ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΔΥΣΕΙ ὁ ἥλιος, στὸν ζωολογικὸ
κῆπο τῆς Νεουκέν, ὁ Λάουρο, πρώην ἰσοβίτης, πλέον ὁ γηραιότερος
φροντιστής, σπρώχνει ἀργὰ τὸ καρότσι πρὸς τὸ κλουβὶ μεγέθους
σχολικῆς αἴθουσας τῶν κολιμπρί, σέρνοντας τὸ κουτσό του πόδι, ἀπὸ
παλιὸ τραῦμα. Ξεκλειδώνει τὴν πόρτα, μπαίνει μέσα καὶ σκύβει νὰ
γεμίσει τὶς ταΐστρες, ξεχνώντας τὴν ἀρμαθιὰ μὲ τὰ κλειδιὰ πάνω στὴ
σκουριασμένη κλειδαριά.
Μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του παρακολουθεῖ τὴν καινούρια ἑρπετολόγο,
τὴν Ἄνα, στὸ διπλανὸ κλουβί. Πυρακτώνουν οἱ παλάμες του, πνίγει
τὸν κνησμὸ κόντρα στὶς λαβὲς τοῦ καροτσιοῦ. Μετὰ βίας κρατιέται μέρα
τὴ μέρα νὰ τὴ βλέπει νὰ κυλιέται στὸ χῶμα μὲ τὸ τζὶν σὸρτς καὶ τὸ ραντὲ
μακὸ ἀνάμεσα σὲ τόσα φίδια. Τὴν παρακολουθεῖ κρυφὰ πῶς ἡδονίζεται
μὲ τὸ ἀργὸ τύλιγμα τοῦ βόα γύρω ἀπὸ τὴ μέση καὶ τὸν ἱδρωμένο λαιμό
της. Πῶς τρεμοπαίζουν τὰ βλέφαρά της, πῶς γέρνει τὸ μάγουλό της
νὰ τῆς τὸ γλείφει μὲ τὴν παγωμένη γλώσσα του μέχρι τὰ σάλια του νὰ κυλήσουν
στὸ στῆθος της.
Σκυμμένος, μὲ τὴν πλάτη στὸ φῶς, συνεχίζει νὰ ρίχνει τροφὴ στὶς ταΐστρες,
ποὺ ἔχουν ξεχειλίσει πιὰ καὶ μυριάδες κιτρινωπὰ σπόρια χύνονται ὁρμητικὰ
στὸ χῶμα. Τὰ κολιμπρὶ ἀλαλιασμένα ξεσηκώνουν τὸν τόπο. Ἕνα
ἰριδίζον σύννεφο γαλαζοπράσινης σκόνης κατακλύζει τὸ κλουβί,
ποὺ χρυσίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ ὅπως διαθλῶνται οἱ πλάγιες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Ὁ Λάουρο ἐγκαταλείπει τὶς λαβὲς τοῦ καροτσιοῦ, αὐτὸ σκάει μὲ δύναμη
κάτω, τὰ μάτια του τσούζουν ἀφόρητα ἀπὸ τὴ σκόνη, τὰ σφραγίζει καὶ
τὰ τρίβει μὲ λύσσα. Ἡ πόρτα μισανοίγει καὶ τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἑκατοντάδες
κολιμπρὶ ξανοίγονται στὸν κατακόκκινο οὐρανό.
Τὴν ἴδια στιγμή, στὸ ρετιρὲ τῆς ἀντικρινῆς πολυκατοικίας, ἡ ἔφηβη
Μερσέντες, ἀνερχόμενο μοντέλο, ἀμφιταλαντεύεται. Νὰ ἐμπιστευτεῖ
τὸν μάνατζέρ της; Νὰ ὑπογράψει μαζί του τὸ συμβόλαιο; Μὰ διαφωνοῦν
κάθετα στὸ θέμα τοῦ ποσοῦ γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν σφριγηλῶν γλουτῶν
της, ποὺ τοὺς χαίρεται ὁ τύπος μῆνες τώρα. Γελοῖε! Κοιτάζει ἔξω
ἀπὸ τὴν τζαμαρία. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ γαλαζοπράσινο σμῆνος ποὺ κατακλύζει
τὸν οὐρανό; Ἐκσφενδονίζει τὴν πένα πάνω του, ἁρπάζει τὴ σχολικὴ
τσάντα της κι ἐξαφανίζεται, κλείνοντας τὴν πόρτα μὲ θόρυβο πίσω
της. Πουτάνας γιοί, νὰ ψοφήσετε ὅλοι, ἀκοῦς; Θὰ τὰ καταφέρω μόνη
μου.
Παραδίπλα, στὴν ταράτσα τοῦ περιφερειακοῦ νοσοκομείου, ἀσθενεῖς
κι ἐπισκέπτες ἀπαθανατίζουν τὸ σπάνιο θέαμα. Ἀστράφτουν τὰ φλὰς
καὶ τὰ χαμόγελα. Στὸν ἄδειο διάδρομο πρὸς τὰ ἐπείγοντα καμιὰ δεκαριὰ
νοσηλευτὲς καὶ γιατροὶ μεταφέρουν ἕνα φορεῖο τρέχοντας πανικόβλητοι.
Πάνω στὸ χωρὶς παλμὸ κορμὶ τοῦ Πάολο, ἐδῶ καὶ τέσσερα λεπτά, παρατημένος
ὁ ἀπινιδωτής. Τὸ γυμνό, ἀγορίστικο σῶμα χοροπηδάει πάνω στὸ φορεῖο,
ἀνάμεσα σὲ ὀρούς, σωληνάκια, γάντια καὶ χρησιμοποιημένες μάσκες.
Κάτω ἀπὸ τὶς μακρόστενες λάμπες φθορίου ποὺ διατρέχουν τὸ λευκὸ
ταβάνι κατὰ μῆκος, φεγγοβολᾶ τὸ φαλακρὸ κεφαλάκι, σὰ νὰ ἄναψαν
μέσα του φωτορυθμικά. Σοκαρισμένος ὁ ἁπανταχοῦ καρκίνος ἀπὸ τὴν
αἰφνίδια διακοπὴ αἱμάτωσης κι ὀξυγόνου ψάχνει δίοδο διαφυγῆς.
Ματαιωμένο ἕνα ἀμυδρὸ χαμόγελο στὰ μελανὰ χείλη τοῦ Πάολο. Ὅμως.
Τὰ ὀρθάνοιχτα μάτια του, κατάστικτα καὶ ὑγρά, ἰριδίζουν ἀκόμα
ἀπὸ τὴν τελευταία εἰκόνα ποὺ εἶδαν ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ δεκάτου ὀρόφου,
λίγο πρὶν ξεψυχήσει.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου (Γιοχάνεσμπουρκ,
1971). Διήγημα, Μετάφραση, Μελέτη.
Μεταπτυχιακὴ εἰδίκευση στὴν Πολιτιστικὴ Διαχείριση στὸ Παντεῖο.
Ἀπόφοιτη Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ, Τμῆμα Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν,
ΕΑΠ. Ἀπόφοιτη Ἰσπανικοῦ Πολιτισμοῦ, Πανεπιστήμιο Menendez
Pelayo, Santander. Μεταφράστρια, Βρετανικὸ Συμβούλιο καὶ Ἰνστιτοῦτο
Γλωσσολογίας, Λονδίνο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου