Ευχαριστώ την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής των Ελλήνων και την Πρόεδρό της για την πρόσκληση στη σημερινή συνεδρίαση.
Το
θέμα της αναδεικνύει επιτέλους κάτι το οποίο τείνει να υποβαθμιστεί, ίσως και
να λησμονηθεί. Ότι δηλαδή η τραγική καταστροφή του φετινού καλοκαιριού είναι
προεχόντως περιβαλλοντική. Καταστροφή τεράστιου τμήματος του φυσικού κεφαλαίου
της Χώρας, δασών, όχι απλώς δέντρων, τοπίου και γεωργικής γης. Η καταστροφή
αυτή έπληξε οικισμούς και άλλες εγκαταστάσεις και συμπαρέσυρε την τοπική
οικονομία: γεωργία, κτηνοτροφία, ρητινοσυλλογή, μελισσοκομία, μεταποίηση,
τουρισμό κ.λπ.
Ο
περιβαλλοντικός χαρακτήρας της καταστροφής είναι και ο κρίσιμος παράγων που
καθορίζει το περιεχόμενο, τα κριτήρια και ιδίως τα όρια του αποκαταστατικού
εγχειρήματος. Η καμένη φύση δεν είναι πεδίο ελεύθερο από κάθε περιορισμό,
ανοιχτό σε κάθε «δημιουργική» παρέμβαση. Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει για το
αστικό περιβάλλον. Μια πόλη λ.χ. που ισοπεδώθηκε από σεισμό η πυρκαγιά, αφήνει
ίσως κάποια περιθώρια για εκσυγχρονισμό ή διόρθωση λαθών στον πολεοδομικό της
σχεδιασμό. Αυτό δεν ισχύει όμως για τη φύση. Η φύση δεν έχει κάνει λάθη, τα
οικοσυστήματα, τα δάση, τα ρέματα, το φυσικό ανάγλυφο, το τοπίο δεν επιδέχονται
διορθωτικές παρεμβάσεις και επανασχεδιασμό. Χρειάζονται χρόνο, χώρο και ησυχία
για να λειτουργήσουν οι φυσικές διαδικασίες αναγέννησης, υποβοηθούμενες αν,
όπως και όσο χρειάζεται.
Για να αποκατασταθούν τα οικοσυστήματα καθ’ εαυτά χρειάζονται πράγματα λίγο-πολύ απλά. Κήρυξη αναδάσωσης που θα διασφαλίζει ότι τα όριά τους θα παραμείνουν αμετακίνητα στην ίδια θέση, χωρίς λάθη και παραλείψεις, εσκεμμένες και μη. Υποστήριξη της αναδάσωσης από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες σύμφωνα με την δασολογική επιστήμη, ώστε να αποφευχθούν πρόχειρες και αποσπασματικές παρεμβάσεις από μη ειδικούς που θα επιφέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα.