ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΪ, δεμένα ὅλα τὰ καράβια
στὸ λιμάνι. Καταχνιὰ ἔχει σκεπάσει τὴν ἀποβάθρα, τὸ νερό, τὰ
φῶτα ποὺ ἀκόμα μένουν ἀναμμένα. Ἕνας κόμπος σὰν νὰ μὲ δένει ἀπ’
τὸ στῆθος καὶ νὰ φτάνει στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόλπου, ποὺ εἶναι τώρα
ἀόρατη.
Ποτὲ
δὲν ἔχω δεῖ τὴ φυσική μου πατρίδα μὲ διαφορετικὸ καιρό, τουλάχιστον
στὰ ὥριμα χρόνια μου. Κι ὅμως, οἱ λιγοστοὶ γνωστοί μου ντόπιοι
ποὺ ἀκόμα ζοῦν, κάνουν φιλότιμες προσπάθειες νὰ μὲ πείσουν πὼς
εἶναι μιὰ ἡλιόλουστη, χαρούμενη πόλη. Μὰ ποιά εἶναι λοιπὸν ἡ
πόλη ποὺ κρύβεται πίσω ἀπ’ τὴν προκυμαία; Οἱ πολυκατοικίες
ποὺ μόλις διακρίνονται θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι φυτεμένες σὲ κάθε
τόπο, ξένο γιὰ μένα.
Ἄρχισα ν’ ἀνεβαίνω, ἀσυναίσθητα σχεδόν,
κάθετα πρὸς τὴν παραλία: μᾶλλον ἔνιωθα πὼς ἀπὸ δῶ θά ’βλεπα
καλύτερα – τί ὅμως; Ἀπὸ δῶ διακρίνεται, μὲς στὴ θολούρα, ὁ
τροῦλος τοῦ ναοῦ τοῦ Πολιούχου. Καὶ νά: ἡ ὁμίχλη σιγὰ-σιγὰ διαλύεται
– τὸ σκηνικὸ ἀλλάζει, λὲς κι ἔχω μπεῖ σὲ ὄνειρο: μικρὰ σπιτάκια
πῆραν τὴ θέση τῶν πολυκατοικιῶν, οἱ δρόμοι χωμάτινοι καὶ στενοί.
Τὴ θέση τῆς βοῆς τῶν μηχανοκίνητων πῆρε μιὰ ἀκαθόριστη ἰαχή,
πολλῶν ἀνθρώπων μαζί, ποὺ ἀκούγεται ὅλο καὶ πιὸ καθαρά, πιὸ
δυνατὰ καὶ μὲ μεγαλύτερο ἐνθουσιασμό. Σὰν μυρμήγκια διακρίνω
τὸ πλῆθος ποὺ μαζεύεται γιὰ κάτι ποὺ μοιάζει σημαντικό. Ἄγνωστες
μουσικὲς καὶ συνθήματα φτάνουν στ’ αὐτιά.
Καὶ ἰδού! Ὁ αὐτοκράτορας, ὑποθέτω ἀπὸ ὅσο
ἀνέτρεξα ἀργότερα πὼς εἶναι ὁ Βασίλειος, αὐτὸς ποὺ μετέπειτα
ἀποκλήθηκε «Βουλγαροκτόνος», ὅμως ἀκόμα δὲν ἦταν· μόνο
πού, ἀπὸ δῶ ἀκριβῶς ξεκινάει, καὶ αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴ σημαντικότερη
ἐπιχείρηση τῆς ζωῆς του: μιὰ κουκίδα κι αὐτός, στὸ βάθος τοῦ
χρόνου, λάμπει ὅμως ἀπ’ τὸ χρυσὸ τῆς παρουσίας του, τῆς συνοδείας
του, καβάλα στὸ —περήφανο ὑποθέτω— ἄλογό του. Μπροστὰ μεγαλόπρεπος
ὁ σταυρός, ἡ εἰκόνα: μακάρι νὰ μποροῦσα νὰ διακρίνω τὸ κόκκινο
ἄλογο καὶ τὸν σεπτὸ ἀναβάτη, ζωγραφισμένος μὲ χρώματα φρέσκα
καὶ λαμπρὰ – μόνο ἔρχεται στὰ ρουθούνια μου ἀνεπαίσθητο ἄρωμα.
Καθὼς προβάλλει δειλὰ ὁ ἥλιος, φριχτὰ τὰ ξίφη
λάμπουν στὰ μάτια, θά ’λεγα τυφλώνουν τὸ πλῆθος – κι αὐτὸ θὰ γινόταν
σύντομα. Καὶ πιὸ μετὰ πάλι, ἄλλα ξίφη θὰ γύριζαν πίσω στὰ κορμιὰ
τῶν ἀπογόνων. Μὰ γιὰ τὸ καθετὶ ἔρχεται ἡ κατάλληλη ἡ ὥρα, κι
ἕνας Θεὸς ξέρει γιατί γύρισα τόσο. Σίγουρα δὲν ἦταν αὐτὸ ποὺ
ἔψαχνα: κανένα θαῦμα ἐδῶ, μόνο ἡ μυρωδιὰ τοῦ αἵματος ποὺ ἐπιστρέφει.
Κι ὁ κόμπος συνεχίζει ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα.
Μοῦ ’ρθε ἀναπόφευκτα στὸ νοῦ ὁ βασιλιὰς Ἀλέξανδρος· θὰ ἦταν ὅμως
γελοῖο νὰ συνεχίσω μ’ ἕνα τέτοιο νῆμα: εἶναι τόσο τὸ χῶμα
ποὺ πέρασε ἀπὸ πάνω καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποῦ βρίσκεται, πόσο
βαθιά – οὔτε ὁ ὀμιχλώδης ἐκεῖνος τόπος τῆς Ἀσίας, οὔτε ἡ ἅμαξα
κι ὁ περιβόητος κόμπος της, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς. Κι ἐγὼ δὲν
ἔχω κρατήσει ποτὲ ξίφος κι ἔχω μόλις ἀναφέρει πόσο θὰ ἀπεχθανόμουν
καὶ τὴν ἰδέα ἀκόμα. Μόνο ὅπλο τὰ λόγια, φτάνει νὰ μποροῦσα νὰ
τὰ βρῶ – –
Ὅμως τὸ παρελθὸν μ’ ἀκολουθεῖ καθὼς κατεβαίνω
τὰ σοκάκια ποὺ γέμιζαν κάποτε ἀπὸ πρόσφυγες, Ἑβραίους κι ἄλλους
καταφρονεμένους μὲ τὰ μικρομάγαζά τους. Αὐτὰ ὅμως, καὶ πάλι,
δὲν εἶναι δικά μου τὰ λόγια, κι ὅμως δὲν τὰ εἶδα σὲ βιβλία σιωπηλά,
μόνο ἀκόμα τὰ νιώθω νὰ φτάνουν στ’ αὐτιά μου: μιὰ ἁπαλὴ φωνὴ
γυναικεία, ὅμως ἀρχαία· σὰ νὰ μιλάει ἡ ἴδια ἡ πόλη.
Καὶ στὸ πιὸ καταφρονεμένο στενό, μπροστὰ στὸ
πιὸ ταπεινὸ σπίτι, τὴν εἶδα νὰ κάθεται. Μὲ κοίταξε σὰν δικό
της ἄνθρωπο. Μοῦ φάνηκε μάλιστα πὼς ἦταν τυλιγμένη μὲ καπνούς,
γι’ αὐτὸ καὶ ἐλάχιστα θυμᾶμαι πιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου
της: μόνο τὰ χρόνια ποὺ τὴ βάραιναν μοῦ ἔχουν μείνει στὴ μνήμη,
τοὺς αἰῶνες θά ’λεγα, κι ὅμως μᾶς χώριζαν μόνο δυὸ γενιές.
Πρέπει νὰ ἔζησε πολὺ λίγα χρόνια ἀκόμα, ἡ γιαγιά μου, μετὰ ἀπὸ
κείνη τὴ συνομιλία μας. Τὰ λόγια της νὰ ἦταν ἀκριβῶς αὐτά, ἢ
τὰ ἔχω μισομπερδέψει μὲ φράσεις ἀπὸ βιβλία ποὺ ἔφτασαν ἀργότερα
ὣς ἐμένα;
Πάντως, οἱ ἀποκρίσεις της δὲν μπορεῖ νὰ διέφεραν
ἀπὸ αὐτὲς ποὺ θὰ ἔδιναν οἱ συντοπίτες της, ἀρχαῖοι σοφοὶ τῆς Ἰωνίας:
«τί εἶναι τὸ πιὸ γλυκὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο;», «ἡ ἐλπίδα», μοῦ ἀπάντησε
καὶ τὸ πρόσωπό της φωτίστηκε· «καὶ τὸ πιὸ δύσκολο;» – σὰν ἕνα
σύννεφο σκοτεινὸ νὰ πέρασε μπροστὰ ἀπ’ τὰ μάτια της, γιὰ μιὰ
στιγμὴ μόνο: «νὰ μπορεῖς», εἶπε, «νὰ ὑπομένεις ὅταν ἡ τύχη σου
ἀλλάζει πρὸς τὸ χειρότερο»· καί, δὲν ξέρω γιατί ἡ ἐφηβική μου
περιέργεια ἔπρεπε νὰ τελειώνει μὲ κεῖνο τὸ ἐρώτημα: «τί μένει,
λοιπόν, ἀπὸ μᾶς ἀφοῦ πεθάνουμε;» Ἔμεινε σκεπτικὴ γιὰ λίγο, μὲ
κοίταξε καὶ κάτι μοῦ ’πε, μὰ τὸ μυαλό μου τότε ἦταν ἀδύνατο νὰ
κρατήσει κεῖνα τὰ λόγια.
Κι ἐπιστρέφω ἐδῶ, εἴκοσι χρόνια τώρα, μήπως
μπορέσω νὰ τὰ θυμηθῶ ξανά.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Θεοδόσης
Κοντάκης (Ἀθήνα, 1968, μὲ καταγωγὴ
ἀπὸ τὴν Ἱεράπετρα Κρήτης καὶ τὴ Θεσσαλονίκη). Ἔχει ζήσει
καὶ ἐργαστεῖ ὡς ἐκπαιδευτικὸς σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας.
Ἔχει ἐκδώσει τὶς ποιητικὲς συλλογές: Ἀναγνώριση ἐδάφους καὶ ἄλλα
ποιήματα (Πλανόδιον, 2009) καὶ Τελευταία ἐποχή
(Θράκα, 2016). Ἔχει ἐπίσης ἐκδοθεῖ καὶ μιὰ συλλογὴ μὲ πεζὰ κείμενά
του (νουβέλες καὶ διηγήματα): Ἑπτὰ
σπίτια, ἰδιωτικὴ ἔκδοση, 2016. Ποιήματά του ἔχουν
δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικὰ Πλανόδιον,
Πόρφυρας,
Κουκούτσι
κ.ἀ. Ἔχει μεταφράσει γιὰ τὶς ἐκδόσεις Πατάκη τὰ βιβλία: Ὁ ναὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ
τοῦ Simon Goldhill, Ἡ
ὡραία Ἑλένη τῆς Bettany Hughes (μαζὶ μὲ τὸν Μάνο Κοντάκη)
καὶ Τρεῖς μέρες στὴν
Ἀβάνα τοῦ Robert A. McCabe. Ἐπίσης, ἀσχολεῖται μὲ τὴ
μετάφραση ποίησης ἀπὸ τὴ γερμανική, τὴν ἰταλικὴ καὶ τὴν ἀγγλικὴ
γλώσσα.
Εἰκόνα:
Βυζαντινὴ Θεσσαλονίκη
(1997). Ἔργο τοῦ Θανάση Μπακογιώργου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου