Γιὰ τὴν Ἐλένα
Πονιατόφσκα
ΚΑΝΕΝΑ ἀπ’ ὅσα μαγικὰ διαβήκανε τὴν παιδική
μου ἡλικία δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἐμφάνισή του. Ἔκτοτε, ὅ,τι
κι ἂν συνέλαβα, δὲν κατόρθωσε νὰ φτάσει τὸν ἔξοχο αὐτὸ συνδυασμὸ λεπτότητας
καὶ ἀγριότητας. Τὶς νύχτες ποὺ ἀκολούθησαν —εὐδιάθετος ἀρχικά,
δίχως ὅμως ὑπομονὴ τελικὰ κι ἕτοιμος νὰ βάλω τὰ κλάματα— ἐκλιπαροῦσα
γιὰ τὴν παρουσία του. Ἡ μητέρα μου ἐπαναλάμβανε πὼς μὲ τὸ νὰ ὑποδύομαι
τόσο συχνὰ στὸ παιχνίδι ἐπάνω τοὺς κλέφτες, θὰ ἔφτανα στὸ τέλος νὰ τοὺς
δῶ στὸν ὕπνο μου. Πράγματι, μὲ τὸ ποὺ τελείωναν οἱ διακοπές, ἡ καταδίωξη
καὶ ἡ ἀτιμία, ἡ ὀργὴ καὶ τὸ αἷμα ἐπισκέπτονταν τακτικὰ τὶς νύχτες
μου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη το νὰ πάει κανεὶς στὸν κινηματογράφο δὲν σήμαινε
τίποτε παραπάνω ἀπὸ τὸ νὰ ἀπολαύσει μία καὶ μόνο ταινία, παραλλαγμένη
ἐλαφρῶς ἀπὸ προβολὴ σὲ προβολή: τὸ ἀπαράλλαχτο θέμα συνιστοῦσε
χορηγία τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων ἐνάντια στὰ στρατεύματα τοῦ Ἄξονα.
Μιὰ τριπλῆ βραδινὴ προβολὴ (κατὰ τὴν ὁποία εἴδαμε μὲ ἀνείπωτη ἡδονὴ
ὅλμους νὰ πέφτουν βροχὴ σ’ ἕνα φαντασμαγορικὸ Βερολίνο ὅπου κτίρια,
ὀχήματα, ναοί, ὄψεις καὶ παλάτια χάνονταν μέσα σ’ ἕνα τεράστιο πύρινο
ποτάμι· μεγαλόπνοους ὅρκους ἀγάπης, τὸ ἡμίφως τῶν ἀντιαεροπορικῶν
καταφυγίων σ’ ἕνα Λονδίνο σπασμένων ὀβελίσκων καὶ ψηλῶν κτιρίων
δίχως προσόψεις καὶ τὶς μποῦκλες τῆς Βερόνικας Λέικ νὰ ἀντέχουν ἀτάραχες
τὰ ἰαπωνικὰ θραύσματα ὅση ὥρα μιὰ ὁμάδα πληγωμένων στρατιωτῶν ἐκκένωνε
κάποια βραχονησίδα τοῦ Εἰρηνικοῦ) ὁδήγησε στὸ νὰ μπεῖ τὸ σφύριγμα
ἀπὸ τὶς σφαῖρες τὴ νύχτα στὸ δωμάτιό μου καὶ ἀμέτρητα διαμελισμένα
κορμιὰ καὶ κρανία νοσοκόμων νὰ μὲ ἐκτοξεύσουν τρομαγμένο ν’ ἀναζητήσω
καταφύγιο στὸ δωμάτιο τῶν μεγάλων μου ἀδελφῶν.
Ἔχοντας
συναίσθηση τῶν κινδύνων, ἐπινόησα αὐτοσχέδια παιχνίδια μὲ τὰ ὁποῖα
κανεὶς δὲν διασκέδαζε. Ἀντικατέστησα τὸν συνήθη ἀνταγωνισμὸ μεταξὺ
ἀστυνόμων καὶ κλεφτῶν καὶ τὸν καινούριο, τὸν καθιερωμένο ἀπὸ τὴ χρήση
καὶ τὴ μόδα, μεταξύ των συμμάχων καὶ τῶν Γερμανῶν μὲ τὸν ἀνταγωνισμὸ
μεταξὺ ἄλλων, ἄγριων καὶ ἐξαιρετικὰ ἀσυνήθιστων, πρωταγωνιστῶν.
Παιχνίδια στὰ ὁποῖα οἱ πάνθηρες ἐξαπέλυαν αἰφνιδιαστικὲς ἐπιθέσεις
σὲ κάποιο χωριουδάκι, φρενήρη κυνηγητὰ κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ πάνθηρες
οὔρλιαζαν ἀπὸ τὸν πόνο καὶ ἀπὸ τὴ μανία μὲ τὸ ποὺ παγιδεύονταν ἀπὸ ἀδίστακτους
κυνηγούς, αἱματηρὲς μάχες ἀνάμεσά σε πάνθηρες καὶ κανίβαλους. Οὔτε
αὐτά, ὅμως, οὔτε ἡ συχνότητα μὲ τὴν ὁποία διάβαζα βιβλία μὲ περιπέτειες
στὴ ζούγκλα κατέστησαν δυνατὴ τὴν ἐπανάληψη τοῦ ὁράματος.
Ἡ
εἰκόνα του παρέμεινε σταθερὴ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα τὸ ὁποῖο δὲν
πρέπει νὰ ἦταν καὶ πολὺ μεγάλο. Διαπίστωνα μὲ ἀπάθεια πὼς ἡ φιγούρα
ἐπέστρεφε κάθε φορὰ καὶ πιὸ ἐξασθενημένη, πὼς ἀργοσβήνανε τὰ χαρακτηριστικά
της. Ἡ χειμαρρώδης ροὴ λήθης καὶ ἀνάμνησης ποὺ εἶναι ὁ χρόνος καταλύει
τὴν ἐπιθυμία νὰ σταθεροποιήσει κανεὶς μιὰ γιὰ πάντα στὴ μνήμη του
κάποια αἴσθηση. Ἔνιωθα πότε-πότε ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκούσω
τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο ἡ ἀδεξιότητά μου τὸν εἶχε ἐμποδίσει νὰ μεταδώσει
τὴ νύχτα τῆς ἐμφάνισής του. Τὸ πανέμορφο αὐτὸ καὶ πελώριο ζῶο, ποὺ ἡ
στιλπνὴ σκοτεινιά του συναγωνιζόταν τὴ νύχτα, χάραξε μὲ τὸ ἁρμονικὸ
βῆμα του περιμετρικὰ στὸ ὑπνοδωμάτιο ἕναν κύκλο, κινήθηκε πρὸς τὸ
μέρος μου, ἄνοιξε τὰ σαγόνια του καί, βλέποντας τὸν τρόμο τὸν ὁποῖο
μοῦ προξένησε ἡ κίνηση αὐτή, τὰ ξανάκλεισε θιγμένο. Ἡ ἀποχώρησή
του ὑπῆρξε ἐξίσου νεφελώδης μὲ τὴν ἐμφάνισή του. Γιὰ πολλὲς μέρες δὲν
ἔπαψα νὰ τὰ βάζω μὲ τὴ λιγοψυχία μου. Ἡ μομφὴ ἦταν πὼς μπόρεσα καὶ
φαντάστηκα ὅτι τὸ πανέμορφο αὐτὸ θηρίο ἔχει τὴ διάθεση νὰ μὲ κατασπαράξει.
Τὸ βλέμμα του ἦταν βλέμμα ἀγάπης, παρακλητικό, τὸ ρύγχος του ἔμοιαζε
νὰ ἐπιζητᾶ τὴ θωπεία καὶ τὸ παιχνίδι μᾶλλον παρὰ τὴν ἐπιγεύση τοῦ αἵματος.
Νέες στιγμὲς ἦλθαν καὶ κατέλαβαν τὴ θέση τῶν παλιῶν. Ἄλλα ὄνειρα
ἐξάλειψαν ὅ,τι γιὰ τόσες μέρες ὑπῆρξε τὸ ἀκλόνητό μου πάθος. Τὰ παιχνίδια
μὲ τοὺς πάνθηρες ἔφτασαν νὰ μοῦ φαίνονται ὄχι μόνο χαζὰ ἀλλὰ καὶ ἀκατανόητα
ἐφόσον δὲν θυμόμουν μὲ ἀκρίβεια τὴ γενεσιουργό τους αἰτία. Μπόρεσα
καὶ ἐπέστρεψα στὴν προετοιμασία τῶν μαθημάτων μου, κόπιαζα νὰ καλλιεργήσω
τὸν γραφικό μου χαρακτήρα καὶ νὰ μάθω νὰ δουλεύω μὲ πάθος χρώματα καὶ
γραμμές.
Χρειάστηκαν νὰ μεσολαβήσουν εἴκοσι χρόνια, χρόνια ἀσήμαντα,
εὐτυχισμένα, βάναυσα, ἔντονα, θαμπά, ἄχαρα καὶ εὐοίωνα, ταραγμένα,
ἀπατηλὰ καὶ ζοφερά, ὥσπου νὰ ἔλθει ἡ χτεσινὴ νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία
ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, ὅπως στὰ μισά του ἄγριου ἐκείνου παιδικοῦ ὀνείρου,
ἄκουσα ἐκ νέου το ἀγκομαχητὸ κάποιου ζώου, καθὼς αὐτὸ εἰσέβαλλε
στὸ διπλανὸ δωμάτιο. Τὸ παράλογο τὸ ὁποῖο καβαλικεύει τὸ εἶναι
μας καλπάζει ἐνίοτε τόσο ξέφρενα, ὥστε ἐπιχειροῦμε δειλὰ νὰ προφυλαχθοῦμε
σ’ αὐτὸ τὸ μουχλιασμένο σύνολο ἀπὸ κανόνες μὲ τὸ ὁποῖο παριστάνουμε
ὅτι ρυθμίζουμε τὴν ὕπαρξη, στοὺς κενοὺς αὐτοὺς κανόνες μὲ τοὺς ὁποίους
ἀποπειρώμαστε ν’ ἀναχαιτίσουμε τὴν πτήση τῶν πιὸ βαθιῶν ἐνστίκτων
μας. Ἔτσι, καὶ στὸ ὄνειρο ἀκόμη, ἐπιχείρησα νὰ καταφύγω σὲ κάποια
λογικὴ ἐξήγηση: ὑποστήριξα πὼς τὸν θόρυβο τὸν προκάλεσε ἡ εἴσοδος
μιᾶς γάτας ἡ ὁποία ἐρχόταν συχνὰ-πυκνὰ στὴν κουζίνα γιὰ νὰ τακτοποιήσει
τὰ ἀποφάγια. Ὀνειρεύτηκα ὅτι, ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἐξήγηση αὐτή,
ἔπεφτα ξανὰ γιὰ ὕπνο προτοῦ ξυπνήσω λίγο ἀργότερα καὶ ἀντιληφθῶ σὲ
πλήρη διαύγεια τὴν παρουσία του στὸ πλάι μου. Στεκόταν ἀπέναντι ἀπὸ
τὸ κρεβάτι καὶ μὲ παρατηροῦσε ὅλος χαρά. Μέσα στὸ ὄνειρο μπόρεσα νὰ
ἀνακαλέσω στὴ μνήμη μου τὸ προγενέστερο ὅραμα. Τὰ χρόνια ποὺ μεσολάβησαν
εἶχαν κατορθώσει ἁπλῶς νὰ μεταβάλουν μερικῶς τὸ σκηνικό. Δὲν ὑπῆρχαν
πιὰ τὰ βαριά, σκουρόχρωμα, ξύλινα ἔπιπλα, οὔτε κι ὁ πολυέλαιος πάνω
ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου· οἱ τοῖχοι ἦταν ἀλλιώτικοι, μόνο ἡ προσμονή μου
καὶ ὁ πάνθηρας δὲν εἶχαν μεταβληθεῖ: λὲς καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ νύχτα ἴσαμε τὴν
ἄλλη δὲν εἶχαν μεσολαβήσει παρὰ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα. Μὲ διαπέρασε
ἕνα αἴσθημα χαρᾶς, ἀναμεμειγμένο μ’ ἕναν ἤπιο φόβο. Ἔφερα στὴ μνήμη
μου μὲ κάθε λεπτομέρεια τὰ συμβάντα τῆς πρώτης ἐπίσκεψης, προσηλωμένος
καὶ ἀνήσυχος, ἐν ἀναμονὴ τοῦ μηνύματός του.
Καμιὰ βιασύνη δὲν κατέλαβε τὸ ζῶο. Ἔφτασε βολτάροντας μπροστά
μου μὲ βῆμα τεμπέλικο, διαγράφοντας μικροὺς κύκλους· ὕστερα, πλησίασε
τὸ τζάκι μ’ ἕναν γενναῖο πῆδο, ἀνάδευσε μὲ τὰ μπροστινά του πόδια τὶς
στάχτες καὶ ἐπέστρεψε στὸ κέντρο τοῦ δωματίου· μὲ κοίταξε ἐπίμονα,
ἄνοιξε τὰ σαγόνια του καὶ ἀποφάσισε ἐντέλει νὰ μιλήσει.
Ὅλα
ὅσα θὰ μποροῦσα νὰ πῶ γύρω ἀπὸ τὴν εὐτυχία ποὺ βίωσα ἐκείνη τὴ στιγμὴ
θὰ τὴν ἔκαναν ἁπλῶς νὰ φανεῖ φτωχότερη. Τὸ πεπρωμένο μου ἀποκαλυπτόταν
πεντακάθαρα στὰ λόγια τῆς σκοτεινῆς αὐτῆς θεότητας. Ἡ εὐφροσύνη τὴν
ὁποία αἰσθάνθηκα προσέγγισε μιὰ τελειότητα ἀβάσταχτη. Ἀδύνατο
νὰ τὴ συγκρίνω μὲ τὸ ὁτιδήποτε. Τίποτε, οὔτε καν κάποια ἀπὸ κεῖνες
τὶς φευγαλέες, ἐφήμερες στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες βιώνοντας τὴν εὐτυχία
διαισθανόμαστε τὴν αἰωνιότητα, δὲν μοῦ προξένησε τὴν αἴσθηση ποὺ
κατόρθωσε νὰ μοῦ προξενήσει τὸ μήνυμα αὐτό.
Ξύπνησα λόγῳ τῆς ἔντονης συγκίνησης, τὸ ὅραμα ἐξαφανίστηκε·
μολοντοῦτο, ἐπέζησαν, λὲς καὶ εἶχαν χαραχτεῖ πάνω σε μέταλλο, τὰ
προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια τὰ ὁποῖα κατέγραψα ἀμέσως σὲ μιὰ κόλλα χαρτὶ
ποὺ βρέθηκε ἐπάνω στὸ γραφεῖο. Ἐπιστρέφοντας στὸ κρεβάτι, μισοκοιμισμένος,
δὲν μποροῦσα νὰ μὴν ἀναγνωρίσω πὼς κάποιο αἴνιγμα, τὸ ἀληθινὸ αἴνιγμα,
εἶχε μόλις ἀποκρυπτογραφηθεῖ, καὶ πὼς τὰ ἐμπόδια τα ὁποῖα εἶχαν μετατρέψει
τὶς μέρες μου σὲ χρόνο δίχως ὁρίζοντες καταρρίπτονταν ἡττημένα.
Χτύπησε τὸ ξυπνητήρι. Κοίταξα μὲ ἀγαλλίαση τὸ χαρτὶ ἐπάνω
στὸ ὁποῖο ἦταν χαραγμένες οἱ δώδεκα αὐτὲς διαφωτιστικὲς λέξεις.
Τὸ νὰ δώσω ἕναν πῆδο καὶ νὰ τὶς διαβάσω ἦταν ὅ,τι εὐκολότερο μποροῦσα
νὰ κάνω. Μοῦ φάνηκε πὼς μιὰ τέτοια ἀμεσότητα δὲν συνάδει πρὸς τὴ σοβαρότητα
τῆς περίστασης. Ἀντὶ νὰ ὑποκύψω στὴν ἐπιθυμία, κατευθύνθηκα πρὸς
τὸ μπάνιο· ντύθηκα ἀργὰ καὶ προσεχτικά, ἐσκεμμένα φειδωλός· ἤπια ἕνα
φλιτζάνι καφὲ κι ὕστερα, τρεμουλιάζοντας ἀπὸ ἕναν ἤπιο φόβο, ἔτρεξα
νὰ διαβάσω τὸ μήνυμα.
Εἴκοσι χρόνια ἄργησε ὁ πάνθηρας νὰ ἐπανεμφανιστεῖ. Θὰ ὑπάρχει
κάποιος λόγος γιὰ τὴν κατάπληξη ποὺ μοῦ προξένησε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις.
Τὰ συμπαρομαρτοῦντα τοῦ ὀνείρου δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδοθοῦν σὲ ἁπλὲς
συμπτώσεις. Ὄχι· κάτι στὸ βλέμμα του, κάτι στὴ φωνή του ἰδίως, ἄφηνε
νὰ ἐννοηθεῖ πὼς δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο ἡ εἰκόνα κάποιου ζώου ἀλλὰ ἡ
δυνατότητα σύνδεσης μὲ κάποια δύναμη καὶ εὐφυΐα πέρα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα.
Καὶ ὀφείλω, ἀναμφίβολα, νὰ ὁμολογήσω ὅτι οἱ λέξεις τὶς ὁποῖες εἶχα
καταγράψει δὲν ἦταν παρὰ μιὰ τυχαία ἀπαρίθμηση ἀνώδυνων οὐσιαστικῶν
τὰ ὁποῖα δὲν ἔβγαζαν κανένα νόημα. Ἀναρωτήθηκα πρὸς στιγμὴν μήπως
εἶμαι παράφρων. Ἐπιχείρησα ἐκ νέου νὰ τὰ διαβάσω προσεχτικά, ν’ ἀλλάξω
τὴ σειρὰ τῶν λέξεων, σὰν νὰ προσπαθῶ νὰ ταιριάξω τὰ κομμάτια κάποιου
πάζλ. Ἕνωσα ὅλες τὶς λέξεις κι ἔφτιαξα μία καὶ μοναδική, πάρα πολὺ
μεγάλη· μελέτησα μία-μία χωριστὰ ὅλες τὶς συλλαβές. Ἀφιέρωσα μερόνυχτα
σὲ ἐνδελεχεῖς καὶ ἄγονους φιλολογικοὺς συνδυασμούς. Δὲν κατόρθωσα
νὰ διαλευκάνω τίποτε· μόλις καὶ μετὰ βίας τὴ βεβαιότητα πὼς τὰ
κρυμμένα σύμβολα ἔχουν διαβρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια εὐήθεια, τὸ ἴδιο χάος,
τὴν ἴδια ἀσυναρτησία τὴν ὁποία ὑφίστανται τὰ καθημερινά.
Ἐντούτοις,
τὸ πιστεύω πὼς μιὰ μέρα ὁ πάνθηρας θὰ ἐπιστρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου