«Ταμπλὸ
βιβὰν»
Τὰ
συντριβάνια
εἶναι
μιὰ πρόκληση
μιὰ
προδιάθεση
νὰ
σκέφτεσαι
λοξά!
Γ.
Πατίλης
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ποὺ περνοῦσε ἀπ’ τὴν
Πλατεία Θεάτρου, τὴν πιὸ πολυσύχναστη πλατεία τῆς πόλης, μὲ
τὸ μαρμάρινο συντριβάνι σὲ σχῆμα ρόδου καὶ τὶς γυμνὲς νύμφες
στὴ μέση, τὰ κορμιά τους τεντωμένα σὰν τόξα νὰ κρατοῦν ἕνα τεράστιο
φύλλο στὴν δροσερὴ ἐπιφάνεια τοῦ ὁποίου κείτονταν ράθυμα,
ὅμοια μὲ τρυφερὸ χοιρομέρι πάνω σὲ μπρούντζινη πιατέλα, ὁ
ἴδιος ὁ Ἔρως, μιὰ σκέψη περνοῦσε πάντα ἀπ’ τὸ μυαλὸ τοῦ ἥρωά
μας. Ἢ μᾶλλον δυὸ σκέψεις. Ἡ πρώτη σκέψη δὲν μᾶς ἀφορᾶ. Κι ὅσο
γιὰ τὴ δεύτερη, δὲν ἦταν παρὰ καθαρὸς συγγραφικὸς οἶστρος,
γιατὶ ὁ ἥρωάς μας κάθε φορὰ ποὺ διέσχιζε τὸ πλαισιωμένο μὲ
φανοστάτες γυαλιστερὸ δάπεδο πάνω στὸ ὁποῖο διασταυρωνόταν
μὲ χάρη ἀμέτρητες σόλες καὶ τακούνια, ἤθελε μὲ ὅλο του τὸ εἶναι
νὰ γράψει ἕνα διήγημα ποὺ θὰ ὑμνοῦσε τὴν Πλατεία καὶ τὸν κόσμο
της.
Δὲν ἦταν κάτι ἁπλὸ τὸ νὰ περνᾶ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο τῆς
πόλης: μιὰ εὐφορία τύλιγε ὁλόκληρο τὸ κορμί του καὶ μιὰ αἴσθηση
αἰσιοδοξίας, μιὰ ἐκρηκτικὴ ὄρεξη γιὰ ζωὴ τὸν συνέπαιρνε.
Εἴτε περνοῦσε βιαστικὸς γιὰ κάποια δουλειά, εἴτε περνοῦσε
τυχαῖα γιατὶ ἔτσι τὸ ἤθελε ὁ δρόμος του, εἴτε ἀπολάμβανε
τὸν καθιερωμένο κυριακάτικο περίπατό του, πάντα, σὲ κάθε
στιγμή, ὁ ἥρωάς μας ἐπιβεβαίωνε στὸν ἑαυτό του τὴν συγγραφική
του ἔμπνευση. Μιὰ ἔμπνευση μεγαλεπίβολη, μιὰ ἔμπνευση χειμαρρώδης,
μιὰ ἔμπνευση... Ἀδύνατο νὰ ἐξηγήσει! Ἡ ζωὴ ἡ ἴδια σὲ ὅλες
της τὶς ἐκφάνσεις ἔμοιαζε νὰ ξετυλίγεται μπροστὰ στὰ μάτια
του μέσα ἀπὸ τὰ κουνήματα, τὰ περπατήματα καὶ τὰ φερσίματα
μιᾶς ἀτέλειωτης σειρᾶς ἀνθρώπινων χαρακτήρων ποὺ εἶχαν σὰν
σημεῖο ἀναφορᾶς τὴν Πλατεία. Καὶ δὲν ἦταν μόνο οἱ ἄνθρωποι,
ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ κτήρια ποὺ συνεισέφεραν μὲ τὸν δικό τους
τρόπο στὴν δημιουργία μιᾶς τέτοιας γιορτινῆς ἀτμόσφαιρας.
Λουσμένα φῶς, πάλλονταν στὸν σφυγμὸ τῆς πόλης κι ἔμοιαζαν νὰ
τοῦ χαμογελοῦν τσαχπίνικα κάθε φορὰ ποὺ στέκονταν νὰ τὰ χαζέψει,
σὰν γυναῖκες ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν θαυμασμό. Γιατί τὰ κτήρια
ποὺ περιτριγύριζαν τὴν Πλατεία Θεάτρου εἶχαν καμπύλες ποὺ
ξεμυάλιζαν, στρογγυλὰ μπαλκόνια ρυθμοῦ ἄκρως χορευτικοῦ,
ἐντυπωσιακοὺς τρούλους κι ἀνατολίτικα σκαλιστὰ παράθυρα
μὲ περιτέχνες διακοσμήσεις σὰν ἀραχνοΰφαντα φουστάνια.
Τὰ κτήρια τῆς Πλατείας Θεάτρου ἔκαναν κάποιον νὰ νιώθει σημαντικός.
Ἐδῶ δὲν ἔβλεπες ποτὲ σκουριαμένους κάδους, κολλημένες τσίχλες,
κιτρινισμένες διαφημίσεις κλειδαράδων, οὔτε ἕνα σκουπιδάκι,
οὔτε μιὰ παραφωνία, δὲν ἐπρόκειτο παρὰ γιὰ μιὰ ὑπαίθρια καλοστημένη
σκηνή, ἕνα tableau vivant καθωσπρεπισμοῦ καὶ πολιτιστικοῦ
μεγαλείου! Γι’ αὐτόν, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ ἥρωάς
μας ἀγαποῦσε τόσο τὴν Πλατεία Θεάτρου, γιατὶ ἐκεῖ μποροῦσε
κανεὶς ν’ ἀπολαύσει τὴν πλάνη τῆς ζωῆς, μποροῦσε κανεὶς νὰ
ξεχάσει, νὰ μεθύσει ἀπὸ ὀμορφιά! Δὲν προλάβαινες νὰ πατήσεις
τὸ πόδι σου στὴν Πλατεία καὶ τὰ ἀρώματα σὲ ἔπιαναν ἀπ’ τὰ μοῦτρα.
Ἀρώματα ἀπὸ δῶ, ἀρώματα ἀπὸ κεῖ... Καμπαρντίνες, παλτό,
ποῦ καὶ ποῦ κανὰ χαρούμενο καπέλο, καλοσιδερωμένα πουκάμισα,
κουστούμια τῆς τελευταίας μόδας, ὅλα τὰ ροῦχα —συγγνώμη οἱ ἄνθρωποι—
ἔβαζαν τὰ καλά τους ὅταν ἐπρόκειτο νὰ διασχίσουν τὴν Πλατεία.
Κι ἂν ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ χρόνου ἡ Πλατεία προσέφερε πάντα ἕνα
τέτοιο εὐχάριστο θέαμα, τότε ἡ καλύτερη τῶν παραστάσεων
δίνονταν πάντα τὶς Κυριακές! Οἱ Κυριακὲς ἔχουν αὐτὴν τὴν κυριακάτικη
ἰδιότητα ποὺ δὲν περιγράφεται μ’ ἄλλη λέξη. Δὲν εἶναι τυχαῖο
ποὺ τὶς Κυριακὲς οἱ ἄνθρωποι φοροῦν τὰ κυριακάτικά τους,
βγαίνουν κυριακάτικα, περπατοῦν κυριακάτικα, χαμογελοῦν,
χαιρετοῦν καὶ δίνουν κυριακάτικες χειραψίες. Ὅλα αὐτὰ δὲν
εἶναι καθόλου τυχαῖα, γιατὶ τὶς Κυριακὲς λίγη ματαιοδοξία
κάνει τὴ σχόλη πιὸ γλυκειὰ κι ἂν κάποιος ἰσχυρίζεται τὸ ἀντίθετο
εἶναι γιατὶ δὲν εἶναι κανονικὸς ἄνθρωπος τὶς ὑπόλοιπες μέρες
τῆς ἑβδομάδας. Δὲν χρειάζεται μεγάλη ἐξυπνάδα γιὰ νὰ καταλάβει
κανεὶς ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κανονικὸς ἀπὸ τὴ Δευτέρα μέχρι
τὸ Σάββατο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ νιώσει τὴν ξεχωριστὴ ματαιοδοξία
τῆς Κυριακῆς. Ἡ ξεχωριστότητα τῆς Κυριακῆς, νὰ ἕνας ὡραῖος
τίτλος. Μιὰ μέρα σὰν αὐτή, τὸ βάδισμα τῶν ἀνθρώπων γίνεται
πιὸ ἀργό, τὸ σῶμα πιὸ νωχελικό, τὸ πρόσωπο πιὸ χαμογελαστό,
οἱ καστανάδες βγαίνουν στοὺς δρόμους —ὅταν εἶναι Χειμώνας—
πλανόδιοι πωλητὲς συρρέουν ἀπ’ ὅλες τὶς πάντες, ἄ! νὰ καὶ ὁ
κ. Χατζηβασιλείου, πῶς εἶστε, τί κάνετε, τί ἔλεγα, ἄ ναί,
πόσο ὡραία εἶναι ἡ Πλατεία Θεάτρου, σφύζει ἀπὸ ζωή!
πόσο ἡλιόλουστη εἶναι αὐτὴ ἡ Κυριακή, ὅλοι εἶναι παρόντες,
ἡ δημοτικὴ ἀστυνομία κόβει βόλτες, ὁ ζητιάνος στὴν γωνιά
του, ἕνας-δυὸ συνταξιοῦχοι στὸ παγκάκι, ἡ λαχειοπώλισσα,
παιδάκια τρέχουν ἀνέμελα, μπλέκονται σὲ φοῦστες σὲ γραμμὴ ἀμπίρ,
ζητοῦν παγωτό, ἕνας ποδηλάτης περνᾶ ξυστά, ἕνα μπαλόνι ξεφεύγει
ἀπ’ τὸ χέρι κάποιου μικροῦ, κλάμματα, νουθεσίες, γέλια —τίποτα
σοβαρό— το μπαλόνι αἰωρεῖται, ἀνυψώνεται σιγὰ-σιγά, ὅλο
καὶ πιὸ ψηλά, ὅλο καὶ πιὸ ψηλά, χάνεται μὲς στὰ σύννεφα... δὲν
μοιάζει παρὰ μὲ κουκκίδα, μια πολὺ μικρή, ἀσήμαντη μαύρη
κουκκίδα.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Νάνσυ
Ἀγγελῆ (Εὔβοια, 1982). Σπούδασε
δημοσιογραφία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης
καὶ ἀπὸ τὸ 2008 ἀσχολεῖται ἐπαγγελματικὰ μὲ τὴν μετάφραση
λογοτεχνικῶν ἔργων ἀπὸ τὰ ἰσπανικὰ στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἀντίστροφα.
Συνεργάστηκε μὲ τὸ Κέντρο Βυζαντινῶν, Κυπριακῶν καὶ Νεοελληνικῶν
Σπουδῶν τῆς Γρανάδα καθὼς καὶ μὲ τὸ Διεθνὲς Ἰνστιτοῦτο Μετάφρασης,
Institut Virtual Internacional de Traduccio,
τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἀλικάντε. Ἔχει δημιουργήσει τὸ
μπλὸγκ μεταφραστικῶν δειγμάτων ἰσπανόφωνης λογοτεχνίας
στὰ ἑλληνικά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου