Διήγημα με θέμα το Απαρτχάϊντ στη Νότια Αφρική
.
Ὅταν ἤμουν ἄρρωστη ἢ ἔκλεινε τὸ σχολεῖο, ξέφευγα ἀπὸ τὴν τροφό
μου, τρύπωνα κάτω ἀπὸ τὴν κουπαστὴ καὶ περίμενα
μαζί του. Ἔβγαζα κι ἐγὼ τὰ παπούτσια μου καὶ τὰ ἄφηνα ἔξω ἀπὸ τὴν κρυψώνα. Μὲ τὸν καιρὸ μὲ ἄφησε νὰ κάθομαι κοντά του, μέχρι ποὺ ἔφτασα νὰ ἀκουμπῶ τὸ μπράτσο μου στὸ μπράτσο του.
Ὅσο περιμέναμε νὰ τὸν φωνάξει κάποιος, προσπαθοῦσα νὰ συγχρονίσω τὴν κίνηση τῶν βλεφάρων μου καὶ τὴν ἀναπνοή μου
μὲ τὴ δική του. Παρατηροῦσα τὰ δάχτυλα. Τὰ νύχια. Τὸ σχῆμα τῶν ποδιῶν του, μὲ τὶς ὧρες. Ἔψαχνα νὰ ἐντοπίσω σημάδια
ἀπὸ χτυπήματα στὶς κνῆμες, συγκρίνοντάς τες μὲ τὶς δικές μου, ποὺ οἱ μελανιὲς ἦταν ἐμφανεῖς καὶ μετρήσιμες. Ὅσο περιμέναμε, σταυρώναμε τὶς παλάμες μας καὶ τὶς ἀκουμπούσαμε στὰ λυγισμένα γόνατά μας. Ὅταν μυρμήγκιαζαν τὶς τινάζαμε
μὲ ἕναν ἀλλοπρόσαλλο
βουβὸ σπασμὸ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τῶν χεριῶν μας. Ἔπειτα μέναμε πάλι ἀκίνητοι πνίγοντας τὰ γέλια μας.
Ἕνα πρωί, ὁ πατέρας του, ὁ θυρωρός μας, κατέβηκε ἀθόρυβα τὴ σκάλα ἀπὸ πάνω μας κι
ἔχωσε ξαφνικὰ τὸ κεφάλι του
μέσα στὴν κρυψώνα μας. Μᾶς τσάκωσε νὰ περιμένουμε κουρνιασμένοι στὸ σκοτάδι, τὸ μπράτσο του νὰ ἀκουμπάει τὸ δικό μου. Μᾶς κόπηκε ἡ ἀνάσα ταυτόχρονα, ἀλλὰ παραμείναμε ἀκίνητοι κι ἑνωμένοι, ὅσο τὸν κατσάδιαζε στὰ σουαχίλι.
Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη μέρα δὲν τὸν ξαναέφερε
μαζί του. Λίγες ἑβδομάδες μετά, σηκώθηκα ἥσυχα ἕνα πρωὶ νωρίτερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου καὶ ἤπια μονορούφι τὸ ρὸζ σιρόπι γιὰ τὸ βήχα ποὺ βρῆκα στὸ μπάνιο μας. Στὸ νοσοκομεῖο μᾶς μετέφερε ὁ θυρωρός μας, ὁδηγώντας, ὁ τρελός, χωρὶς ἄδεια τὸ αὐτοκίνητό
μας..
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δήμητρα Χριστοδούλου (Γιοχάνεσμπουρκ, 1971) Ἀπόφοιτη Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου, Τμῆμα Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν, Εὐρωπαϊκὸς Πολιτισμός.
.
planodion | 19 Σεπτεμβρίου 2014,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου