της Ελένης Μπριασούλη
ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ.. 1
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ.. 2
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ.. 2
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ. 3
ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ
ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ.. 4
ΟΡΙΣΜΟΙ (ΑΡΘΡΟ 3). 6
ΣΥΝΟΨΗ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. 7
ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΗΣ. 8
Δεδομένης της
περιβαλλοντικής, οικονομικής, κοινωνικής και, κυρίως, θεσμικής βαρύτητας
του και της σημαντικής τομήςπου
επιχειρεί σε ένα υπερφορτωμένο, ‘πυκνοκατοικημένο’, κατακερματισμένο και συχνά
ασυντόνιστο θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον,
το υπό
διαβούλευση σχέδιο του κλιματικού νόμου (ΣΝ) χρήζει δραστικής επεξεργασίας και
εξειδίκευσης, από ουσιαστική, διαδικαστική και νομοπαρασκευαστική άποψη, για να
διαμορφωθεί ένας ισόρροπος, άρτια τεκμηριωμένος και εφαρμόσιμος νόμος που θα
συμβάλλει στην επίτευξη της προσαρμογής
και ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή καθώς και της κλιματικής ουδετερότητας
στη χώρα (Άρθρο 1, εδάφ. 1).
Η
ακολουθούμενη σειρά παρουσίασης– από τη θεωρία για την κλιματική αλλαγή, την
συγκεκριμένη εκδοχή της κλιματικής ουδετερότητας, τις εκτιμήσεις και
μελλοντικές προβλέψεις έως τις θεσμοθετούμενες δράσεις και τα επιλεγμένα
ζητήματα ορισμών και προϋποθέσεων εφαρμογής του – υπογραμμίζει ότι το
νομοθέτημα πρέπει να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη και αμερόληπτη προσέγγιση,
προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της χώρας, η οποία θα υπαγορεύσει και θα
εξειδικεύσει τις συγκεκριμένες επιλογές πολιτικής και θα υποδείξει τις
προϋποθέσεις αποτελεσματικής εφαρμογής τους.
Η αιτιολογική
έκθεσητου τελικού νομοθετήματος θα πρέπει να τεκμηριώνει ότι οι θεσμοθετούμενες
επιλογές συμφωνούν με τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης των πολύπλοκων
κοινωνικο-οικολογικών προβλημάτων, ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις τουΕυρωπαϊκού
Κανονισμού για το Κλίμα (ΕΚΚ) με οικονομικά και περιβαλλοντικά φειδωλό τρόπο,
σέβονται τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας και λαμβάνουν υπόψη ότι η συμμετοχή της
στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) αντιπροσωπεύει το 1.98% στην ΕΕ
και το 0.17% παγκόσμια,.Συνεπώς,
επειδή η ακραία περίπτωση μηδενισμού εκπομπών ΑτΘ στη χώρα δεν αναμένεται να
έχει σημαντική επίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο, το βάρος της ρύθμισης θα πρέπει
να είναι στην επίτευξη του στόχου του άρθρου 1, την προσαρμογή και
ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή.
Τα κυριότερα
σημεία στα οποία οφείλει να εστιάσει η επεξεργασία του ΣΝ συνοψίζονται
παρακάτω. Ειδικά σχόλια παρέχονται σε επιμέρους άρθρα.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Το ΣΝ
κινείται μέσα στα δεσμευτικά πλαίσια του ΕΚΚ, υιοθετώντας την προσέγγιση και τη
‘θεωρία’ του για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, και επιδιώκει να
ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του.
Το ΣΝ
υιοθετεί μια επιλεκτική, αφαιρετική, περιορισμένη, αποσπασματική και χωρικά ουδέτερη και αδιαφοροποίητη
προσέγγιση στην κλιματική αλλαγή, σε φανερή αναντιστοιχία με τις ολιστικές
προσεγγίσεις (π.χ. οικοσυστημική προσέγγιση) που ενδείκνυνται για την
προσαρμοστική διακυβέρνηση των πολύπλοκων κοινωνικο-οικολογικών προβλημάτων.
Εστιάζει σε
επιλεγμένα άμεσα αίτια της, συγκεκριμένα στις ανθρωπογενείς εκπομπές ΑτΘ,
ιδιαίτερα διοξειδίου του άνθρακα. Ακόμα και υπ’ αυτό το στενό πρίσμα, υποβιβάζει
τον ρόλο των δασικών πυρκαγιών.Αγνοεί τις φυσικές πηγές ΑτΘ ο ρόλος των οποίων
δεν μπορεί να αποκλεισθεί δυνητικά, τουλάχιστον, στο μέλλον.
Παρακάμπτει
τα έμμεσα/γενεσιουργά αίτια της, τις πολύ-επίπεδες κοινωνικο-οικονομικές
διεργασίες,οικονομικές δραστηριότητεςκαι πολιτικές που επηρεάζουν την παραγωγή
εκπομπών ΑτΘ. Ενδεικτικά, παραγωγικό οικονομικό μοντέλο, επίπεδο βιομηχανικής
ανάπτυξης (και αποβιομηχάνισης), πληθυσμιακές μεταβολές, μετανάστευση,
εγκατάλειψη υπαίθρου, πρότυπα κατανάλωσης και μετακινήσεων, παγκόσμιες
οικονομικές, κοινωνικές και, πολύ σημαντικά, τεχνολογικές μεταβολές.
Εστιάζει στην
ατμόσφαιρα και υποβιβάζει τον σημαντικό ρόλο των άλλων δύο μεγάλων συστατικών
του πλανητικού οικοσυστήματος, γη (έδαφος, φυτοκάλυψη) και θάλασσα, και τις
δυναμικές αλληλεπιδράσεις τους, στην γένεση, εξέλιξη και αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής (ως πηγές και ως καταβόθρες ΑτΘ).Αυτό οφείλεται στην
ανισοβαρή έμφαση στις εκπομπές έναντι των απορροφήσεων όπως σχολιάζεται παρακάτω.
Αυτές οι παραλείψεις αντανακλώνται στις εκτιμήσεις και προβλέψεις των
μελλοντικών συνθηκών πάνω στις οποίες βασίζεται η λήψη αποφάσεων πολιτικής.