ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΕ ἦταν
νὰ μὴν πιαστεῖ ἀμέσως. Ὁ Τζὶμ χώθηκε στὸ κούφωμα μιᾶς πόρτας καὶ περίμενε.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ φάνηκε ὅτι οἱ ἀστυνομικοὶ σκόπευαν νὰ συνεχίσουν
νὰ τρέχουν ἴσια μπροστά τους, ἀλλὰ ξαφνικὰ ἄκουσε τὰ βήματά τους νὰ
γυρίζουν πίσω, νὰ στρίβουν σ' ἕνα στενό. Πετάχτηκε ἀμέσως ἔξω μὲ ἀνάλαφρες,
μεγάλες δρασκελιές.
«Μπράβο ρὲ παλικαράκια, πυροβολῆστε!» ψιθύρισε ὁ Τζίμ, ἀλλὰ
ἦταν κιόλας ἐκτὸς πεδίου βολῆς, μὲ τὰ πόδια του νὰ φτερουγίζουν πάνω
ἀπὸ τὰ πέτρινα σκαλοπάτια, στὸ λαβύρινθο τῶν στενῶν σοκακιῶν τῆς
παλιᾶς πόλης. Στὴν παλιὰ βρύση πήδηξε τὸ κάγκελο τῆς σκάλας καὶ βρέθηκε
σὲ μιὰ στοὰ ποὺ γιγάντωνε τὸ θόρυβο τῶν βημάτων του.
Ὅλα τὰ γνωστὰ μέρη ποὺ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ἔπρεπε νὰ ἀποκλειστοῦν:
δὲν μποροῦσε νὰ πάει οὔτε στὴ Λόλα, οὔτε στὴ Νίλντε, οὔτε στὴ Ρενέ.
Τοῦτοι, σὲ λίγο, θὰ ἔφταναν παντοῦ, θὰ χτύπαγαν ὅλες τὶς πόρτες. Ἦταν
μιὰ γλυκιὰ νύχτα, μὲ σύννεφα τόσο φωτεινὰ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες καὶ τὶς
καμάρες ποὺ ἔλεγες πὼς ἦταν μέρα.
Μόλις ξεγλίστρησε στοὺς μεγάλους δρόμους τῆς νέας πόλης, ὁ Μάριο
Ἀλμπανέζι, ὁ ἐπονομαζόμενος Τζὶμ Μπολερό, σταμάτησε γιὰ λίγο νὰ
τρέχει καὶ ἔσπρωξε πίσω ἀπὸ τὰ αὐτιὰ του τὰ μαλλιὰ ποὺ τοῦ εἶχαν πέσει
μπροστὰ στοὺς κροτάφους. Δὲν ἀκουγόταν τίποτα, οὔτε ἕνα βῆμα. Μὲ
προσοχή, ἀλλὰ καὶ ἀποφασιστικότητα, πέρασε στὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ
δρόμου, ἔφτασε στὴν ἐξώπορτα τῆς Ἀρμάντα, ἀνέβηκε τὶς σκάλες. Τέτοια
ὥρα, σίγουρα, δὲ θὰ εἶχε κανένα στὸ σπίτι καὶ θὰ κοιμόταν. Ὁ Τζὶμ
χτύπησε μὲ δύναμη τὴν πόρτα της.
— Ποιὸς εἶναι; ἀκούστηκε ὑστέρα ἀπὸ λίγο μιὰ θυμωμένη ἀντρικὴ
φωνή. Τέτοια ὥρα ὁ κόσμος κοιμᾶται... Ἦταν ὁ Λιλίν.
— Ἄνοιξε μιὰ στιγμὴ Ἀρμάντα, ἐγὼ εἶμαι, ὁ Τζίμ, ἀπάντησε αὐτὸς
μὲ σιγανὴ ἀλλὰ σίγουρη φωνή.
Ἡ Ἀρμάντα στριφογύρισε στὸ κρεβάτι της:
— Ἔλα, Τζίμ, κοῦκλε μου, ἀνοίγω ἀμέσως, ρὲ εἶναι ὁ Τζίμ. Ψάχνει
κοντὰ στὸ κρεβάτι της γιὰ τὸ κουμπὶ πού ἀνοίγει αὐτόματα τὴν πόρτα,
τὸ πατάει.
Ἡ πόρτα ἀνοίγει ὑπάκουη. Ὁ Τζὶμ προχωρεῖ στὸ διάδρομο,
μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες καὶ μπαίνει στὸ δωμάτιο. Τὸ σῶμα τῆς Ἀρμάντα
κάτω ἀπὸ τὰ σεντόνια μοιάζει νὰ πιάνει ὁλόκληρό τὸ κρεβάτι. Στὸ μαξιλάρι,
τὸ ἄβαφτο πρόσωπο, κάτω ἀπὸ τὴ μαύρη φράντζα, δείχνει τὶς σακοῦλες
καὶ τὶς ρυτίδες του. Λίγο πιὸ πέρα, σὰν νὰ ἦταν χωμένος ὁλόκληρος
μέσα σὲ μιὰ πτυχὴ τῆς κουβέρτας, ἦταν ξαπλωμένος ὁ σύζυγος τῆς Λιλίν,
μὲ τὴ μικροκαμωμένη χλωμή του φάτσα, ἕτοιμος νὰ παραδοθεῖ πάλι
στὸν ὕπνο ποὺ τοῦ διακόψανε.
Ὁ Λιλὶν πρέπει νὰ περιμένει νὰ φύγει καὶ ὁ τελευταῖος πελάτης·
γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μπεῖ στὸ κρεβάτι καὶ νὰ βρεῖ διέξοδο στὸν ὕπνο, τὸ
μόνο πράγμα ποὺ τοῦ γεμίζει τὶς τεμπέλικες μέρες του. Δὲν ὑπάρχει
τίποτα στὸν κόσμο ποὺ νὰ ξέρει ἢ νὰ θέλει νὰ κάνει ὁ Λιλίν. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει
νὰ καπνίζει καὶ εἶναι ἥσυχος. Ἡ Ἀρμάντα δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὁ Λιλὶν
τῆς κοστίζει τίποτα σπουδαῖα πράγματα, χώρια ἀπὸ τὰ κουτιὰ τὸν καπνὸ
ποὺ καπνίζει ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Βγαίνει τὸ πρωὶ μὲ τὸ κουτί
του, πάει στὸν παπουτσή, στὸν παλιατζή, στὸν καπνοδοχοκαθαριστή,
τυλίγει τὸ ἕνα τσιγαρόχαρτο μετὰ τὸ ἄλλο, καθισμένος σ' ἐκεῖνα
τὰ σκαμνάκια ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ μαγαζιά, μὲ τὰ μεγάλα σὰν τοῦ κλέφτη
χέρια του ἀκουμπισμένα πάνω στὰ γόνατά του, μὲ ἐκεῖνο τὸ ψόφιο
βλέμμα του, ἀκούγοντας πάντα ὅλο τὸν κόσμο σὰν νά 'ταν χαφιές, χωρὶς
νὰ συμμετέχει σχεδὸν ποτὲ σὲ καμιὰ συζήτηση, παρὰ μόνο μὲ κάποιες
σύντομες φράσεις κι ἐκεῖνα τὰ ἀναπάντεχα στραβομουτσούνικα κίτρινα
χαμόγελά του. Τὸ βράδυ, ὅταν καὶ τὸ τελευταῖο μαγαζὶ κλείσει, πάει
στὸ καπηλειὸ κι ἀδειάζει ἕνα λίτρο, καπνίζει ὅσα τσιγάρα τοῦ ἀπομένουν,
μέχρι νὰ κατεβάσουν κι ἐκεῖ τὰ ρολά. Βγαίνει· ἡ γυναίκα του ἀκόμα
κόβει βόλτες στὸ δρόμο μὲ τὸ ἐφαρμοστὸ φόρεμα καὶ τὰ πρησμένα πόδια
της μέσα στὰ στενὰ γοβάκια. Ὁ Λιλὶν ἐμφανίζεται, τῆς σφυρίζει σιγά,
ψιθυρίζει κάποια φράση γιὰ νὰ τῆς πεῖ πὼς εἶναι ἀργά, νὰ πάει γιὰ ὕπνο.
Ἐκείνη, χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει, πάνω στὸ σκαλὶ τοῦ πεζοδρομίου σὰν
πάνω σὲ σκηνὴ θεάτρου, τὸ στῆθος συμπιεσμένο στὸ σουτιέν, τὸ γέρικο
σῶμα σ' ἐκεῖνο τὸ κοριτσίστικο φορεματάκι, μὲ τὸ νευρικὸ πήγαινε
ἔλα τῆς τσάντας στὸ χέρι, τοὺς κύκλους τῶν τακουνιῶν πάνω στὸ λιθόστρωτο,
τὸ ξαφνικὸ μουρμούρισμα κάποιου τραγουδιοῦ, τοῦ ἀπαντᾶ ὄχι, πὼς ἔχει
ἀκόμα κόσμο στὸ γύρο, πὼς αὐτὸς μπορεῖ καὶ νὰ φύγει, νὰ τὴν περιμένει
στὸ σπίτι. Ἔτσι ἐρωτοτροποῦν κάθε βράδυ.
— Λοιπόν, Τζίμ; ρωτάει ἡ Ἀρμάντα.
Αὐτὸς ἔχει κιόλας βρεῖ τὰ τσιγάρα πάνω στὸ κομοδίνο καὶ ἀνάβει
ἕνα.
— Εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσω ἐδῶ τὴ νύχτα. Ἤδη βγάζει τὸ σακάκι,
λύνει τὴ γραβάτα.
— Ἐντάξει Τζίμ, ἔλα στὸ κρεβάτι. Ἐσύ, Λιλίν, πήγαινε στὸ ντιβάνι,
ἄντε Λιλὶν κοῦκλε, φύγε, ἄσε νὰ ξαπλώσει ὁ Τζίμ.
Ὁ Λιλὶν μένει γιὰ λίγο ἀκίνητος σὰν πέτρα, ὕστερα σηκώνεται
βγάζοντας ἕνα παράπονο χωρὶς λέξεις, ἀφήνει τὸ κρεβάτι, παίρνει
τὸ μαξιλάρι του, μιὰ κουβέρτα, τὸν καπνὸ ἀπὸ τὸ κομοδίνο, τὰ τσιγαρόχαρτα,
τὰ σπίρτα, τὸ τασάκι. — Ἄντε, Λιλὶν κοῦκλε, ἄντε. Προχωρεῖ σκυφτὸς
μὲ ὅλα τὰ συμπράγκαλά του πρὸς τὸν καναπὲ τοῦ διαδρόμου.
Ὁ Τζὶμ ξεντύνεται καπνίζοντας, διπλώνει καλά τὸ παντελόνι
του, τακτοποιεῖ τὸ σακάκι σὲ μιὰ καρέκλα κοντὰ στὸ κρεβάτι, φέρνει
στὸ κομοδίνο τὰ τσιγάρα, τὰ σπίρτα, ἕνα τασάκι, μπαίνει στὸ κρεβάτι.
Ἡ Ἀρμάντα σβήνει τὸ φῶς τοῦ ἀμπαζοὺρ καὶ ἀναστενάζει. Ὁ Τζὶμ καπνίζει.
Ὁ Λιλὶν κοιμᾶται στὸ διάδρομο. Ἡ Ἀρμάντα ἀλλάζει στάση. Ὁ Τζὶμ σβήνει
τὸ τσιγάρο στὸ τασάκι. Κάποιος κτυπᾶ τὴν πόρτα.
Μὲ τὸ ἕνα χέρι του ὁ Τζὶμ ἀγγίζει ἤδη τὸ πιστόλι στὴν τσέπη τοῦ
σακακιοῦ, μὲ τὸ ἄλλο κρατᾶ τὴν Ἀρμάντα ἀπὸ τὸν ἀγκώνα, νὰ εἶναι προσεκτική.
Τὸ χέρι τῆς Ἀρμάντα εἶναι χοντρὸ καὶ μαλθακό· μένουν γιὰ λίγο ἔτσι,
ἀκίνητοι.
— Λιλίν, ρώτα ποιός εἶναι, λέει σιγὰ ἡ Ἀρμάντα. Ὁ Λιλίν, ἀπὸ
τὸ διάδρομο, ξεφυσᾶ.
— Ποιὸς εἶναι; λέει ἄγαρμπα.
— Ἔλα, Ἀρμάντα, ἐγὼ εἶμαι, ὁ Ἄντζελο.
— Ποιὸς Ἄντζελο; κάνει ἐκείνη.
— Ὁ Ἄντζελο ὁ ἀστυνόμος, Ἀρμάντα. Περνοῦσα ἀπὸ ἐδῶ καὶ σκέφτηκα
νὰ ἀνέβω... Μπορεῖς νὰ ἀνοίξεις μιὰ στιγμή;
Ὁ Τζὶμ ἔχει ἤδη βγεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τοὺς κάνει νόημα νὰ σωπάσουν.
Ἀνοίγει μιὰ πόρτα, κοιτάζει στὸν καμπινέ, παίρνει τὴν καρέκλα μὲ τὰ
ροῦχα του καὶ τὴν πάει ἐκεῖ.
— Κανένας δὲ μὲ ἔχει δεῖ. Ξεμπέρδευε μὲ δαῦτον, γρήγορα, λέει
σιγὰ καὶ κλείνεται στὸν καμπινέ.
— Ἔλα Λιλὶν κοῦκλε, ἔλα πάλι στὸ κρεβάτι, ἄντε Λιλίν. Ἡ Ἀρμάντα
ξαπλωμένη διευθύνει τὶς μετακινήσεις.
— Λοιπόν, Ἀρμάντα, θὰ μὲ κάνεις νὰ περιμένω ἀκόμα πολύ; λέει
ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν πόρτα.
Μὲ ὅλο τὸ πάσο του, ὁ Λιλὶν σηκώνει κουβέρτα, μαξιλάρι, καπνό,
σπίρτα, τσιγαρόχαρτα, τασάκι, γυρίζει στὸ κρεβάτι, μπαίνει μέσα
καὶ τραβάει τὸ σεντόνι ὣς τὰ μάτια του. Ἡ Ἀρμάντα πιέζει τὸ κουμπὶ
καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα.
Μπαίνει ὁ Σόντου, μὲ τὸ τσαλακωμένο ὕφος τοῦ γέρου ἀστυνομικοῦ
ποὺ φοράει πολιτικά, τὰ γκρίζα μουστάκια του καλύπτουν τὸ χοντρό
του πρόσωπο.
— Τριγυρίζεις ὣς ἀργά, ἀστυνόμε, λέει ἡ Ἀρμάντα.
— Νά, ἔκανα μιὰ βολτίτσα, λέει ὁ Σόντου, καὶ σκέφτηκα νὰ σοῦ
κάνω μιὰ ἐπίσκεψη.
— Τί ἤθελες;
Ὁ Σόντου ὀρθὸς στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ σκούπιζε μὲ τὸ μαντίλι
του τὸ ἱδρωμένο πρόσωπο.
— Τίποτα, ἔτσι, μιὰ μικρὴ ἐπίσκεψη. Κανένα νέο;
— Τί νέο;
— Μήπως εἶδες κατὰ τύχη τὸν Ἀλμπανέζι;
— Τὸν Τζίμ; Τί σκάρωσε πάλι;
— Τίποτα. Κάτι θέλαμε νὰ τοῦ ζητήσουμε. Τὸν εἶδες;
— Πρὶν τρεῖς μέρες.
— Ὄχι. Τώρα.
— Εἶναι δυὸ ὧρες ποὺ κοιμᾶμαι, ἀστυνόμε. Ἄλλα γιατί ἔρχεσαι
σὲ μένα; Πήγαινε στὶς δικές του: τὴ Ρόζυ, τὴ Νίλντε, τὴ Λόλα...
— Δὲν βγαίνει τίποτα· ὅταν σκαρώνει κάτι τὶς ἀποφεύγει.
— Ἀπὸ ἐδῶ, πάντως, δὲν πέρασε. Ἴσως ἄλλη φορά, ἀστυνόμε.
— Ἔτσι ρώτησα, Ἀρμάντα· δὲ βαριέσαι, χαίρομαι λοιπὸν ποὺ σὲ
εἶδα.
— Καληνύχτα ἀστυνόμε.
— Ἄντε καληνύχτα.
Ὁ Σόντου γύρισε νὰ φύγει ἀλλὰ δὲν ἔφευγε.
— Σκεφτόμουνα, τώρα πιὰ κοντεύει νὰ ξημερώσει καὶ δὲ θὰ κάνω
ἄλλους γύρους. Καὶ δὲ μοῦ κάνει καρδιὰ νὰ γυρίσω σ' ἐκεῖνο τὸ ράντσο.
Ἀφοῦ εἶμαι ἐδῶ, σκεφτόμουνα νὰ μείνω. Τί λὲς Ἀρμάντα;
— Ἀστυνόμε, εἶσαι πάντα τόσο καλός, ἀλλά, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια,
τέτοια ὥρα ἔχω πάψει νὰ δέχομαι. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε, ἀστυνόμε, ὁ
καθένας ἔχει καὶ τὸ δικό του ὡράριο.
— Ἀρμάντα, ἕνα φίλο σὰν κι ἔμενα... Ὁ Σόντου ἔβγαζε κιόλας
τὸ σακάκι του, τὸ πουλόβερ.
— Εἶσαι ἐντάξει τύπος· ἂν βρισκόμασταν, ὅμως, αὔριο βράδυ;
Ὁ Σόντου συνέχισε νὰ γδύνεται: — Καταλαβαίνεις Ἀρμάντα, εἶναι
μόνο μέχρι νὰ ξημερώσει. Λοιπόν, κάνε πιὸ ἐκεῖ.
— Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Λιλὶν θὰ πάει στὸ ντιβάνι· ἄντε, Λιλίν,
ἄντε κοῦκλε μου, πήγαινε ἀπὸ κεῖ.
Ὁ Λιλὶν ἔκανε μιὰ κίνηση τῶν χεριῶν του στὸν ἀέρα, ὑστέρα ἔψαξε
τὸν καπνὸ στὸ τραπεζάκι, σηκώθηκε μουρμουρίζοντας, βγῆκε ἀπὸ τὸ
κρεβάτι σχεδὸν χωρὶς ν' ἀνοίξει τὰ μάτια του, πῆρε τὸ μαξιλάρι, τὴν
κουβέρτα, τὰ τσιγαρόχαρτα, τὰ σπίρτα, «Ἄντε Λιλὶν κοῦκλε μου», βγῆκε
σέρνοντας τὴν κουβέρτα στὸ διάδρομο. Ὁ Σόντου στριφογύριζε ἤδη
μέσα στὰ σεντόνια.
Στὸν καμπινὲ ὁ Τζὶμ κοίταζε ἀπὸ τὸ τζάμι τοῦ παραθυριοῦ τὸν οὐρανὸ
νὰ πρασινίζει. Εἶχε ξεχάσει τὰ τσιγάρα στὸ κομοδίνο, αὐτὸ ἦταν τὸ
δράμα. Καὶ τώρα ὁ ἄλλος εἶχε μπεῖ στὸ κρεβάτι κι αὐτὸς ἔπρεπε νὰ μείνει
κλεισμένος ἐκεῖ μέσα μέχρι τὸ πρωί, ἀνάμεσα στὸν μπιντὲ κι ἐκεῖνα
τὰ κουτιὰ τάλκ, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ καπνίσει. Εἶχε ντυθεῖ χωρὶς νὰ κάνει
θόρυβο, εἶχε χτενιστεῖ στὴν τρίχα κοιτάζοντας τὰ μοῦτρα του στὸν καθρέφτη
τοῦ νιπτήρα, παραμερίζοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀρώματα, τὰ κολλύρια,
τὰ φάρμακα, τὰ ἐντομοκτόνα ποὺ γαρνίριζαν τὴν κονσόλα. Διάβασε
μερικὲς ἐτικέτες στὸ φῶς τοῦ παραθυριοῦ, ἔκλεψε ἕνα κουτὶ καραμέλες
καὶ συνέχισε νὰ ψαχουλεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Δὲν εἶχε νὰ ἀνακαλύψει
πολλὰ πράγματα: ροῦχα μούλιαζαν μέσα στὸ νιπτήρα κι ἄλλα ἦταν ἁπλωμένα.
Βάλθηκε νὰ δοκιμάζει τὶς βρύσες τοῦ μπιντέ· τὸ νερὸ πετάχτηκε κάνοντας
θόρυβο. Κι ἂν ὁ Σόντου ἄκουγε; Στὸ διάολο ὁ Σόντου καὶ ἡ φυλακή! Ὁ
Τζὶμ βαριότανε, γύρισε στὸ νιπτήρα, ἀρωμάτισε τὸ σακάκι του μὲ
κολόνια, ἔβαλε μπριγιαντίνη. Βέβαια, ἂν δὲν τὸν ἔπιαναν σήμερα
σίγουρα θὰ τὸν ἔπιαναν αὔριο, ἀλλὰ θὰ γλίτωνε τουλάχιστον τὸ αὐτόφωρο,
καὶ ἂν ὅλα πήγαιναν καλά, θὰ τὸν ἄφηναν ἀμέσως. Νὰ περιμένει ἐκεῖ,
ἀκόμα δύο καὶ τρεῖς ὧρες χωρὶς τσιγάρα, σ' ἐκεῖνο τὸ σκαμνί... ποιός
θεὸς θὰ τό 'θελε; Ἦταν σίγουρο: θὰ τὸν ἄφηναν ἀμέσως ἐλεύθερο. Ἄνοιξε
ἕνα ντουλάπι: ἔτριξε. Στὸ διάολο καὶ τὸ ντουλάπι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.
Τὰ ροῦχα τῆς Ἀρμάντα ἦταν κρεμασμένα στὴ σειρά. Ὁ Τζὶμ ἔβαλε τὸ πιστόλι
του στὴν τσέπη μιᾶς γούνας. «Θὰ περάσω μετὰ νὰ τὸ πάρω —σκέφτηκε— ἔτσι
κι ἀλλιῶς δὲ θὰ τὴ φορέσει μέχρι νά 'ρθει ὁ χειμώνας». Τράβηξε τὸ χέρι
του ἀπὸ τὴν τσέπη, ἦταν ἄσπρο ἀπὸ τὴ ναφθαλίνη. «Καλύτερα, δὲ θὰ τὸ
φάει ὁ σκόρος», ἀστειεύτηκε. Ἔπλυνε πάλι τὰ χέρια του, κι ἐπειδὴ
σιχαινότανε τὶς πετσέτες τῆς Ἀρμάντα, σκουπίστηκε σ' ἕνα παλτὸ
ποὺ ἦταν κρεμασμένο στὸ ντουλάπι.
Ὁ Σόντου, στὴν κρεβατοκάμαρα, ἄκουσε ἕνα θόρυβο. Ἀκούμπησε
μὲ τὸ χέρι του τὴν Ἀρμάντα. — Τί εἶναι; Ἐκείνη γύρισε πλευρό, πέρασε
τὸ χοντρὸ καὶ μαλθακό της χέρι γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό του: — Τίποτα...
Ποιός θέλεις νὰ εἶναι... Ὁ Σόντου δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ σηκωθεῖ, ἐπειδὴ
ὅμως συνέχιζε ν' ἀκούει κάποιους θορύβους ἀπὸ μέσα, ἄρχισε νὰ
ρωτάει παιγνιδιάρικα: — Τί εἶναι, ἔ;...ἔ, τί εἶναι;
Ὁ Τζὶμ ἄνοιξε τὴν πόρτα. — Ἄντε ἀστυνόμε, μὴν κάνεις τὸ βλάκα,
ἄντε πιάσε με.
Ὁ Σόντου ἅπλωσε ἀμέσως τὸ χέρι του στὸ πιστόλι ποὺ ἦταν κρεμασμένο
στὸ σακάκι, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Ἀρμάντα. — Ποιὸς εἶναι;
— Ὁ Τζὶμ Μπολερό.
— Ψηλὰ τὰ χέρια.
— Εἶμαι ἄοπλος, ἀστυνόμε, μὴν κάνεις βλακεῖες. Παραδίνομαι.
Στεκόταν τώρα κοντὰ στὸ κρεβάτι, μὲ τὸ σακάκι ριγμένο στοὺς ὤμους
καὶ τὰ χέρια ψηλά.
—Ὤ, Τζίμ, ἔκανε ἡ Ἀρμάντα.
— Σὲ μερικὲς μέρες θὰ περάσω πάλι νὰ σὲ βρῶ, Ἄντα, εἶπε ὁ
Τζίμ.
Ὁ Σόντου εἶχε σηκωθεῖ γκρινιάζοντας καὶ ἔβαζε τὸ παντελόνι
του. — Καταραμένη ὑπηρεσία... Δὲν μπορεῖς νὰ κάτσεις ποτὲ ἥσυχος...
Ὁ Τζὶμ πῆρε τὰ τσιγάρα ἀπὸ τὸ κομοδίνο, ἄναψε, ἔβαλε τὸ πακέτο
στὴν τσέπη.
— Δώσ' μου ἕνα τσιγάρο, Τζίμ, εἶπε ἡ Ἀρμάντα ἀνασηκώνοντας
τὸ χαλαρό της στῆθος.
Ὁ Τζὶμ τῆς ἔβαλε ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα, τὸ ἄναψε, βοήθησε τὸ
Σόντου νὰ βάλει τὸ σακάκι του.
— Πᾶμε ἀστυνόμε.
— Τί νὰ γίνει; Θὰ βρεθοῦμε ἄλλη φορὰ Ἀρμάντα, ἔκανε ὁ Σόντου.
— Γειά σου, Ἄντζελο, εἶπε ἐκείνη.
— Γειά σου, Ἀρμάντα, εἶπε πάλι ὁ Σόντου.
— Γειά σου, Τζίμ.
Ἔφυγαν. Στὸ διάδρομο ὁ Λιλὶν κοιμόταν στὴν ἄκρη τοῦ καταταλαιπωρημένου
ντιβανιοῦ. Οὔτε ποὺ κουνήθηκε.
Ἡ Ἀρμάντα κάπνιζε καθισμένη στὸ μεγάλο κρεβάτι· ὕστερα ἔσβησε
τὸ ἀμπαζοὺρ γιατί τώρα πιὰ ἕνα γκρίζο φῶς ἔμπαινε στὸ δωμάτιο.
— Λιλίν, φώναξε. Ἔλα Λιλίν, ἔλα στὸ κρεβάτι, ἄντε Λιλὶν κοῦκλε
μου, ἔλα.
Ὁ Λιλὶν ἤδη μάζευε τὸ μαξιλάρι, τὸ τασάκι.
Πηγή (ΜΕΣΩ ΠΛΑΝΟΔΙΟΥ): Δύσκολοι ἔρωτες (ἐκδ. Ἀστέρι, 1982).Ἴταλο Καλβίνο (Italo Calvino) (Σαντιάγο, Κούβα, 1923-Σιένα, Ἰταλία 1985). Ἐγκαταστάθηκε οἰκογενειακῶς στὴν Ἰταλία. Τὸ 1943 ἐντάσσεται στοὺς παρτιζάνους τῆς ἰταλικῆς αντίστασης. Συνεργάζεται μὲ τὴν L’ Unita, καὶ τὸ περιοδικὸ Botteghe Oscure. Στὸν Γαλλικὸ Μάη τοῦ 1968 γνωρίζει κι ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν Ρεημὸν Κενώ, καὶ ἔρχεται σὲ ἐπαφή μὲ τοὺς Ρολὰν Μπάρτ καὶ Κλώντ Λεβὶ-Στρώς. Τὸ 1981 κερδίζει τὸ γαλλικὸ παράσημο τῆς Λεγεώνας τῆς Τιμῆς. Πρῶτο του βιβλίο: Ὁ διχασμένος ὑποκόμης (1952), ἄλλα βιβλία του: Δύσκολοι ἔρωτες (1970), Ἀόρατες πόλεις (1972), κ.ἄ.Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:Ἀνταῖος Χρυσοστομίδης (Κάιρο, 1952-Ἀθήνα, 2015). Συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος. Μετέφρασε ἔργα τῶν: Ἴταλο Καλβίνο, Ἀντόνιο Ταμπούκι, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Ἀλμπέρτο Μοράβια, Ντάριο Φό, Λεονάρντο Σάσα, Ντίνο Μπουτζάτι κ.ἄ. Ἀπὸ τὸ 2006 ἔως τὸ 2013 ἦταν ὑπεύθυνος μαζὶ μὲ τὴ Μικέλα Χαρτουλάρη τῆς σειρᾶς ντοκιμαντὲρ «Οἱ κεραῖες τῆς ἐποχῆς μας», στὴν ΕΡΤ. Δίδαξε μετάφραση σὲ μεταπτυχιακὰ τμήματα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ στὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ). Τὸ 2003 βραβεύτηκε μὲ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Ξένης Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης.
planodion | 3 Αὐγούστου 2016,
2:35 μ.μ. | Ἐτικέττες: Italo Calvino, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Ιταλικό διήγημα, Λογοτεχνία | Κατηγορίες: Calvino Italo, Ιταλικά, Καθημερινά, Κοινωνικοί κώδικες, Μοναξιά, Περιγραφή, Ρεαλισμός, Χρυσοστομίδης Ανταίος, Χαρακτήρες | URL: http://wp.me/pJQxn-2uN
|
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016
Ἴταλο Καλβίνο :Ἡ περιπέτεια ἑνὸς κακοποιοῦ (L'avventura di un bandito)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου