Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Νάνσυ Αγγελή : Ταμπλό βιβαν






«Ταμ­πλὸ βι­βὰν»
Τὰ συν­τρι­βά­νια
εἶ­ναι μιὰ πρό­κλη­ση
μιὰ προ­δι­ά­θε­ση
νὰ σκέ­φτε­σαι
λο­ξά!
Γ. Πα­τί­λης
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ποὺ περ­νοῦ­σε ἀ­π’ τὴν Πλα­τεί­α Θε­ά­τρου, τὴν πιὸ πο­λυ­σύ­χνα­στη πλα­τεί­α τῆς πό­λης, μὲ τὸ μαρ­μά­ρι­νο συν­τρι­βά­νι σὲ σχῆ­μα ρό­δου καὶ τὶς γυ­μνὲς νύμ­φες στὴ μέ­ση, τὰ κορ­μιά τους τεν­τω­μέ­να σὰν τό­ξα νὰ κρα­τοῦν ἕ­να τε­ρά­στιο φύλ­λο στὴν δρο­σε­ρὴ ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ὁ­ποί­ου κεί­τον­ταν ρά­θυ­μα, ὅ­μοι­α μὲ τρυ­φε­ρὸ χοι­ρο­μέ­ρι πά­νω σὲ μπρούν­τζι­νη πι­α­τέ­λα, ὁ ἴ­διος ὁ Ἔ­ρως, μιὰ σκέ­ψη περ­νοῦ­σε πάν­τα ἀ­π’ τὸ μυα­λὸ τοῦ ἥ­ρω­ά μας. Ἢ μᾶλ­λον δυ­ὸ σκέ­ψεις. Ἡ πρώ­τη σκέ­ψη δὲν μᾶς ἀ­φο­ρᾶ. Κι ὅ­σο γιὰ τὴ δεύ­τε­ρη, δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ κα­θα­ρὸς συγ­γρα­φι­κὸς οἶ­στρος, για­τὶ ὁ ἥ­ρω­άς μας κά­θε φο­ρὰ ποὺ δι­έ­σχι­ζε τὸ πλαι­σι­ω­μέ­νο μὲ φα­νο­στά­τες γυ­α­λι­στε­ρὸ δά­πε­δο πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­σταυ­ρω­νό­ταν μὲ χά­ρη ἀ­μέ­τρη­τες σό­λες καὶ τα­κού­νια, ἤ­θε­λε μὲ ὅ­λο του τὸ εἶ­ναι νὰ γρά­ψει ἕ­να δι­ή­γη­μα ποὺ θὰ ὑ­μνοῦ­σε τὴν Πλα­τεί­α καὶ τὸν κό­σμο της.
Δὲν ἦ­ταν κά­τι ἁ­πλὸ τὸ νὰ περ­νᾶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ ση­μεῖ­ο τῆς πό­λης: μιὰ εὐ­φο­ρί­α τύ­λι­γε ὁ­λό­κλη­ρο τὸ κορ­μί του καὶ μιὰ αἴ­σθη­ση αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας, μιὰ ἐ­κρη­κτι­κὴ ὄ­ρε­ξη γιὰ ζω­ὴ τὸν συ­νέ­παιρ­νε. Εἴ­τε περ­νοῦ­σε βι­α­στι­κὸς γιὰ κά­ποι­α δου­λειά, εἴ­τε περ­νοῦ­σε τυ­χαῖ­α για­τὶ ἔ­τσι τὸ ἤ­θε­λε ὁ δρό­μος του, εἴ­τε ἀ­πο­λάμ­βα­νε τὸν κα­θι­ε­ρω­μέ­νο κυ­ρι­α­κά­τι­κο πε­ρί­πα­τό του, πάν­τα, σὲ κά­θε στιγ­μή, ὁ ἥ­ρω­άς μας ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε στὸν ἑ­αυ­τό του τὴν συγ­γρα­φι­κή του ἔμ­πνευ­ση. Μιὰ ἔμ­πνευ­ση με­γα­λε­πί­βο­λη, μιὰ ἔμ­πνευ­ση χει­μαρ­ρώ­δης, μιὰ ἔμ­πνευ­ση... Ἀ­δύ­να­το νὰ ἐ­ξη­γή­σει! Ἡ ζω­ὴ ἡ ἴ­δια σὲ ὅ­λες της τὶς ἐκ­φάν­σεις ἔ­μοια­ζε νὰ ξε­τυ­λί­γε­ται μπρο­στὰ στὰ μά­τια του μέ­σα ἀ­πὸ τὰ κου­νή­μα­τα, τὰ περ­πα­τή­μα­τα καὶ τὰ φερ­σί­μα­τα μιᾶς ἀ­τέ­λει­ω­της σει­ρᾶς ἀν­θρώ­πι­νων χα­ρα­κτή­ρων ποὺ εἶ­χαν σὰν ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τὴν Πλα­τεί­α. Καὶ δὲν ἦ­ταν μό­νο οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἴ­δια τὰ κτή­ρια ποὺ συ­νει­σέφε­ραν μὲ τὸν δι­κό τους τρό­πο στὴν δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς τέ­τοι­ας γι­ορ­τι­νῆς ἀ­τμό­σφαι­ρας. Λου­σμέ­να φῶς, πάλ­λον­ταν στὸν σφυγ­μὸ τῆς πό­λης κι ἔ­μοια­ζαν νὰ τοῦ χα­μο­γε­λοῦν τσαχ­πί­νι­κα κά­θε φο­ρὰ ποὺ στέ­κον­ταν νὰ τὰ χα­ζέ­ψει, σὰν γυ­ναῖ­κες ποὺ δὲν φο­βοῦν­ται τὸν θαυ­μα­σμό. Για­τί τὰ κτή­ρια ποὺ πε­ρι­τρι­γύ­ρι­ζαν τὴν Πλα­τεί­α Θε­ά­τρου εἶ­χαν καμ­πύ­λες ποὺ ξε­μυ­ά­λι­ζαν, στρογ­γυ­λὰ μπαλ­κό­νια ρυθ­μοῦ ἄ­κρως χο­ρευ­τι­κοῦ, ἐν­τυ­πω­σια­κοὺς τρού­λους κι ἀ­να­το­λί­τι­κα σκα­λι­στὰ πα­ρά­θυ­ρα μὲ πε­ρι­τέ­χνες δι­α­κο­σμή­σεις σὰν ἀ­ρα­χνο­ΰ­φαν­τα φου­στά­νια. Τὰ κτή­ρια τῆς Πλα­τεί­ας Θε­ά­τρου ἔ­κα­ναν κά­ποι­ον νὰ νι­ώ­θει ση­μαν­τι­κός. Ἐ­δῶ δὲν ἔ­βλε­πες πο­τὲ σκου­ρι­α­μέ­νους κά­δους, κολ­λη­μέ­νες τσί­χλες, κι­τρι­νι­σμέ­νες δι­α­φη­μί­σεις κλει­δα­ρά­δων, οὔ­τε ἕ­να σκου­πι­δά­κι, οὔ­τε μιὰ πα­ρα­φω­νί­α, δὲν ἐ­πρό­κει­το πα­ρὰ γιὰ μιὰ ὑ­παί­θρια κα­λο­στη­μέ­νη σκη­νή, ἕ­να tableau vivant κα­θω­σπρε­πι­σμοῦ καὶ πο­λι­τι­στι­κοῦ με­γα­λεί­ου! Γι’ αὐ­τόν, γι’ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν λό­γο ὁ ἥ­ρω­άς μας ἀ­γα­ποῦ­σε τό­σο τὴν Πλα­τεί­α Θε­ά­τρου, για­τὶ ἐ­κεῖ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς ν’ ἀ­πο­λαύ­σει τὴν πλά­νη τῆς ζω­ῆς, μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ ξε­χά­σει, νὰ με­θύ­σει ἀ­πὸ ὀ­μορ­φιά! Δὲν προ­λά­βαι­νες νὰ πα­τή­σεις τὸ πό­δι σου στὴν Πλα­τεί­α καὶ τὰ ἀ­ρώ­μα­τα σὲ ἔπι­α­ναν ἀ­π’ τὰ μοῦ­τρα. Ἀ­ρώ­μα­τα ἀ­πὸ δῶ, ἀ­ρώ­μα­τα ἀ­πὸ κεῖ... Καμ­παρ­ντί­νες, παλ­τό, ποῦ καὶ ποῦ κα­νὰ χα­ρού­με­νο κα­πέ­λο, κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­να που­κά­μι­σα, κου­στού­μια τῆς τε­λευ­ταί­ας μό­δας, ὅ­λα τὰ ροῦ­χα —συγ­γνώ­μη οἱ ἄν­θρω­ποι— ἔ­βα­ζαν τὰ κα­λά τους ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νὰ δι­α­σχί­σουν τὴν Πλα­τεί­α. Κι ἂν ὅ­λες τὶς ἡ­μέ­ρες τοῦ χρό­νου ἡ Πλα­τεί­α προ­σέ­φε­ρε πάν­τα ἕ­να τέ­τοι­ο εὐ­χά­ρι­στο θέ­α­μα, τό­τε ἡ κα­λύ­τε­ρη τῶν πα­ρα­στά­σε­ων δί­νον­ταν πάν­τα τὶς Κυ­ρια­κές! Οἱ Κυ­ρια­κὲς ἔ­χουν αὐ­τὴν τὴν κυ­ρι­α­κά­τι­κη ἰ­δι­ό­τη­τα ποὺ δὲν πε­ρι­γρά­φε­ται μ’ ἄλ­λη λέ­ξη. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ποὺ τὶς Κυ­ρια­κὲς οἱ ἄν­θρω­ποι φο­ροῦν τὰ κυ­ρι­α­κά­τι­κά τους, βγαί­νουν κυ­ρι­α­κά­τι­κα, περ­πα­τοῦν κυ­ρι­α­κά­τι­κα, χα­μο­γε­λοῦν, χαι­ρε­τοῦν καὶ δί­νουν κυ­ρι­α­κά­τι­κες χει­ρα­ψί­ες. Ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαῖα, για­τὶ τὶς Κυ­ρια­κὲς λί­γη μα­ται­ο­δο­ξί­α κά­νει τὴ σχό­λη πιὸ γλυ­κειὰ κι ἂν κά­ποι­ος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται τὸ ἀν­τί­θε­το εἶ­ναι για­τὶ δὲν εἶ­ναι κα­νο­νι­κὸς ἄν­θρω­πος τὶς ὑ­πό­λοι­πες μέ­ρες τῆς ἑ­βδο­μά­δας. Δὲν χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη ἐ­ξυ­πνά­δα γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει κα­νεὶς ὅ­τι πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κα­νο­νι­κὸς ἀ­πὸ τὴ Δευ­τέ­ρα μέ­χρι τὸ Σάβ­βα­το γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ νι­ώ­σει τὴν ξε­χω­ρι­στὴ μα­ται­ο­δο­ξί­α τῆς Κυ­ρια­κῆς. Ἡ ξε­χω­ρι­στό­τη­τα τῆς Κυ­ρια­κῆς, νὰ ἕ­νας ὡ­ραῖ­ος τί­τλος. Μιὰ μέ­ρα σὰν αὐ­τή, τὸ βά­δι­σμα τῶν ἀν­θρώ­πων γί­νε­ται πιὸ ἀρ­γό, τὸ σῶ­μα πιὸ νω­χε­λι­κό, τὸ πρό­σω­πο πιὸ χα­μο­γε­λα­στό, οἱ κα­στα­νά­δες βγαί­νουν στοὺς δρό­μους —ὅ­ταν εἶ­ναι Χει­μώ­νας— πλα­νό­διοι πω­λη­τὲς συρ­ρέ­ουν ἀ­π’ ­ὅ­λες τὶς πάν­τες, ἄ! νὰ καὶ ὁ κ. Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, πῶς εἶ­στε, τί κά­νε­τε, τί ἔ­λε­γα, ἄ ναί, πό­σο ὡ­ραί­α εἶ­ναι ἡ Πλα­τεί­α Θε­ά­τρου, σφύ­ζει ἀ­πὸ ζω­ή! πό­σο ἡ­λι­ό­λου­στη εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ Κυ­ρια­κή, ὅ­λοι εἶ­ναι πα­ρόν­τες, ἡ δη­μο­τι­κὴ ἀ­στυ­νο­μί­α κό­βει βόλ­τες, ὁ ζη­τιά­νος στὴν γω­νιά του, ἕ­νας-δυὸ συν­τα­ξι­οῦ­χοι στὸ παγ­κά­κι, ἡ λα­χει­ο­πώ­λισ­σα, παι­δά­κια τρέ­χουν ἀ­νέ­με­λα, μπλέ­κον­ται σὲ φοῦ­στες σὲ γραμ­μὴ ἀμ­πίρ, ζη­τοῦν πα­γω­τό, ἕ­νας πο­δη­λά­της περ­νᾶ ξυ­στά, ἕ­να μπα­λό­νι ξε­φεύ­γει ἀ­π’ τὸ χέ­ρι κά­ποι­ου μι­κροῦ, κλάμ­μα­τα, νου­θε­σί­ες, γέ­λια —τί­πο­τα σο­βα­ρό— το μπα­λό­νι αἰ­ω­ρεῖ­ται, ἀ­νυ­ψώ­νε­ται σι­γὰ-σι­γά, ὅ­λο καὶ πιὸ ψη­λά, ὅ­λο καὶ πιὸ ψη­λά, χά­νε­ται μὲς στὰ σύν­νε­φα... δὲν μοιά­ζει πα­ρὰ μὲ κουκ­κί­δα, μια πο­λὺ μι­κρή, ἀ­σή­μαν­τη μαύ­ρη κουκ­κί­δα.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 

Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Κέν­τρο Βυ­ζαν­τι­νῶν, Κυ­πρια­κῶν καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Γρα­νά­δα κα­θὼς καὶ μὲ τὸ Δι­ε­θνὲς Ἰν­στι­τοῦ­το Με­τά­φρα­σης, I­n­s­t­i­t­ut V­i­r­t­u­al I­n­t­e­r­n­a­c­i­o­n­al de T­r­a­d­u­c­c­io, τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Ἀ­λι­κάν­τε. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἰ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου