ΚΙΤΡΙΝΟ βροχερὸ ἀπόγευμα. Ὄρθιοι
στὰ σκαλοπάτια τῆς μαρμαρένιας ἀποβάθρας, κοιτάζουμε τὸ
βαθύ, ταραγμένο νερὸ τῆς λίμνης.
Ἕνας μεγάλος ἀστακὸς
περνάει μπροστά μας· τόσο κοντὰ καὶ τόσο ἀργὰ κολυμπάει, ποὺ
μιὰ μυστικὴ συνεννόηση γίνεται ἀμέσως μεταξύ μας: «Νὰ τὸν
πιάσουμε ἀπ' τ' αὐτιά!».
Ἁρπάζω κι ἐγὼ ἕν΄ αὐτὶ
κι ἀρχίζουμε νὰ τὸν τραβᾶμε. Τὸ αὐτὶ του εἶναι μεγάλο, μαλακὸ
καὶ καφτό. Καθὼς τὸν ἀνεβάζουμε σιγὰ-σιγὰ καὶ μὲ κόπο ἀπ' τὸ
θολὸ νερό, γιατί εἶναι πολὺ βαρύς, βλέπω πόσο γελαστήκαμε.
Δὲν ἀνασύραμε, ὅπως νομίζαμε, τὸν ἀστακό, ἄλλα ἕναν μεγαλόσωμο
οὐραγκοτάγκο μισοπνιγμένο, ποὺ χτυπιόταν γυρεύοντας νὰ μᾶς
ξεφύγει.
Μετανιώνω ποὺ ἀνακατεύτηκα.
Ὁ οὐραγκοτάγκος δὲν ἔχει
δύναμη ν΄ ἀντισταθεῖ καὶ σὲ λίγο ὑποταγμένος ὁλότελα στὴν
τύχη του, ἀφήνει νὰ τοῦ δέσουμε τὰ σαγόνια μὲ τὸ σκοινί. Στὰ
μεγάλα μάτια του, ὅπως μὲ κοιτάζουν, δὲ διακρίνω θυμὸ ἀλλὰ
ἀπέραντη θλίψη.
Στὴ στιγμὴ ὅλα ξεκαθαρίζουν
μέσα μου. Καταλαβαίνω πὼς μπλέχτηκα σ' ἕνα ἀπαίσιο ἔγκλημα.
Ξέρω, ὅτι αὐτὸς ὁ βρεμένος οὐραγκοτάγκος, ποὺ τουρτουρίζει
καταδικασμένος στὰ πόδια μας, εἶναι ἕνα μοναδικὸ ζῶο μὲ
σπάνια πνευματικὰ προσόντα, ποὺ ὅμοιό του δὲ θὰ ξαναβρεθεῖ·
γνωρίζει ἄπταιστα τὴ γλώσσα ποὺ μιλᾶμε κι ἄλλες ἀκόμα πολλές.
Μιὰ κοιτάζω τὰ χέρια
μου ποὺ ἔχει μείνει στὴν παλάμη τους ἡ ζέστα τοῦ βελουδένιου
του αὐτιοῦ, καὶ μιὰ τοῦ ρίχνω ἔνοχες ματιές, σὰν νὰ τὸν παρακαλῶ
νὰ μὲ συγχωρέσει.
Τὸ σοφὸ ζῶο μένει βουβό.
Ἀποτραβιέμαι παράμερα
κι ἀναλύομαι σὲ ποταμοὺς δακρύων.
Πηγή:
Τὸ βάραθρο
(διηγήματα, ἐκδ. Στιγμή, 1984).
Ἐ.
Χ. Γονατᾶς (Ἀθήνα
1924-2006). Σπούδασε Νομικά, ποιητὴς καὶ δοκιμιογράφος τῆς
πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς, διακρίθηκε κυρίως ὡς «λογοτέχνης
τοῦ παράδοξου». Πρώτη του ἐμφάνιση στὰ γράμματα μὲ τὸ ἀφήγημα Ὁ ταξιδιώτης (1945),
τελευταῖο βιβλίο του Τρεῖς
δεκάρες (ἀφηγήματα, Στιγμή, 2006). Τὸ 1994 τιμήθηκε
μὲ τὸ Κρατικό Βραβεῖο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου