ΓΙΑ
ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΑΥΤΗ δὲν γράφουν οὔτε μιλοῦν φωναχτά. Κι ὅλοι οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν
σ’ αὐτὴν εἶναι ἀποκλεισμένοι, σὰ νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο μαγικὸ κάστρο.
Πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς δρόμους κρέμεται μιὰ ἀπαγορευτικὴ πινακίδα, μὲ
μιὰ ἁπλή, βουβὴ γραμμή. Ὁ ἄνθρωπος ἢ τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ θὰ δοῦν στὸν δρόμο
τους αὐτὴ τὴ γραμμὴ θὰ πρέπει νὰ τὸ στρίβουν. Τούτη τὴ γραμμὴ τὴν τοποθετεῖ
ἐκεῖ ἡ ἐπίγεια ἐξουσία. Σημαίνει: ἀπαγορεύεται τὸ ταξιδεύειν, ἀπαγορεύεται
τὸ ἵπτασθαι, ἀπαγορεύεται τὸ βαδίζειν καὶ ἀπαγορεύεται τὸ ἕρπειν.
Δίπλα στοὺς δρόμους, μέσα στὸ πυκνὸ πευκοδάσος, ἐνεδρεύουν φρουροὶ μὲ
κοντόκανα, πλατύστομα τουφέκια καὶ πιστόλια.
Τριγυρνᾶς μέσα στὸ σιωπηλὸ δάσος, ὁλοένα τριγυρνᾶς καὶ
γυρεύεις τὸν τρόπο νὰ φτάσεις στὴ λίμνη – δὲν θὰ τὸν βρεῖς, καὶ δὲν ὑπάρχει
κανεὶς νὰ ρωτήσεις: ὁ κόσμος τρόμαξε, κανεὶς δὲν συχνάζει σ’ ἐκεῖνο
τὸ δάσος. Καὶ μοναχὰ παίρνοντας στὸ κατόπι τὸν ὑπόκωφο ἦχο ἀπὸ τὸ
κουδουνάκι μιᾶς ἀγελάδας θὰ μπορέσεις νὰ διασχίσεις μὲ δυσκολία τὸ
δάσος, ἀκολουθώντας τὸ μονοπάτι τῶν ζώων, μιὰ ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ,
κάποια βροχερὴ ἡμέρα. Μόλις δεῖς τὴ λίμνη νὰ γυαλίζει, πελώρια, ἀνάμεσα
στοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, πολὺ πρὶν τρέξεις πρὸς τὸ μέρος της, ἤδη τὸ
γνωρίζεις: αὐτὴ τὴ γωνίτσα πάνω στὴ γῆ θὰ τὴν ἀγαπήσεις γιὰ ὅλη σου τὴ
ζωή.