ΘΕΛΕΙ
ΝΑ ΤΟΝ πληγώσει μὲ μιὰ ἀκατανίκητη μανία. Ὄχι, δὲν τῆς
φτάνει λίγο αἱματάκι, μιὰ γρατσουνιὰ ποὺ θὰ κλείσει σὲ
δυό-τρεῖς μέρες, ὄχι, μὲ τίποτα δὲ θὰ ἦταν εὐχαριστημένη μὲ
κάτι τέτοιο. Θέλει νὰ τὸν σπάσει, νὰ τὸν δεῖ ρημαγμένο νὰ
σέρνεται στὸ laminate πάτωμα τοῦ σαλονιοῦ. Τὴν ἐξοργίζει ποὺ
τὴν κοιτᾶ μ’ αὐτὰ τὰ μάτια. Δὲν θέλει ἄλλο νὰ τὴν ἀκουμπᾶ μ΄
αὐτὰ τὰ χέρια, ὅλο ἔννοια, μ’ αὐτὴ τὴν καρδιά. Φωνάζει πὼς τὸν
βαρέθηκε ἡ ψυχή της, πὼς σκέφτεται τὸν πρώην της (κι ἄς μὴν
εἶναι ἀλήθεια), πὼς εἶναι κακὸς ἐραστής. Ἐσὺ φταῖς ποὺ δὲν
μπορῶ νὰ σ’ ἀγαπῶ, τοῦ λέει. Μὰ τὸν ζηλεύει φρικτά, γιατί
ἐκεῖνος μπορεῖ, καὶ γίνεται ἔξαλλη. Οὐρλιάζει πὼς τὸν
σιχαίνεται, πὼς θὰ χαρεῖ πάρα πολὺ ἂν τὸν ξεφορτωθεῖ, πὼς
προτιμᾶ νὰ πεθάνει μόνη παρὰ νὰ γεράσει μαζί του.
Ὅταν ἔκλεινε τὴν πόρτα,
οὔτε ποὺ γύρισε νὰ κοιτάξει τὰ χαλάσματα. Λίγο ἀργότερα, μιὰ
φρικτὴ σκέψη τὴν ἔκανε νὰ στραβοπατήσει: ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ
ζήσει τὴν ἀπώλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου