Του Γιάννη Σχίζα
δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ στις 26.5.2018
Xρησιμοποιώντας τη φρασεολογία του Νίκου Αλέφαντου: Με τον Χάρρυ Κλυνν συμπληρώθηκε η έκλειψη των τριών μεγάλων προωθημένων φορ του ελληνικού κωμικού πνεύματος... Οι άλλοι δύο ήταν ο Τζίμης Πανούσης και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Ο πρώτος κατείχε αδιαφιλονίκητα τη θέση του κριτικού συμβάντων και προσωπικοτήτων, ενώ ο Λουκιανός Κηλαηδόνης με το όλο του στιλ έβγαζε διακριτικό χιούμορ. Πάντως κανένας τους δεν ήταν ό,τι ο Χάρρυ Κλυνν συνολικά - ήγουν πολυσχιδής και καταπληκτικός μίμος, ηθοποιός, επιδέξιος κριτικός της καθημερινής ζωής, συγγραφέας βιβλίων, διαφημιστής, φωτογράφος, εικαστικός καλλιτέχνης.
Η σοβαρότητα αποτελεί στοιχείο κάθε μορφής κωμωδίας - και ο Χάρρυ Κλυνν ήξερε να ρυθμίζει σοφά αυτή τη ζεύξη με την κατάλληλη δοσολογία. Τα κείμενα που εκφωνούσε, γραμμένα από τον Γιάννη Κακουλίδη στη δεκαετία του '80, είχαν τον καταλληλότερο εκφραστή τους. Γι' αυτά θα πω λίγα, ξεκινώντας από μια παρατήρηση. Στην Ελλάδα είμαστε φορείς ενός ποδοσφαιρικού πνεύματος που μας κάνει να σκεπτόμαστε με όρους επίθεσης, τρίπλας κ.λπ. Ο Χάρρυ Κλυνν, όντας τύπος που έζησε τη μετάβαση από το «ξερό» στον χλοοτάπητα, μπόρεσε να σαρκάσει τα συνοικιακά ήθη με μια φωνή φιλάθλου που κορυφώνεται δραματικά: «Τι τους κοιτάτε ρε; Βαράτε τους!»