|
|
ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ τῆς Βαλτιμόρης, ἡ πρέζα ἔδινε κι ἔπαιρνε
στὶς ἀρχὲς τοῦ 2000. Τότε ποὺ μεγάλωνε κι ὁ Ρούφους, ὁ δωδεκάχρονος Ἀφροαμερικανὸς
μὲ τὴν ἀφάνα στὸ κεφάλι. Ντίσκο τὸν φώναζαν οἱ φίλοι του, παρατσούκλι
ποὺ τοῦ εἶχε βγάλει ὁ ἀδερφὸς του ὁ Μάϊκ, κοροϊδεύοντάς τον γιὰ τὸ
μαλλὶ ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ κουρέψει, ἀλλὰ καὶ πικάροντάς τον γιὰ τὴ χὶπ-χὸπ
ποὺ ἄκουγε ὁ ἴδιος. Γενικῶς, τὸν πείραζε τὸν μικρὸ ἀδερφό. Τοῦ ‘λέγε
γιὰ τὸ πουλί του, τοῦ ‘τριβε στὴ μούρη τὰ κορίτσια ποὺ ἔρχονταν στὸ δωμάτιό
του, τὸν ἔστελνε νὰ τοῦ πάρει τσιγάρα. Μά, ὁ Ντίσκο γούσταρε τὸν Μάϊκ.
Τὸ πείραγμα τὸ ἔβλεπε σὰν ἕνα εἶδος ἀγάπης ποὺ τοῦ ἔλειπε κιόλας.
«Πήγαινε, βλαμμένο», ἦταν ἡ ἀγαπημένη του φράση, ὅταν τὸν ἄφηνε τὸ
πρωῒ σχολεῖο μὲ τὸ ἁμάξι. «Καὶ μὴν τὸ σκάσεις. Θὰ σὲ σκοτώσω.» Ὁ ἴδιος
ἔφευγε γιὰ τὸ σιδεράδικο τοῦ Τζίμι καὶ μετὰ στὸ νυχτερινὸ γιὰ νὰ τελειώσει
τὸ λύκειο καὶ νὰ πάει κολέγιο νὰ γίνει μηχανικός. Ὁ Ντίσκο τὸν περίμενε
τὸ βράδυ, κάνοντας πὼς κοιμᾶται μέσα στὰ σκεπάσματα μέχρι νὰ τὸν κοιτάξει
ἀπὸ τὴ χαραμάδα τῆς πόρτας. Τότε μόνο κοιμόταν.