ΗΤΑΝ
ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ κι ὅλοι εἶχαν φύγει ἀπ’ τὸ καφέ, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν
ἡλικιωμένο ποὺ καθόταν στὴ σκιὰ ποὺ ἔριχναν τὰ φύλλα τοῦ δέντρου
κάτω ἀπ’ τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς. Τὴ μέρα ἀπὸ τὸ δρόμο σηκωνόταν
κουρνιαχτός, ἀλλὰ τὴ νύχτα ἡ δροσιὰ ἔκανε τὸ χῶμα νὰ κατακάθεται,
καὶ στὸν ἡλικιωμένο ἄρεσε νὰ κάθεται ὣς ἀργά, γιατὶ ἦταν κουφὸς καὶ
τώρα τὴ νύχτα ἦταν ἥσυχα κι ἔνιωθε τὴ διαφορά. Μέσα στὸ καφέ, οἱ
δύο σερβιτόροι ἤξεραν ὅτι ὁ ἡλικιωμένος ἦταν λιγάκι
μεθυσμένος, καὶ παρόλο ποὺ ἦταν καλὸς πελάτης ἤξεραν ὅτι ἂν
μεθοῦσε πολὺ θά ’φευγε χωρὶς νὰ πληρώσει, ὁπότε τὸν
παρακολουθοῦσαν.
«Πρὶν μιὰ βδομάδα προσπάθησε ν’ αὐτοκτονήσει» εἶπε ὁ ἕνας
σερβιτόρος.
«Γιατί;»
«Ἦταν ἀπελπισμένος.»
«Γιὰ ποιὸ λόγο;»
«Γιὰ τίποτα»
«Πῶς ξέρεις ὅτι ἦταν γιὰ τίποτα;»
«Ἔχει πολλὰ λεφτά.»
Κάθονταν μαζὶ σ’ ἕνα τραπέζι δίπλα στὸν τοῖχο, κοντὰ στὴν πόρτα
τοῦ καφέ, καὶ κοίταζαν τὴ βεράντα, ὅπου ὅλα τὰ τραπέζια ἦταν ἄδεια
ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο καθόταν ὁ ἡλικιωμένος, στὴ σκιὰ τῶν
φύλλων τοῦ δέντρου ποὺ σείονταν ἁπαλὰ στὸν ἄνεμο. Ἕνα κορίτσι κι
ἕνας στρατιώτης διέσχισαν τὸ δρόμο. Τὸ φανάρι τοῦ δρόμου ἄστραψε
στὸ μεταλλικὸ ἀριθμὸ τοῦ γιακά του. Τὸ κορίτσι εἶχε τὸ κεφάλι του
ἀκάλυπτο κι ἔτρεχε πλάι του.
«Ἡ φρουρὰ θὰ τὸν μαζέψει» εἶπε ὁ ἕνας σερβιτόρος.
«Τί πειράζει ἂν πάρει αὐτὸ ποὺ θέλει;»
«Καλύτερα νὰ φύγει ἀπ’ τὸ δρόμο ἀμέσως. Ἡ φρουρὰ θὰ τὸν
πιάσει. Πέρασαν πρὶν πέντε λεπτά.»
Ὁ ἡλικιωμένος ποὺ καθόταν στὴ σκιὰ ἄρχισε νὰ χτυπᾶ ἐπίμονα
τὸ πιατάκι του μὲ τὸ ποτήρι του. Ὁ νεαρότερος σερβιτόρος πῆγε ὣς
ἐκεῖ.
«Τί θέλεις;»
Ὁ ἡλικιωμένος τὸν κοίταξε. «Ἄλλο ἕνα μπράντι» εἶπε.
«Εἶσαι μεθυσμένος» εἶπε ὁ σερβιτόρος. Ὁ ἡλικιωμένος τὸν
κοίταξε. Ὁ σερβιτόρος ἔφυγε.
«Θὰ μείνει ὅλη νύχτα» εἶπε στὸ συνάδελφό του. «Νυστάζω. Ποτὲ
δὲν ξαπλώνω γιὰ ὕπνο πρὶν τὶς τρεῖς. Καλύτερα νά ’χε αὐτοκτονήσει τὴν
προηγούμενη ἑβδομάδα.»
Ὁ σερβιτόρος πῆρε τὸ μπουκάλι τοῦ μπράντι κι ἄλλο ἕνα
πιατάκι ἀπ’ τὸ ταμεῖο στὸ ἐσωτερικό τοῦ καφὲ καὶ πῆγε στὸ τραπέζι
τοῦ ἡλικιωμένου. Ἄφησε τὸ πιατάκι καὶ γέμισε τὸ ποτήρι μὲ μπράντι
μέχρι πάνω.
«Καλύτερα νά ’χες αὐτοκτονήσει τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα»
εἶπε στὸν κουφό. Ὁ ἡλικιωμένος ἔνευσε μὲ τὸ δάχτυλό του. «Λίγο
ἀκόμα» εἶπε. Ὁ σερβιτόρος ἔριξε κι ἄλλο μπράντι, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ
ποτήρι νὰ ξεχειλίσει καὶ νὰ στάξει ὣς κάτω, ὣς τὸ πιατάκι ποὺ
βρισκόταν στὴν κορυφὴ τῆς στοίβας. «Εὐχαριστῶ» εἶπε ὁ ἡλικιωμένος.
Ὁ σερβιτόρος πῆρε τὸ μπουκάλι καὶ γύρισε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ καφέ.
Ξανακάθισε στὸ τραπέζι μὲ τὸ συνάδελφό του.
«Μέθυσε» εἶπε.
«Κάθε βράδυ μεθάει.»
«Γιατί ἤθελε ν’ αὐτοκτονήσει;»
«Ποῦ νὰ ξέρω.»
«Πῶς τό ’κανε;»
«Κρεμάστηκε μὲ σχοινί.»
«Ποιός τοῦ τό ’κοψε;»
«Ἡ ἀνιψιά του.»
«Γιατί τό ’καναν;»
«Ἀπὸ φόβο γιὰ τὴν ψυχή του.»
«Πόσα λεφτὰ ἔχει;»
«Πολλά.»
«Πρέπει νά ’ναι ὀγδόντα χρονῶν.»
«Τέλος πάντων, θά ’λεγα ὅτι εἶναι ὀγδόντα χρονῶν.»
«Μακάρι νὰ πήγαινε σπίτι του. Δὲν πέφτω ποτὲ γιὰ ὕπνο πρὶν τὶς
τρεῖς. Τί ὥρα εἶν’ αὐτὴ γιὰ νὰ κοιμηθεῖς;»
«Μένει ξάγρυπνος γιατὶ τοῦ ἀρέσει.»
«Εἶναι μόνος του. Ἐγὼ δὲν εἶμαι μόνος μου. Ἔχω γυναίκα ποὺ μὲ
περιμένει στὸ κρεβάτι.»
«Κι αὐτὸς εἶχε κάποτε γυναίκα.»
«Δὲ θὰ τοῦ χρησίμευε σὲ τίποτα πιά.»
«Αὐτὸ δὲν τὸ ξέρεις. Μπορεῖ νὰ ἦταν σὲ καλύτερη κατάσταση ἂν
εἶχε γυναίκα.»
«Τὸν φροντίζει ἡ ἀνιψιά του. Ἐσὺ εἶπες ὅτι τοῦ ’κοψε τὸ
σχοινὶ.»
«Τὸ ξέρω.»
«Δὲ θέλω νὰ γεράσω τόσο. Ἕνας γέρος εἶναι βρώμικο πράγμα.»
«Ὄχι πάντα. Αὐτὸς ὁ γέρος εἶναι καθαρός. Πίνει χωρὶς νὰ χύνει
τὸ ποτήρι. Ἀκόμα κι ἔτσι, μεθυσμένος. Κοίτα τον.»
«Δὲ θέλω νὰ τὸν κοιτάξω. Μακάρι νὰ πήγαινε σπίτι του. Δὲ
σέβεται αὐτοὺς ποὺ δουλεύουν.»
Ὁ ἡλικιωμένος κοίταξε πίσω ἀπ’ τὸ ποτήρι του τὸ χῶρο τῆς
πλατείας, ὕστερα τοὺς σερβιτόρους.
«Ἄλλο ἕνα μπράντι» εἶπε κι ἔδειξε τὸ ποτήρι του. Ὁ σερβιτόρος
ποὺ βιαζόταν πῆγε μέχρι ἐκεῖ.
«Τέλος» εἶπε μιλώντας κοφτά, ἐλλειπτικά, ὅπως κάθε ἠλίθιος
ὅταν μιλᾶ σὲ μεθυσμένους ἢ ἀλλοδαπούς. «Ὄχι ἄλλο ἀπόψε.
Κλείσαμε.»
«Ἄλλο ἕνα» εἶπε ὁ ἡλικιωμένος.
«Ὄχι. Τέλος.» Ὁ σερβιτόρος σκούπισε τὴν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ μὲ
μιὰ πετσέτα καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του.
Ὁ ἡλικιωμένος σηκώθηκε, μέτρησε ἀργὰ τὰ πιατάκια, ἔβγαλε
ἕνα μικρὸ δερμάτινο πορτοφόλι ἀπ’ τὴν τσέπη του καὶ πλήρωσε τὰ
ποτά, ἀφήνοντας μισὴ πεσέτα γιὰ φιλοδώρημα. Ὁ σερβιτόρος τὸν
ἀκολούθησε μὲ τὸ βλέμμα του καθὼς ἔπαιρνε τὸ δρόμο κι
ἀπομακρυνόταν – ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος ἄνδρας ποὺ περπατοῦσε
χωρὶς ἰσορροπία ἀλλὰ μὲ ἀξιοπρέπεια.
«Γιατί δὲν τὸν ἄφησες νὰ μείνει καὶ νὰ πιεῖ;» ρώτησε ὁ
σερβιτόρος ποὺ δὲ βιαζόταν. Ἔκλειναν τὰ ρολά. «Οὔτε δυόμισι δὲν
πῆγε.»
«Θέλω νὰ πάω σπίτι νὰ κοιμηθῶ.»
«Τί σημασία ἔχει μιὰ ὥρα;»
«Μεγαλύτερη σημασία ἔχει γιὰ μένα παρὰ γι’ αὐτόν.»
«Μιὰ ὥρα εἶναι τὸ ἴδιο.»
«Μιλᾶς σὰν νά ’σαι κι ἐσὺ γέρος. Μπορεῖ ν’ ἀγοράσει ἕνα
μπουκάλι καὶ νὰ πιεῖ στὸ σπίτι του.»
«Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο.»
«Ὄχι, δὲν εἶναι» συμφώνησε ὁ παντρεμένος σερβιτόρος. Δὲν
ἤθελε νὰ εἶναι ἄδικος. Ἁπλῶς βιαζόταν.
«Κι ἐσύ; Δὲ φοβᾶσαι νὰ γυρίσεις σπίτι πρὶν τὴ συνηθισμένη
ὥρα;»
«Προσπαθεῖς νὰ μὲ προσβάλεις;»
«Ὄχι, hombre, ἁπλῶς ἀστειεύομαι.»
«Ὄχι» εἶπε ὁ σερβιτόρος ποὺ βιαζόταν, καθὼς σηκωνόταν ἀφοῦ
κατέβασε τὰ μεταλλικὰ ρολά. «Ἔχω αὐτοπεποίθηση. Εἶμαι γεμάτος
αὐτοπεποίθηση.»
«Ἔχεις νιάτα, αὐτοπεποίθηση καὶ δουλειὰ» εἶπε ὁ πιὸ
ἡλικιωμένος σερβιτόρος. «Τὰ ἔχεις ὅλα.»
«Κι ἐσένα τί σοῦ λείπει;»
«Τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ δουλειά.»
«Ἔχεις ὅ,τι κι ἐγώ.»
«Ὄχι. Ποτὲ δὲν εἶχα αὐτοπεποίθηση καὶ δὲν εἶμαι νέος.»
«Ἔλα τώρα. Σταμάτα νὰ λὲς ἀνοησίες καὶ κλείδωσε.»
«Εἶμαι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ μένουν ὣς ἀργὰ στὰ καφέ»
εἶπε ὁ πιὸ ἡλικιωμένος σερβιτόρος. «Μ’ ὅλους ὅσοι δὲ θέλουν νὰ πᾶνε
γιὰ ὕπνο. Μ’ ὅλους ὅσοι χρειάζονται ἕνα φῶς μέσα στὴ νύχτα.»
«Ἐγὼ θέλω νὰ πάω σπίτι καὶ νὰ κοιμηθῶ.»
«Εἴμαστε δυὸ διαφορετικὲς περιπτώσεις» εἶπε ὁ πιὸ
ἡλικιωμένος σερβιτόρος. Ἦταν πιὰ ντυμένος, ἕτοιμος νὰ πάει στὸ
σπίτι του. «Δὲν εἶναι μόνο ζήτημα νιότης καὶ αὐτοπεποίθησης,
παρόλο ποὺ αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ὄμορφα. Κάθε βράδυ διστάζω
νὰ κλείσω γιατὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάποιος ποὺ ἔχει ἀνάγκη τὸ
καφέ.»
«Hombre, ὑπάρχουν bodegas ποὺ μένουν ἀνοιχτὲς ὅλη νύχτα.»
«Δὲν καταλαβαίνεις. Αὐτὸ ἐδῶ εἶν’ ἕνα καθαρὸ κι εὐχάριστο
καφέ. Εἶναι καλὰ φωτισμένο. Τὸ φῶς εἶναι πολὺ καλὸ κι ἐπίσης,
τέτοια ὥρα, ὑπάρχουν οἱ σκιὲς τῶν φύλλων.»
«Καληνύχτα» εἶπε ὁ νεότερος σερβιτόρος.
«Καληνύχτα» εἶπε ὁ ἄλλος. Ἔκλεισε τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς καὶ
συνέχισε τὴ συζήτηση μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀσφαλῶς καὶ τὸ φῶς μετροῦσε,
ἀλλὰ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ εἶναι τὸ μέρος καθαρὸ κι εὐχάριστο. Δὲ
θέλεις μουσική. Ὁπωσδήποτε δὲ θέλεις μουσική. Οὔτε καὶ μπορεῖς νὰ
σταθεῖς μὲ ἀξιοπρέπεια μπροστὰ σ’ ἕνα μπάρ, ἂν καὶ μόνο μπὰρ
προσφέρονται τέτοιες ὧρες. Τί φοβόταν; Δὲν ἦταν φόβος ἢ τρόμος. Ἦταν
ἕνα τίποτα ποὺ τὸ γνώριζε πολὺ καλά. Ὅλα ἦταν ἕνα τίποτα κι ἕνας
ἄνθρωπος ἕνα τίποτα ἐπίσης. Μόνο αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ μόνο ποὺ
χρειαζόταν ἦταν φῶς καὶ μιὰ κάποια καθαριότητα καὶ τάξη.
Ὁρισμένοι ζοῦν μέσα του καὶ ποτὲ δὲν τὸ ἔνιωσαν, ὅμως αὐτὸς ἤξερε
ὅτι ὅλα ἦταν nada y pues nada y nada y pues nada. Nada ἡμῶν, τὸ ἐν nada,
nada τὸ ὄνομά Σου nada ἡ Βασιλεία Σου nada τὸ θέλημά Σου nada ὡς ἐν nada
καὶ ἐπὶ nada. Δὸς ἡμῖν τὸ nada τὸ ἐπιούσιον καὶ nada ἡμῖν τὰ nada ἡμῶν ὡς
καὶ ἡμεῖς nada τὰ nada ἡμῶν καὶ μὴ nada ἡμᾶς εἰς nada ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ
τοῦ nada· pues nada. Χαῖρε nada κεχαριτωμένο, nada μετά Σου.
Χαμογέλασε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ μπάρ, μπροστὰ ἀπὸ μιὰ ἀστραφτερὴ
κι ἀχνιστὴ μηχανὴ τοῦ καφέ.
«Τί θὰ πάρετε;» ρώτησε ὁ μπάρμαν.
«Nada.»
«Otro loco mas» εἶπε ὁ μπάρμαν καὶ στράφηκε ἀλλοῦ.
«Ἕνα ποτηράκι» εἶπε ὁ σερβιτόρος.
Ὁ μπάρμαν τὸν σέρβιρε.
«Τὸ φῶς λάμπει δυνατὰ κι εὐχάριστα, ἀλλὰ τὸ μπὰρ θέλει
γυάλισμα» εἶπε ὁ σερβιτόρος.
Ὁ μπάρμαν τὸν κοίταξε ἀλλὰ δὲν ἀπάντησε. Ἦταν πολὺ ἀργὰ τὴ
νύχτα γιὰ συζήτηση.
«Θέλεις μιὰ copita ἀκόμη;» ρώτησε ὁ μπάρμαν.
«Ὄχι, εὐχαριστῶ» εἶπε ὁ σερβιτόρος καὶ βγῆκε. Δὲν τοῦ ἄρεσαν
τὰ μπὰρ καὶ οἱ bodegas. Ἕνα καθαρό, καλὰ φωτισμένο καφὲ ἦταν κάτι
ἐντελῶς διαφορετικό. Τώρα, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ παραπάνω, θὰ πήγαινε
σπίτι, στὸ δωμάτιό του. Θὰ ξάπλωνε στὸ κρεβάτι του καὶ τελικά, μὲ τὸ
φῶς τῆς ἡμέρας, θὰ τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Ἴσως ἐν τέλει, εἶπε στὸν ἑαυτό
του, νὰ εἶναι μόνο ἀϋπνία. Συμβαίνει σὲ πολλούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου