Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να
ασπρίζουν. Άργησε να το συνειδητοποιήσει πως τα μαλλιά του άσπριζαν σιγά-σιγά.
Κι ας τον έβλεπε κάθε μέρα, ίσως ακριβώς επειδή τον έβλεπε κάθε μέρα. Πάντως, η
εικόνα του μέσα της ήταν αυτή της πρώτης φοράς που τον είδε, τότε, πριν από
εικοσιπέντε χρόνια, όταν ήρθε να μείνει σ’ αυτή την περιοχή. Απ’ τα κεντρικά
γραφεία της είχαν δώσει την επαφή, «να τον πάρεις τηλέφωνο αμέσως» της είχαν
πει, «έχουν ανάγκη στην τοπική οργάνωση από κόσμο. Τους είπαμε ότι θα πας και
σε περιμένουν πώς και πώς». Εικοσιπέντε χρόνια, σχεδόν η μισή της ζωή.
Την πρώτη φορά που τον είδε από κοντά,
νέος άντρας αυτός τότε, στην αρχή της ωριμότητας, έθαλλε απαστράπτων, ήταν
ανεβασμένος σε μια κολώνα της ΔΕΗ και έδενε ένα πανώ. Μοναχός του. Δεν είπε
τίποτε ποτέ και σε κανένα. Αγκάθι και τραγούδι μέσα της. Αγκάθι και πόνος αλλά
δίχως του να ζήσει δεν μπορούσε, χωρίς τον πόνο αυτό να ζήσει δεν μπορούσε.
Προσπάθησε να τον βγάλει από το νου της κι ήταν αδύνατον. Έμαθε να ζει έτσι.
Μαζί του να ζει. Έτσι.
Μετά από καιρό, παντρεύτηκε τον Στάθη. Οι φίλοι και οι σύντροφοι από την οργάνωση τον μακάριζαν. «Στα μάτια τον κοιτάει» έλεγαν. «Τέτοια αφοσίωση αυτή η κοπέλα, ρε παιδάκι μου» έλεγαν. Ο Στάθης ήταν ευτυχισμένος. Αυτή μέσα της ήξερε μονάχη. Την ενοχή της ξεπλήρωνε. Τον άλλον σκεφτόταν συνέχεια. Όποτε έμενε λίγο μόνη, όποτε έβγαινε για ψώνια, όταν μοίραζε υλικό του κόμματος στους δρόμους, τον άλλον σκεφτόταν. Κι όσο πιο πολύ τον σκεφτόταν, τόσο περισσότερο φρόντιζε τον Στάθη και του ‘δινε απλόχερα αγάπη και γνοιάξιμο.
Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τίποτε, εικοσιπέντε χρόνια.
Μετά από καιρό, παντρεύτηκε τον Στάθη. Οι φίλοι και οι σύντροφοι από την οργάνωση τον μακάριζαν. «Στα μάτια τον κοιτάει» έλεγαν. «Τέτοια αφοσίωση αυτή η κοπέλα, ρε παιδάκι μου» έλεγαν. Ο Στάθης ήταν ευτυχισμένος. Αυτή μέσα της ήξερε μονάχη. Την ενοχή της ξεπλήρωνε. Τον άλλον σκεφτόταν συνέχεια. Όποτε έμενε λίγο μόνη, όποτε έβγαινε για ψώνια, όταν μοίραζε υλικό του κόμματος στους δρόμους, τον άλλον σκεφτόταν. Κι όσο πιο πολύ τον σκεφτόταν, τόσο περισσότερο φρόντιζε τον Στάθη και του ‘δινε απλόχερα αγάπη και γνοιάξιμο.
Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τίποτε, εικοσιπέντε χρόνια.
Παραμονή πρωταπριλιάς έπεσε το ετήσιο
γλέντι της οργάνωσης.