Με επίκεντρο έναν από τους κήπους
των αθηναϊκών περιχώρων ξετυλίγεται ένας σχολιασμός του υβρίδιου πόλης και
φύσης, που δέσποζε αρκετά χρόνια, στη μεταπολεμική περίοδο: Σχολιασμός που
αποφεύγει, ή επιχειρεί να αποφύγει μια
ξεπερασμένη νοσταλγία, εξωραΐζοντας το
παρελθόν.
Σε αυτό το εγχείρημα σύγκρισης
των ποιοτήτων της περασμένης ζωής –όπως ήταν τα ακούσματα, το νυχτερινό τοπίο,
τα αρώματα, αλλά και η ασυνάρτητη κατοίκηση -
τίθεται και ερμηνεύεται το ερώτημα άγνωστου κειμενογράφου: «Μήπως περνούσαμε καλύτερα όταν περνούσαμε
χειρότερα;»
Η χωρική, χρονική και
περιβαλλοντική απόσταση κατανοείται και γεφυρώνεται μόνο με τη καταβολή
ενέργειας. Στη προκειμένη περίπτωση, η ενέργεια που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει
μια κριτική «επιστροφή» στην Αττική των δεκαετιών του ’50 και του ’60, είναι η
αναζήτηση στοιχείων «ανακυκλώσιμων», δηλαδή αξιοποιήσιμων στις τρέχουσες συνθήκες.
Θα μπορούσε η σημερινή Αθήνα να
επανασυνδεθεί με τη φύση, τη γεωργία, την ήπια κυκλοφορία; Θα μπορούσε να
αναγνωρίσει και να εγκαθιδρύσει ξανά, ως ένα βαθμό, μια δομή «μεγάλων
οριζόντων» σε ένα αστικό τοπίο κατεξοχήν κλειστό, υπερδομημένο και μίζερο; Θα
μπορούσε να «αναβιώσει» ένα πνεύμα πόλης και οικειότητας, μια μικρή αστική
πατρίδα κατά τα λεγόμενα του Κορμπυζιέ, με ελευθεριότητα και χωρίς παραχωρήσεις στον κομφορμισμό; Θα
μπορούσαν αυτές οι λύσεις όχι απλώς να μην στοιχίσουν, αλλά να προσδώσουν
δυνατότητες, αντοχές και άλλη ποιότητα ζωής στους πολίτες;
Μετά τον «Υμηττό», την «Αττική»,
«Τα βουνά του κόσμου», ο συγγραφέας επανέρχεται σε μια επιλεκτική ιστόρηση, με
χρησιμοθηρική λογική. Στο στόχαστρό του είναι πάντα η εκτατική αστικοποίηση,
που συρρικνώνει και «απαρτιώνει» σημαντικούς χώρους ζωής –κάνοντας ανέφικτες παλιές και νέες
λειτουργίες.
Ως πρόθεση τουλάχιστον, το βιβλίο
των εκδόσεων Μανδραγόρας δεν είναι βολή
εναντίον «της ζωής που αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία», αλλά
μια διατύπωση πιθανού μέλλοντος.
Γιάννης Σχίζας, «Ο κήπος
μου, Αφήγημα Πολεοδομικών Προθέσεων»,
εικονογράφηση Άννας Φιλίνη, εκδόσεις Μανδραγόρας Αθήνα 2014, σελ. 64, ISBN 978-960-9476-83-6, τιμή 7 ευρώ