Ούρλιαζαν
τα σκυλιά μας, περασμένα μεσάνυχτα, και δεν μας κόλλαγε ο ύπνος. «Τώρα περνάει
ο λύκος» έλεγε ο πατέρας. Η λάμπα πετρελαίου έκαιγε κρεμασμένη μπροστά στο
τζάκι και το καντήλι κρεμασμένο κι αυτό,κάτω από το τζάκι όμως, γιατί καπνίζει.
Το χιόνι έξω μισό μέτρο, παγωμένο. Η αχνή αντιφεγγιά του φεγγαριού τα έκανε όλα
περίεργα, σαν βάζαμε το κεφάλι μας στο παραθύρι να κοιτάξουμε,να δούμε τι
συμβαίνει. Η αναστάτωση, ανακατεμένη περιέργεια με φόβο, ο παιδικός ο φόβος.
Πόσα δεν περνούσαν από το παιδικό μυαλό, αν και είχαμε σκληραγωγηθεί και
ατσαλωθεί με τον τρόπο ζωής που κάναμε εκεί στην ερημιά.
Το
σπίτι μας ήταν μια ώρα περίπου μακριά απέναντι από το χωριό, κοντά στα τρία
χιλιόμετρα, μονοπάτι. Ήμασταν καταγεγραμμένοι ως «εξοχίτες» και το πιο κοντινό
σπίτι ήταν στα πεντακόσια μέτρα.Αγροτοκτηνοτροφική οικογένεια με ιδιοπαραγωγή για
ιδιοκατανάλωση και αυτάρκεια με ελάχιστο εμπόριο. Να πουλήσουμε κανένα ζωντανό
στο χασάπη για να πάρουμε τα απαραίτητα σε ρούχα, λάδι, αλάτι, ζάχαρη, φάρμακα
και ό,τι δεν παρήγαγε το δικό μας οικονομικό μοντέλο. Κάναμε και ανταλλακτικό
εμπόριο. Δίναμε κάστανα και καρύδια στον Κλειτσό και παίρναμε πατάτες ή μαλλιά
και παίρναμε κουβέρτες.