶ κατάφερε νεώτατος νὰ γίνει στρατηγός.
Πολέμησε λεβέντικα καὶ γενναία στὴν Ἄρτα, στὸ Ναβαρίνο, στοὺς Μύλους
καὶ ὑπεράσπισε τὴν Ἀθήνα σὲ ὅλες της τὶς περιπέτειες. Τὸ ἀποτέλεσμα
ἦταν νὰ γίνει τὸ κορμὶ του κέντημα ἀπ' τὶς πληγές, καὶ χώρια οἱ διαρκεῖς
προστριβές του μὲ τοὺς ἑκάστοτε ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας, τὸν Ἀνδροῦτσο,
τὸν Γκούρα, τὸν Γενναῖο Κολοκοτρώνη, τὸν Καποδίστρια καὶ ἄλλους. Μὲ
τὴν ἀξία του καὶ μὲ τὴν ἐντιμότητά του κατάφερε νὰ ἐκλεγεῖ πολλὲς
φορὲς πληρεξούσιος στὶς διάφορες ἐθνοσυνελεύσεις, ὅπου ἀγωνίζονταν
μὲ πεῖσμα ἐναντίον κάθε ἀδικίας. Πρὶν ἀκόμα ἡ Ἀθήνα γίνει πρωτεύουσα
τῆς Ἑλλάδος, ἐγκαταστάθηκε μόνιμα σ' αὐτήν, ὑπῆρξε μάλιστα καὶ ἕνας
ἀπ' τοὺς πρώτους της δημοτικοὺς συμβούλους. Κοντὰ στὶς στῆλες τοῦ Ὀλυμπίου
Διός, ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα πρὸς τιμήν του ἡ συνοικία Μακρυγιάννη, ἀγόρασε
ἕνα χωραφάκι μὲ μιὰ σπηλιά, ἔχτισε ἕνα σπίτι γιὰ τὰ δώδεκα παιδιά
του καὶ μετέτρεψε τὴ σπηλιὰ σὲ παρεκκλήσι. Ἀπ' αὐτὴ τὴν τρύπα ἐξακολούθησε
νὰ τὰ βάζει μὲ τοὺς δυνατούς: τὸν Ὄθωνα, τὸν Ἀρμανσμπεργχ, τὸν Χριστίδη,
τὸν Καλλέργη καὶ ἁπαξάπαντες τοὺς πρωθυπουργούς. Δὲν μποροῦσε νὰ πνίξει
τὴν ὀργή του γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ ἔβλεπε γύρω του, τὴν ἐξολόθρευση τῶν
παλιῶν ἀγωνιστῶν, τὸ πλιατσικολόγημα τῶν μοναστηριῶν καὶ πάνω ἀπ'
ὅλα τὴν κωλυσιέργειά τους νὰ δώσουν σύνταγμα στὸ λαό. Τὸ σύνταγμα ἦταν
τὸ μόνιμο μεράκι του. Γι' αὐτὸ καὶ ἀποτόλμησε τὸ κίνημα τῆς Τρίτης
Σεπτεμβρίου 1843, ποὺ ἦταν ἔργο καθαρὰ δικό του. Αὐτὸ ὁ Ὄθων δὲν τοῦ
τὸ συγχώρησε ποτέ. Ἄρχισαν οἱ κατατρεγμοὶ ἀπ' τὸ παλάτι, τὶς κυβερνήσεις,
τοὺς ἴδιους τοὺς παλιούς του συνεργάτες· ἡ μιὰ δολοφονικὴ ἀπόπειρα ἐναντίον
του διαδέχονταν τὴν ἄλλη, οἱ ἀνακρίσεις ἦταν ἀπανωτές, οἱ περιορισμοὶ
κατ' οἶκον, τὸ σύρσιμο στὶς φυλακές, τὰ βασανιστήρια. Στὸ τέλος καταδικάστηκε
κι αὐτός σε θάνατο γιὰ συνωμοσία κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ὄθωνα καὶ γλίτωσε
τὸ κεφάλι του μόλις καὶ μετὰ βίας, χάρη στὴν ἐπέμβαση διαφόρων προσωπικοτήτων.
Οἱ πολλὲς πληγὲς ποὺ εἶχε στὸ κορμὶ του τὸν εἶχαν μεταβάλει
σ' ἕνα ἰδιότροπο καὶ στριμμένο μορμολύκειο, γερασμένο πρὶν τὴν ὥρα
του· τίποτα δὲ θύμιζε τὸν ὡραῖο λεβέντη τοῦ 1821, ὅπως τὸν ξέρουμε ἀπὸ
τὴ γνωστὴ γκραβούρα. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ χούφταλο ἀπὸ καιρὸ εἶχε μεράκι
νὰ γράψει τὰ ὅσα ἔζησε. Ἤξερε ἀπ' τὰ νιάτα του πέντε κολλυβογράμματα,
ἔμαθε κι ἄλλα πέντε ἀπὸ ἕνα ἐγγόνι του, καὶ μιὰ καὶ δυὸ ἄρχισε νὰ δοκιμάζει
στὸ χαρτὶ τὰ ὀρνιθοσκαλίσματά του. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλο τὸ Εἰκοσιένα,
καταπάστηκε καὶ μὲ τὴ βαβαροκρατία. Τίποτα δὲν ἀναφέρει ποὺ νὰ μὴν
τὸ ἔζησε ἀπὸ κοντά. Μᾶς χάρισε τριάντα χρόνια νεοελληνικῆς ζωῆς, ὄχι
ὅπως τὰ ξέρουμε ἀπ' τὰ ἐγχειρίδια ἱστορίας, τὶς ἐφημερίδες καὶ τοὺς
πληρωμένους καλαμαράδες, ἀλλὰ ὅπως τὰ εἶδε ἕνας ντόμπρος καὶ ἀχάλαστος
λαϊκὸς ἄνθρωπος. Βέβαια, ὅλα αὐτὰ τὰ ’ριχνε στὸ χαρτὶ ὅπως τοῦ
‘ρχονταν, σὰ νὰ μιλοῦσε — δὲν ἀποκλείεται, μάλιστα, πρῶτα νὰ τά ’λεγε
φωναχτὰ καὶ μετὰ νὰ τά ‘γραφε. Εἶναι μυστήριο ποῦ βρῆκε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
τόση ὑπομονὴ γιὰ νὰ γράψει πεντακόσιες σελίδες, καὶ πῶς κατάφερε
νὰ τὰ θυμηθεῖ ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα, ἀκόμα καὶ ὁλόκληρες στιχομυθίες.
Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν αὐτά, ξόδεψε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε γιὰ νὰ πληρώσει
ἕναν λαϊκὸ ζωγράφο νὰ τοῦ «ἱστορήσει» τὸ 21, ὅπως αὐτὸς τὸ εἶδε καὶ
τὸ ἔζησε, κι ὄχι ὅπως τὸ εἶχαν μολέψει οἱ διάφοροι ξένοι καὶ ξενομαθημένοι.
Δυὸ χρόνια μετὰ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Ὄθωνα πέθανε κι αὐτὸς
ἀπ' τὶς παλιὲς πληγὲς καὶ τὴν ἐξάντληση. Κοιμήθηκε ταπεινὰ τὸν ὕπνο
του δικαίου, τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ κυκλοφόρησε σὲ ὑπερπολυτελὴ ἔκδοση
ὁ «Διονύσου πλοῦς» τοῦ Ραγκαβῆ.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ἑκατὸ χρόνια καί. Ἡ Ἑλλάδα δοκίμασε πολλὲς βαβαροκρατίες,
ὁ ρομαντισμὸς ἔπεσε σὰ χάρτινος πύργος. Ὁ Ραγκαβῆς ἐκτοπίστηκε ἀπ'
τὸν Παλαμᾶ, ὁ Παλαμᾶς ἐξαφανίστηκε ἀπ' τὸν Καβάφη. Ὁ Ραγκαβῆς ξεχάστηκε
ὁλότελα. Τὰ ποιήματά του θεωρήθηκαν ἀντίγραφα τῶν Γάλλων ρομαντικῶν,
τὸ μυθιστόρημά του κρίθηκε σὰν ἀπομίμηση τοῦ «Ἰβανόη» τοῦ Οὐῶλτερ
Σκότ, ἡ γραμματολογία του εἶναι ἀφόρητη, τὰ θεατρικά του δὲ διαβάζονται,
τὰ ἀρχαιολογήματά του ἀποδείχτηκαν φτηνὰ μαζέματα ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ
κεῖ. Τὸ ὄνομά του θὰ τὸ βρεῖτε βέβαια σὲ μερικὲς σχολαστικὲς γραμματολογίες,
ὁ «Διονύσου πλοῦς» ὑπάρχει ἀκόμα σὲ μερικὲς παλιὲς ἀνθολογίες καὶ
οἱ εἴκοσι τόμοι τῶν ἅπάντων του κοσμοῦν ἀζήτητοι μερικὲς δημόσιες
βιβλιοθῆκες. Ἔπεσε ὁ κολοσσὸς τῆς παλιᾶς ἀθηναϊκῆς σχολῆς τίποτα
δὲν ἔμεινε ἀπ' τὸ πέρασμά του.
Κι ὁ Μακρυγιάννης; τὸ μορμολύκειο τῆς βαβαροκρατίας;
Αὐτὸς βέβαια δὲν λαχταροῦσε φιλολογικὲς δόξες, ἁπλῶς ἤθελε νὰ μᾶς
ἀφήσει γραμμένη τὴν ἱστορία του, νὰ μάθουμε ἀπὸ πρῶτο χέρι τί τέρατα
κυβέρνησαν καὶ χαντάκωσαν τὴν Ἑλλάδα. Γιὰ πολλὰ χρόνια τὰ χειρόγραφά
του εἶχαν χαθεῖ, μέχρι ποὺ τ' ἀνακάλυψε ὁ Βλαχογιάννης σ' ἕνα μπακάλικο,
ποὺ τὰ εἶχαν γιὰ νὰ τυλίγουν ἀντσοῦγες. Τὰ ἀγόρασε, τὰ διάβασε καὶ μὲ
χίλια βάσανα κατάφερε νὰ τὰ τυπώσει τὸ 1907. Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι
ἀπὸ τὴ λογοτεχνική τους ἀξία, τὴ ζουμερὴ λαϊκὴ γλώσσα, τὴν παραστατικὴ
ἀφήγηση, τοὺς ὁλοζώντανους διαλόγους, τοὺς ἐπιγραμματικοὺς χαρακτηρισμούς,
τὴ λαϊκὴ θυμοσοφία. Κανεὶς ἄλλος δὲν μᾶς ἔδωσε τόσο δραματικὰ τὶς
δύο ἐποχὲς 1821 - βαβαροκρατία καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν ζωγράφισε πιὸ
παραστατικὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ πάθη τοῦ λαοῦ μας. Σιγὰ σιγὰ τὰ ἀπομνημονεύματα
τοῦ Μακρυγιάννη ἄρχισαν νὰ καταχτοῦν καὶ τοὺς πιὸ δύσκολους γραμματολόγους,
νὰ τυπώνονται ξανὰ καὶ ξανά, νὰ μεταφράζονται ἔξω καὶ νὰ θεωροῦνται
ἀπὸ μερικοὺς ἰσάξια μὲ τὰ πεζογραφήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Σήμερα
ὁ καφετζὴς ἀπὸ τὸ Λιδορίκι εἶναι ἕνας ἀπ' τοὺς μεγαλύτερους λογοτέχνες
μας, κι ἂς μὴν ἀξιώθηκε ποτὲ στὴ ζωή του οὔτε τοὺς μεγαλόσταυρους τοῦ
Γεωργίου, οὔτε τὰ γεύματα τοῦ Μπίσμαρκ, οὔτε κὰν μιὰ συνεντευξούλα
στὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου