ΜΕ ΤΑ ΠΕΝΙΧΡΑ οἰκονομικὰ τῆς οἰκογένειας δὲ θὰ
μποροῦσε νὰ ὑπάρξει καλύτερο δῶρο γενεθλίων γιὰ τὴ Μάρα. Τῆς εἶχαν
ξεκαθαρίσει οἱ γονεῖς της πὼς δὲ θὰ τῆς ἐπέτρεπαν νὰ βάψει τὰ νύχια
της προτοῦ κλείσει τὰ δεκαπέντε. Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ εἶχε ἐπιτέλους φτάσει.
Ἦταν ἡ μόνη στὴν τάξη της ποὺ δὲν τὴν ἄφηναν οἱ δικοί της, καὶ ἦταν αὐτὸ
ποὺ τὴν ἐνοχλοῦσε περισσότερο.
Θὰ τὰ ἔβαφε μαῦρα κι ἂς μὴ συμφωνοῦσε ὁ πατέρας της. «Δὲ θὰ μοῦ
γίνεις ἐμένα σατανίστρια, φρικιό. Βάψ’ τα ρόζ, μπλέ, τόσα χρώματα ὑπάρχουν.
Ἀλλὰ μαῦρα ποτέ!»
Δὲν εἶχε καμία ἰδιαίτερη προτίμηση στὸ συγκεριμένο χρῶμα, εἶναι
ἡ ἀλήθεια, αὐτὸ ὅμως δὲ σήμαινε πὼς ἔπρεπε νὰ τοῦ κάνει καὶ τὸ χατίρι.
Ἡ Σόνια, ἡ μανικιουρίστρια τῆς μάνας της, μάταια προσπάθησε νὰ τὴ
μεταπείσει. Μιὰ κλαίγοντας, μιὰ φωνάζοντας καὶ ἀπειλώντας τὴν ἀνάγκασε
νὰ ὑποχωρήσει. «Θὰ θυμώσει πολὺ ὁ πατέρας σου μόλις τὰ δεῖ, καὶ τὸ ξέρεις!»
«Δὲ μὲ νοιάζει» τῆς τὸ ξέκοψε μιὰ καὶ καλὴ ἡ μικρή. «Αὐτὸ εἶναι τὸ
δῶρο μου καὶ δὲ θὰ μοῦ τὸ βγάλουν ξινό…»
Μὲ ὅλα τα σύνεργα ἁπλωμένα στὸ τραπέζι τοῦ καθιστικοῦ ἡ μανικιουρίστρια
φρόντιζε σιωπηλὰ τὰ δάχτυλα τῆς Μάρας, ἐνῶ ἐκείνη μὲ τὸ ἐλεύθερο
χέρι της σκρολάριζε πάνω-κάτω στὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ της. Βιαζόταν
νὰ στείλει φωτογραφία τὰ νύχια της στὴν ὁμάδα στὸ viber κι ἐπιτέλους
νὰ γίνει καὶ κείνη ἰσότιμο μέλος της. Ποῦ καὶ ποῦ ἔκανε καὶ καμιὰ τσιχλόφουσκα.
Κάποια στιγμὴ ἐμφανίστηκε ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα ὁ πατέρας της. Ἔγνεψε
βαριεστημένα στὴ Σόνια καὶ πῆγε στὴν κουζίνα γιὰ νὰ φτιάξει καφέ. «Δὲν
ἦρθε ἀκόμα ἡ μάνα σου;» ρώτησε τὴ μικρή.
«Θὰ κάτσει ὑπερωρία, μπαμπά. Πρὶν ἀπὸ λίγο μοῦ ἔστειλε SMS.» Μοῦ
εἶπε πὼς δὲ θ’ ἀργήσει καὶ νὰ τὴν περιμένουμε νὰ κόψουμε τὴν τούρτα
μου.»
Ἐκείνη
τὴ στιγμὴ τελείωσε καὶ τὸ βάψιμο τῶν νυχιῶν. Ἡ μικρὴ ἐνθουσιασμένη
κοιτοῦσε καὶ ξανακοιτοῦσε τὰ χέρια της. Φορώντας μὲ τὰ πρῶτα κρύα τα
κομμένα γάντια της, θὰ ἔφτιαχνε ἕνα πολὺ ὡραῖο στιλάκι. Σίγουρα θὰ
ταίριαζε κι ἕνα κρικάκι στὴ μύτη, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένει
πολὺ ἀκόμα. Ἡ μανικιουρίστρια, πάντοτε σιωπηλή, μάζευε τὰ πράγματά
της ρίχνοντας κλεφτὲς ματιὲς στὸν πατέρα. Μόλις ἐκεῖνος ἐμφανίστηκε
μὲ τὸν καφὲ στὸ χέρι του, τοῦ χαμογέλασε σβηστὰ καὶ ἔσπευσε νὰ κλείσει
τὸ φερμουὰρ τῆς τσάντας της. Ἐκεῖνος ἄναψε τσιγάρο καὶ θρονιάστηκε
στὸν γωνιακὸ καναπὲ ἁρπάζοντας τὸ κινητό του. Ἡ Μάρα πέρασε ἀπὸ
μπροστά του καὶ τὸ βλέμμα του καρφώθηκε στὰ νύχια της.
«Τί εἶναι αὐτὸ ρέ; Δὲν σοῦ εἶπα ὄχι μαῦρα;»
«Μά, μπαμπά, ἕνα χρῶμα εἶναι κι αὐτό. Τί σὲ πειράζει τόσο;»
«Ἴδια ἡ μάνα σου εἶσαι! Κι ἐκεινῆς ἄλλα τῆς λέω κι ἄλλα κάνει… Ἀλλὰ
ξέρω τί θέλετε καὶ οἱ δύο. Νὰ σᾶς ἀφήσω ἀμανάτι καὶ νὰ φύγω…»
«Καὶ νὰ πᾶς μαζί της; Λὲς νὰ μὴν ἔχω καταλάβει;» ἔριξε τὴ βόμβα
της ἡ μικρὴ δείχνοντας μὲ τὸ βλέμμα τὴν ἐμβρόντητη Σόνια.
Τὸ ξαφνικὸ χαστούκι τὴν ἔκανε νὰ χάσει τὴν ἰσορροπία της...
Ἀπὸ
τότε τὰ νύχια της εἶναι πάντοτε μαῦρα, καθὼς καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα
της πίσω ἀπὸ τὸ ἀναπηρικὸ καροτσάκι.
ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ὁ Ζάκκας Ἀλέξανδρος (1969) ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε Θεολογία
στὸ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς ἰδιωτικὸς
ὑπάλληλος σὲ ἑταιρεία κινητῆς τηλεφωνίας. Ἔχει γράψει 2 μυθιστορήματα,
ἀνέκδοτα ὣς τώρα. Τοῦ ἀρέσει ἡ ποίηση, ἐκτιμᾶ τὸ χιοῦμορ καὶ τὴν καλὴ
συντροφιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου