|
ΗΤΑΝ Σάββατο μεσημέρι. Εἶχε κάνει μιὰ βολτίτσα
στὴ λαϊκή, δὲν πῆρε πολλά, λίγες σαλάτες μόνο κι ἕναν ἀνανὰ ποὺ τοῦ ἄρεσε.
Δὲν τὸν πείραζε νὰ μαγειρεύει γιὰ ἕναν, ἔλεγε πάντα πὼς δὲ θὰ τὸ βάλει
κάτω· θὰ μαγείρευε πεισματικὰ μέχρι τότε ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ στέκεται
ὄρθιος. Ἔριξε λίγο νεράκι στὶς γλάστρες στὸ μπαλκόνι καὶ ἄφησε τὸ
βλέμμα του νὰ χυθεῖ στὸ δρόμο, σὰν σκυλὶ ποὺ βγῆκε γιὰ σεργιάνι. Τὸν εἶχε
ἐνοχλήσει πολὺ ἐκείνη ἡ εὐγενικὴ κίνηση ποὺ ἔκανε ἡ κοπέλα στὸ
τραῖνο, νὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ καθίσει ὁ ἴδιος. Δὲν ἔβγαζε καλύτερα ἕνα
περίστροφο νὰ τὸν ἐκτελέσει; «Καθίστε» τοῦ εἶπε χαμηλόφωνα καὶ μειδίασε
μ’ ἐκεῖνο τὸ ὕφος ποὺ παίρνουν τὰ καλὰ παιδιὰ ὅταν κάνουν τὸ σωστὸ καὶ
τὸ πρέπον. Μὰ ἦταν πρέπον; Στὸν ἴδιο εἶχε μιλήσει; Κοίταξε ὁλόγυρά
του, ἄλλος μεγάλος ὄρθιος κανείς. Μιὰ παρέα ἀπὸ κάτι μπαρμπάδες καθισμένους
δίπλα τὸν ἄρχισαν στὴν καζούρα. «Ἔλα, ἡ πρώτη φορὰ εἶναι δύσκολη», εἶπαν
καταπίνοντας τὰ γέλια τους λαίμαργα γιὰ νὰ τοῦ ποῦν κι ἄλλα. «Καλῶς ἦρθες
καημένε!» κακάρισαν κι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν τὸ συμβὰν δυνατὰ ἔτσι
ποὺ νὰ τὸ μάθουν ὅλοι πὼς μιὰ
νεαρὴ σηκώθηκε γιὰ νὰ καθίσει ἐτοῦτος ἐδῶ ποὺ νομίζει ἀκόμα πὼς εἶναι
ἀετόπουλο. Σπρώχτηκε ὣς τὴν πόρτα δῆθεν ἀγέρωχα, ἂν καὶ
μέσα του ὁ κεραυνὸς κατάκαιγε τὸν τόπο. Τόσο μεγάλος ἔδειχνε δηλαδή;
Μέχρι προχθὲς θὰ κορτάριζε μιὰ κοπέλα —ἄντε, λίγο σιτεμένη— ξέρεις,
ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ βλέμματα ποὺ ἀφηρημένα ἀγγίζονται μέσα στὸ τραῖνο ἢ
στὸ ἀσανσέρ. Θὰ ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ δώσει προτεραιότητα σὲ κάποιο
θηλυκό, θὰ ἔπινε τὸν καφέ του γραβατωμένος στὴν πλατεία. Τόση κακία,
οἱ παλιόγεροι, ἔλα κάθισε τοῦ φώναζαν, μὴν ντρέπεσαι, τώρα εἶσαι ἕνας
ἀπὸ μᾶς.
Εἶχε βρεῖ στὴ λαϊκὴ πινέλο καὶ κουπάκι ποὺ ἀνακατεύουν τὶς βαφές,
ὄχι πὼς τὸ ἔψαξε, ἔπεσε πάνω τὸ μάτι του τυχαῖα. «Φέρε ἕνα γιὰ τὴν
κυρὰ νὰ μὴν γκρινιάζει!» ἔγνεψε στὸ γύφτο ποὺ ἔστρωνε τὴν πραμάτεια ἀδιάφορα.
Τό ’χωσε στὴ σακούλα μὲ τὰ μαρούλια καὶ τώρα τὸ εἶχε μπροστά του στὸ
μπάνιο ἑτοιμοπόλεμο διαβάζοντας προσεχτικὰ τὶς ὁδηγίες τῆς βαφῆς.
Προσπάθησε νὰ χωρίσει τὶς τοῦφες μία-μία καὶ πολὺ προσεχτικὰ μὲ μιὰ
ἐβένινη γλυψιὰ τοῦ πινέλου ἔφτιαξε ἕναν μαῦρο διάδρομο στὴν γκρίζα
κοιλάδα τοῦ κεφαλιοῦ. Καὶ μετὰ κι ἄλλη, κι ἄλλη. Καὶ σὰν πῆρε φόρα τὸ
πινέλο, πῆγε κι ἦρθε πολλὲς φορὲς στὸ κεφάλι, ἀσταμάτητα – σὰν νεοσσὸς
ποὺ ἀνακάλυψε τὸ πρῶτο του πέταγμα· χάραξε χωρίστρες χαρτογραφώντας
ὅλη τὴν ἀνεξερεύνητη περιοχὴ τοῦ κεφαλιοῦ, βούτηξε ὑπόκωφα μέχρι
τὰ ἄδυτα τῆς ἀρσενικῆς καρδιᾶς ποὺ ἐκλιπαροῦσε γιὰ λίγη νιότη ἀκόμα
καὶ ποὺ ζητοῦσε νὰ παλέψει μὲ τὴν ἀράχνη ἐκείνη ποὺ περίμενε τὸ θύμα
μὲ τὰ γκριζαρισμένα μαλλιὰ νὰ θρηνήσει εὐλαβικὰ τὸν ἀνδρισμό του πέφτοντας
νομοτελειακὰ στὸν ἱστὸ τοῦ γήρατος. Κι ἀφοῦ ἡ βαφὴ ἁπλώθηκε ἡρωικὰ
καὶ ὁ νιπτήρας μοιραῖα πασαλείφθηκε σὰν πεδίο μάχης, κοίταξε τὸ εἴδωλό
του στὸν καθρέφτη καὶ τὸ ἠθικό του ἀναπτερώθηκε γιὰ δυὸ στιγμές.
Ναί, ἡ νιότη μπορεῖ νὰ εἶχε φύγει, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ τὸ φθινόπωρο πρὶν
τὸ χειμώνα, ἀγαπητοί. Ἔμεινε μπροστὰ στὸν καθρέφτη ὅλη τὴν ὥρα τῆς ἀναγραφόμενης
στὸ κουτὶ ἀναμονῆς, νὰ διορθώνει μὲ τὴ χτένα σχολαστικὰ τὶς τοῦφες
στὶς μικρὲς χαράδρες τοῦ κεφαλιοῦ ποὺ ὀλίσθαιναν στὰ γκρέμια τῶν κροτάφων
καὶ κοίταζε ἐπίμονα τ’ αὐλάκια στὸ πρόσωπο ποὺ ἔδειχναν σκαμμένα ἀπὸ
ὁρμητικοὺς χείμαρρους. Δὲν
πειράζει σκέφτηκε οἱ
ρυτίδες εἶναι γοητεία κι ἔπειτα ἔπαιξε ἁπαλὰ τὸ διπλοσάγονο
σὰν νὰ δοκίμαζε χορδὴ ἀπὸ κοντραμπάσο.
Καλὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα, σκοῦρο καὶ γυαλιστερό, ἐλαφρῶς μελιτζανὶ
καὶ μὲ ἐξαίρεση τὴ γραμμὴ ποὺ θύμιζε κράνος στὸ μέτωπο, ἔδειχνε σχετικὰ
φυσικὸ καὶ ἐξυπηρετοῦσε τὸ ἀρχικὸ ζητούμενο: ἔκοβε χρόνια. Χρόνια
ποὺ δὲν τὰ λυπήθηκε νὰ τὰ θυσιάσει μονομιᾶς στὸν αἰμοδιψῆ βωμὸ τῆς
νιότης, δικά του χρόνια καὶ κανενὸς ἄλλου, στιγμὲς καὶ ἀναμνήσεις ποὺ
συνέθεταν τὴ ζωή του· δὲν
πειράζει εἶπε δυνατὰ στὸν καθρέφτη σὰν νὰ λογοδοτοῦσε, στὸ συρτάρι ἂς μποῦνε γιὰ λίγο
κι ἔπειτα θὰ τὶς ξεθάψω πάλι. Σὲ ἕνα δεύτερο γύρο ἡ ἀνελέητη
μπογιὰ πέρασε πάνω ἀπὸ τὸ μουστάκι καὶ τὰ φρύδια ἐξαφανίζοντας κάθε
γκρίζο ἴχνος κι ἔμεινε τώρα σίγουρα μιὰ δεκαετία ξανανιωμένος νὰ
ψαλιδίζει τὶς τρίχες ἀπὸ τὴ μύτη καὶ τὰ αὐτιά, ἕτοιμος νὰ ξαναβγεῖ
στὸν κόσμο, τώρα ποὺ ὁ ἥλιος ἔδυε, ἔχοντας νικήσει τὴν ντροπὴ καὶ κατατροπώσει
τὸ γῆρας. Κι ἔτσι περήφανος, μὲ τὴ γραβάτα του σφιχτοδεμένη στὰ ὑψίπεδα
ἑνὸς χαλαρωμένου λαιμοῦ ποὺ ἔτρεμε χυλωμένος σὲ κάθε ἀποφασιστικὸ
βῆμα, βγῆκε τὴ σαββατιάτικη βόλτα, περνώντας ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ καφενεῖα τῆς πλατείας μὲ τὸ μαῦρο σημάδι σύριζα στὸ μέτωπο σὰν
λαβωματιὰ σκληροῦ πολέμου, περπατοῦσε δίπλα στὰ τραπέζια τῶν μαγαζιῶν
κορδωμένος κι ἀνυποψίαστος γιὰ τοὺς ψιθύρους ποὺ τιτίβιζαν πνιχτὰ
χάχανα γιὰ νὰ περάσουν τὴν ὥρα τους, «ὁ βαψομαλλιᾶς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου