Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΡΙΞΕ τὴν μπατανία
στὴν καρέκλα, ἔβγαλε τὴν τραγιάσκα, τὶς ἀρβύλες καὶ τίναξε τὰ βάτα.
Χούφτωσε μισὸ καρβέλι ψωμί, ἤπιε μονοκοπανιὰ μιὰ ρακὴ κι ἔπεσε
στὸ σοφὰ δίπλα στὸ τζάκι. Ἔγειρε τὸ μπράτσο στὸ πάτωμα κι εἶδα πὼς κουβαλοῦσε
μιὰ καδένα μὲ κλειδὶ στὸν ὕπνο. Ἔβαλε τ’ ἄλλα κλειδιὰ σὲ μιὰ πρόκα
στραβή, μὰ τό ’να τὸ σιγούρεψε στὴν καδένα. Δὲν ἦταν οὔτε μεγαλύτερο
οὔτε μικρότερο, δὲν εἶχε σκάλισμα περίεργο. Κουκουλώθηκα μιὰ κουβέρτα
στὸ σοφὰ δίπλα του κι ἔκανα πὼς διάβαζα, μὰ τὸ ροχαλητὸ μοῦ ’κοβε τὴν
ἀνάσα. Σὰν ξύπνησε, μπῆκε στὴν κάμαρη κι ἐγὼ παραφύλαξα μὴ μὲ δεῖ. Ἔβγαλα
τὶς παντόφλες, τέντωσα τὸ λαιμὸ μπὰς καὶ δῶ ἀπ’ τὸ παράθυρο τῆς πόρτας
ν’ ἀνοίγει μὲ τὸ κλειδὶ κάτι στὴν κάμαρη.
Μὲ
τὸν πατέρα δὲν παίζαμε, οὔτε μ’ ἔβαζε νὰ ὁδηγῶ τὸ τρακτέρ, οὔτε ποτὲ
καβάλησα μιὰ μηχανὴ πού ’χε ἀφημένη στὴν αὐλὴ ἀπ’ ὅταν φύγανε οἱ
Γερμανοὶ οὔτε μὲ μάθαινε στὰ κτήματα. Ὁ πατέρας δὲν μὲ χάιδευε οὔτε
μοῦ ’λεγε ἱστορίες, τὸν πόλεμο δὲν ἤθελε νὰ τὸν θυμᾶται. Δὲν εἶχε
κομπολόι, δαχτυλίδι χοντρὸ στὸ μικρὸ δάχτυλο. Μιὰ μέρα ὁ πατέρας ἀρρώστησε
καὶ πέθανε. Σ’ ἕνα κομμάτι χαρτί, στὴν τσέπη τοῦ γιλέκου, ἔλεγε: «Γιέ
μου, τὸ κλειδὶ τό ’χε κάποτε ἕνας λοχίας Γερμανός. Σὰν ξεψύχαγε μοῦ
τό ’δωσε. Ἔσπασα τὸ κεφάλι μου γιατί, μὰ ἀπάντηση δὲν πῆρα. Στὸ ἑξῆς
φύλαγέ το ἐσύ».
Ἔβαλα
τὸ κλειδὶ στὴν κλειδωνιὰ στὰ συρτάρια τῆς κάμαρης, στὸ μπαοῦλο δίπλα
στὸ σοφὰ καὶ στὸ τενεκεδένιο κουτὶ στὴν παράγκα, στὸ κτῆμα. Τόσος σαματὰς
γιὰ ἕνα κλειδί, ποὺ δὲν κλείδωνε τίποτα, εἶπα. Μόνο μετὰ ἀπὸ χρόνια
φόρεσα κι ἐγὼ τὸ κλειδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου