ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΑΝ συχνὰ ὅταν τὰ
παιδιὰ ἦταν πολὺ μικρά· κάτι σὰν νά ’θελαν ν’ ἀλλάξουν τὸν ἀέρα
τους. Μέχρι ποὺ ἀνακάλυψαν τὴ μονοκατοικία μὲ κῆπο καὶ ἂν δὲν τοὺς ἔδιωχναν
γιὰ ἰδιοκατοίκηση, ἀκόμα ἐκεῖ θὰ ἦταν. Παράδεισος γιὰ τὰ παιδιὰ αὐτὸ
τὸ σπίτι. Γεννημένο γιὰ παιγνίδι: τὰ πολλὰ δωμάτια καὶ οἱ διάφοροι
χῶροι διευκόλυναν τὸ κρυφτό, ὁ κῆπος βόλευε γιὰ μάχες στὸ χῶμα, δίτερμα
στὸ τσιμέντο, παντρολογήματα τῶν κοριτσιῶν στὸ ὑπόγειο. Πέρασαν
μιὰ ζωὴ ἐκεῖ ἢ τουλάχιστον ἔτσι τοὺς φάνηκε, Χούντα καὶ Μεταπολίτευση:
σιωπὴ κι ὕστερα πανηγύρια – καραμοῦζες, ἀφίσες, μεγάφωνα καὶ κεῖνο
τὸ τραγούδι ποὺ σοῦ ’σπαγε τ’ αὐτιά:
Θὰ τὸν μεθύσουμε τὸν ἥλιο
σίγουρα ναί…
Ὅταν πιὰ ἔφυγαν, πῆραν καὶ τὸ σπίτι μαζί τους. Λιγάκι ἀνοικονόμητο,
ἀλλὰ τὸ ἔκαναν καὶ χώραγε παντοῦ: τὸ σαλόνι μέσα στὸ καινούργιο σαλόνι,
ἡ κουζίνα στὴν ἄλλη κουζίνα, ὁ κῆπος στὸ μπαλκόνι καὶ τελευταῖες οἱ
κρεβατοκάμαρες τοὺς ἀκολουθοῦσαν τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου. Αὐτὸ ἔγινε σύστημα
καὶ δὲν δυσκολεύονταν καθόλου μὲ τὰ δυὸ σπίτια, ἰδιαίτερα τὸ κορίτσι.
Ἀκόμα καὶ τοὺς διακόπτες τοὺς ἀναζητοῦσαν στοὺς τοίχους τοῦ παλιοῦ
σπιτιοῦ. Στὸ τρίτο σπίτι ὅπου μετακόμισαν ὕστερα ἀπὸ κεῖνο ὁ κῆπος
εἶχε κατακλύσει τὰ πάντα: ἡ ροδιὰ τὸ μπαλκόνι, τὸ γιασεμὶ τὸν φωταγωγὸ
κι οἱ κρίνοι ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο δημιουργοῦσαν διάδρομο ἀπὸ τὴν
εἴσοδο μέχρι τὰ ὑπνοδωμάτια.
Ὅταν τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν καὶ πῆγαν στὰ δικά τους σπίτια, σὰν νὰ ἀποσυντονίστηκε
κι αὐτό, δὲν ἤξερε ποῦ νὰ πάει. Τελικὰ διάλεξε τὸ κορίτσι καὶ τὸ ἀκολούθησε
πρῶτα σ’ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα ὅπου χώθηκε καὶ ἐπικράτησε γιὰ τὰ
καλά. Στὴ συνέχεια ἐκείνη μετακόμισε ἀλλοῦ, ὅπου καὶ πάλι ὑπῆρχε
κῆπος.
Ἰούνιος 2016
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀντωνία Πασχαλίδου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο
τῆς Ἀθήνας καὶ Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Μετάφραση στὸ Ἰταλικὸ Ἰνστιτοῦτο
τῆς ἴδιας πόλης. Ἐπίσης Μετάφραση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ διετία
2004-2006. Ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ ὡς μεταφράστρια.
Τακτικὴ συνεργάτις τοῦ ἱστολογίου μας Πλανόδιον - Ἱστορίες Μπονζάι, ἐπιμελήθηκε
τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ἰταλὸ συγγραφέα Λουίτζι Μαλέρμπα.
Ἐκεῖ τὰ δυὸ σπίτια ἔζησαν ἁρμονικά. Τὰ δωμάτια φόρεσαν τὰ καινούργια
δωμάτια καὶ δὲν μιλοῦσαν κι ὁ κῆπος —μεγάλος κι αὐτός— δυσανασχέτησε
λιγάκι μέχρι ποὺ δέχτηκε τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν πολυχρωμία τοῦ παλιοῦ.
Πλήρης σύμπνοια. Ἐκείνη ἦταν πιὰ ἐλεύθερη ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ δικά
της, ἂν καὶ τὴ δυσαρεστοῦσε πότε-πότε τόση γαλήνη. Πέρασε ἀρκετὸ
διάστημα ἔτσι μέχρι ποὺ τὸ παλιὸ σπίτι ἔγινε σχεδὸν ἀόρατο ἢ ἀνύπαρκτο.
Αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ δὲν εἶχε προβλέψει – οὔτε κὰν σκεφτεῖ. Τὴ μελαγχολοῦσε
κι ἔφευγε. Εἶχε τόσο συνηθίσει τὶς μυρωδιὲς ἐκείνου ποὺ τῆς φαινόταν
ἀβάσταχτη αὐτὴ ἡ ἀνυπαρξία.
Τελικά, ἀποφάσισε νὰ τὰ ἐγκαταλείψει καὶ τὰ δυό. Χωρὶς τύψεις. Ἀφοῦ
πῆρε τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα, κλείδωσε καλὰ κι ἔφυγε. Οὔτε κὰν γύρισε
νὰ τὰ κοιτάξει καὶ τὸ κλειδὶ τὸ πέταξε στὸ κοντέινερ μιᾶς παρακάτω οἰκοδομῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου