Δύο είναι οι βασικές πτυχές της νέας ποιητικής σοδειάς της Ηρώς Νικοπούλου. Η μία, γνωστή και από προηγούμενες συλλογές της, είναι η εικαστική διάθεση και τάση, η εμφανής ροπή της στη λεκτική εξεικόνιση σκηνών και σκηνικών, τοπίων και τόπων που εναποτίθενται στο ποίημα σαν εικόνες σε καμβά. Αυτό βεβαίως δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί μόνο πάνω στη βάση του προϋπάρχοντος και εκδηλωμένου και στην τέχνη της ζωγραφικής ταλέντου της δημιουργού, αλλά πιθανότατα και πάνω στη βάση μιας συνειδητής θεώρησης της ποίησης ως του πεδίου εκείνου στο οποίο εξυφαίνεται αυτό που θα οριζόταν ως «αναπαράσταση». Πρόκειται ουσιαστικά για μια θεατρική τεχνική, που άπτεται της εικαστικής διάστασης του θεάτρου και που, όταν περνά στην ποίηση, εκβάλλει σε ένα μεικτό αποτέλεσμα που ισορροπεί ανάμεσα στη φαντασιακή απεικόνιση και την ανακλητική λειτουργία. Τα τοπία της Νικοπούλου, με άλλα λόγια, ιδιαίτερα αυτά των ποιημάτων της ενότητας «Τόποι», που είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη λεκτική αναπαραγωγή εκδοχών της Σαλαμίνας, της Καλαμάτας, της Αμμοχώστου, της Αντίπαρου, του Γρίμποβο, της Βεργίνας, της Σμύρνης και της Γάζας, συνιστούν όψεις ενός κόσμου που βιώνει στιγμές οριακές και ανεπανάληπτες. Στιγμές κυριολεκτικά μεταμορφωτικές της σύστασης και της δομής του: Η θάλασσα του Γρίμποβο/ ασπρόμαυρη γκραβούρα/ ακινησία ημιτελών μαχών/ Λίγο πιο πάνω απ’ τα νερά/ σαλεύουν παλιές εικόνες/ λίγο πιο κάτω/ στον υδροφόρο ορίζοντα/ αφρίζει ακόμη αίμα («Γρίμποβο»).