ΑΑΓΟΡΑΣΑ μιὰ μικρή, γκρίζα ἰταλικὴ
τσάντα.
Ἔχει
πολλὰ τσεπάκια, φερμουάρ, θῆκες μέσα κι ἔξω. Ἀκόμη καὶ χερούλια
ἔχει πολλά. Δυὸ μικρὰ κομψὰ χεράκια καὶ ἕνα μακρὺ λουρὶ μὲ αὐξομειούμενο
μῆκος, ποὺ μπαίνει χιαστὶ στὸ στῆθος, ὅπως τὰ φυσεκλίκια.
Χωράει τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα, ὅπως πορτοφόλι,
κινητὸ τηλέφωνο, ἕνα στυλὸ καὶ τὰ γυαλιά μου. Τὰ κλειδιὰ στριμώχνονται
στὴν ἐξωτερικὴ θήκη ποὺ κλείνει μὲ φερμουάρ.
Ὡστόσο δὲν εἶμαι εὐχαριστημένη ἀπὸ τὴν ἀγορά
μου. Μὲ ἐνοχλεῖ τὸ μικρό της μέγεθος καὶ τὰ πολλὰ φερμουὰρ ποὺ
δυσκολεύομαι νὰ ἀνοίγω καὶ νὰ κλείνω. Μπερδεύομαι ἐπίσης μὲ
τὰ πολλὰ λουράκια καὶ τὶς θῆκες. Δὲν εἶναι ἕνα σακούλι νὰ τὰ πετάξεις
ὅλα μέσα. Κλειδιά, γυαλιά, μολύβια, πορτοφόλι, μπουκαλάκια,
σημειώσεις καὶ βιβλία διάφορα.
Παρόλα αὐτά, μοῦ ἀρέσει νὰ τὴν κοιτάζω, νὰ
τὴν πιάνω, νὰ τὴν κρεμάω στὸν ὦμο, νὰ τὴν ἀκουμπάω στὸ τραπέζι.
Καὶ ἀπορῶ μάλιστα ποὺ κανεὶς ὣς τώρα δὲν τὴν πρόσεξε. Κανεὶς δὲν
εἶπε, ὤ! τί ὡραία τσάντα!
Μπορεῖ νὰ φταίει, σκέφτομαι, τὸ γκρίζο της χρῶμα,
ἕνα γκρίζο βαθὺ σὰν μολυβί, ἂν καὶ ἡ καρτούλα ποὺ εἶχε μαζί
της, ὅταν τὴν ἀγόρασα, ἔγραφε μπλάκ. Παράξενο βέβαια, ἀφοῦ
μπλὰκ θὰ πεῖ μαῦρο, ἐνῶ τὸ χρῶμα τῆς τσάντας μου εἶναι γκρί. Γκρὶ ὅπως
ὁ χειμωνιάτικος οὐρανός, ὅπως τὰ μέταλλα στὶς μεγάλες κατασκευὲς
τῆς πόλης ποὺ στηρίζουν ψηλὰ ὀρθογώνια κτίρια. Ἕνα χρῶμα ψυχρό,
σκοῦρο γκρίζο, ὄχι μαῦρο.
Ἡ καινούρια μου τσάντα ἔχει τὴν ὑπογραφὴ μιᾶς
φημισμένης ἰταλικῆς ἑταιρίας. Δὲν θέλω νὰ τὴν ἀποκαλύψω
γιατὶ δὲν μὲ τιμᾶ ποὺ ἐπέλεξα μιὰ τόσο γνωστή, σχεδὸν κλισὲ καὶ
πασὲ ἰταλικὴ μάρκα γιὰ τσάντα. Ἀπορῶ κι ἐγὼ μὲ τὸν ἑαυτό μου
γι’ αὐτὴ τὴν ἐπιλογή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ὅμως ἀπορῶ καὶ γιὰ τὴν ἀδυναμία
ποὺ τῆς δείχνω.
Μόνο τώρα τελευταία ἄρχισα νὰ σκέφτομαι τὶς
παράξενες ἀναλογίες μεταξύ μας. Καὶ ἀλήθεια φοβᾶμαι ὅτι τὰ
ἀντιφατικὰ αἰσθήματά μου ἀπέναντί της ἔχουν τὴ βαθιὰ αἰτιολογία
τους σ’ αὐτὲς τὶς ἀναλογίες. Γιατὶ κι ἐγώ, ὅπως οἱ περγαμηνὲς
τῆς τσάντας μου, νομίζω πὼς διαθέτω διαπιστευτήρια ποιότητας,
καλλιεργώντας μέσα μου μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Στὴν
πραγματικότητα ὅμως, φοβᾶμαι πὼς δὲν εἶμαι παρὰ μιὰ μπανάλ,
πασέ, βαρετὴ καὶ χωρὶς ξεκάθαρο χρῶμα προσωπικότητα.
Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, λοιπόν, πιθανὸν
μοῦ ἀρέσει τόσο αὐτὴ ἡ καινούρια ἄβολη τσάντα μου, ποὺ δυσκολεύομαι
νὰ ἀποχωριστῶ.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἑλένη
Γούλα (Βασιλίτσι Μεσσηνίας,
1960), ἐργάζεται στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ
σὲ περιοδικά, στὴν ἀνθολογία Τρεῖς ματιές τ’ ἀλλάζουν ὅλα, Μία Ἀνθολογία
Διηγημάτων ἀπό τὴν Ἀθηναϊκή Λέσχη Ἐπιστημονικῆς Φαντασίας,
Ἐκδόσεις Φανταστικὸς Κόσμος, 2007, ἐνώ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Μανδραγόρας»
κυκλοφορεῖ ἡ συλλογὴ διηγημάτων της Σοκολάτα καὶ ἄλλες ἁμαρτίες (2011).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου