Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

1821: Τὰ Μικρὰ τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα : Ὅ­λον τὸ γέ­νος τῶν Χρι­στια­νῶν ἐ­ση­κώ­θη εἰς τ' ἄρ­μα­τα [τοῦ Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη]

 





ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ τὸν Θε­ο­δω­ρά­κη Κο­λο­κο­τρώ­νη, ἄρ­χον­τα τῶν ἀ­κα­τα­μα­χή­των Ἑλ­λη­νι­κῶν στρα­τευ­μά­των, εἰς ἐ­σέ­να τὸν Μου­στα­φᾶ Κε­χα­γιᾶ βε­γῆ.

       Σοῦ φα­νε­ρό­νω, ὅ­τι τὴν ἀ­λή­θεια εἶ­σαι ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τος ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τῶν ὁ­μο­πί­στων σου Τουρ­κῶν, καὶ ζη­τεῖς ἄ­δι­κα νὰ τοὺς πά­ρῃς ς' τὸν λαι­μόν σου. Ἐ­σὺ ἐ­γνώ­ρι­σες κα­λὰ τὴν ἀ­πό­φα­σιν τοῦ ὑ­ψί­στου Θε­οῦ καὶ τὴν ἀ­πό­φα­σιν ὅ­λων τῶν με­γά­λων Δυ­νά­με­ων τῆς Εὐ­ρώ­πης, διὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θῇ τὸ γέ­νος τῶν Χρι­στια­νῶν ἀ­πὸ ταῖς ἀ­δι­κί­αις καὶ τυ­ραν­νί­αν σας, ἠ­ξεύ­ρον­τας τὰς ἀν­δρα­γα­θί­ας τῶν Χρι­στια­νῶν εἰς τὴν Ῥού­με­λην· πλὴν ἐ­στο­χά­σθης, ὅ­τι ἀ­περ­νῶν­τας μὲ ὀ­λί­γους λου­φε­τσί­δες* ἐ­πά­νω εἰς τὸν Μο­ρέ­α, πὼς εὔ­κο­λα ἤ­θε­λε φο­βί­σῃς τὰ ἀν­δρεῖ­α ἄρ­μα­τά μας· καὶ τὸ εὔ­κο­λον ἀ­πέ­ρα­σμά σου ἀ­πὸ Βο­στί­τζαν ἕ­ως αὐ­τοῦ διὰ τὴν ἀ­προ­φυ­λα­ξί­αν τῶν ἐ­κεῖ με­ρῶν, εἰς και­ρὸν ὁ­ποὺ καὶ εἰς τὸ Ἄρ­γος εὑ­ρε­θέν­τες τό­τε ὀ­λί­γοι στρα­τι­ῶ­ται σοῦ ἐ­προ­ξέ­νη­σαν πολ­λὰ κα­κά, σὲ ἔ­κα­μαν νὰ φθά­σῃς εἰς μί­αν κα­κὴν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν, καὶ νὰ τολ­μή­σῃς ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­δρεί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν στρα­τευ­μά­των μας κα­τὰ τὸ Βαλ­τέ­τζι, διὰ νὰ πά­θῃς, ὅ­σα ἔ­πα­θες, καὶ νὰ πά­ρῃς εἰς τὸν λαι­μόν σου τό­σους ὁ­μο­πί­στους σου. Ἐ­ξιπ­πά­σθης, φαί­νε­ται, ὅ­τι εἰς τὸ Ἄρ­γος εὑ­ρὼν με­ρι­κοὺς ζευ­γο­λά­τας καὶ γυ­ναῖ­κας, τοὺς ἐ­θα­νά­τω­σες ἄ­δι­κα. Ἡ­μεῖς εἴ­με­θα εὐ­σπλαγ­χνι­κώ­τε­ροι καὶ γεν­ναι­ό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­σέ·

ἐ­πει­δή, ἐν ᾧ ἔ­χο­μεν πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­πὸ χι­λί­ους Τούρ­κους εἰς τὸ χέ­ρι, δὲν ἐ­κα­τα­δέ­χθη­μεν νὰ τοὺς πει­ρά­ξω­μεν τε­λεί­ως, ἀλ­λὰ τοὺς ἔ­χο­μεν μὲ τὸ ῥε­χά­τι, τρώ­γον­τες καὶ πί­νον­τες καλ­λί­τε­ρον ἀ­πὸ ἐ­σέ­να. Ἤ­ξευ­ρε δέ, ὄ­χι ὅ­σους ἐ­θα­νά­τω­σες, ἀλ­λὰ καὶ ἑ­κα­τὸ με­ρί­δια τό­σους ἂν ἐ­θα­νά­τω­νες, δὲν μᾶς φο­βί­ζεις, οὔ­τε ὀ­λι­γο­στεύ­ο­μεν· ἐ­πει­δὴ ὡς πρὸς ἐ­σᾶς τοὺς Τούρ­κους, ὁ­ποὺ εὑ­ρί­σκε­σθε εἰς τὸν Μο­ρέ­α, εἴ­με­θα τό­σοι πολ­λοί, ὁ­πού, πε­νήν­τα ἀ­πὸ ἡ­μᾶς ἂν σκο­τω­θοῦν καὶ ἕ­νας ἀ­πὸ σᾶς, πά­λιν, μὲ τοῦ Θε­οῦ τὸ θέ­λη­μα, χω­ρὶς ἄλ­λο θὰ σᾶς νι­κή­σω­μεν. Δὲν σὲ ἔ­φθα­σαν αὐ­τὰ τὰ ἀ­νό­η­τα κι­νή­μα­τά σου, πα­ρὰ ἐ­τόλ­μη­σες νὰ στεί­λῃς καὶ προ­σκυ­νο­χάρ­τια, διὰ νὰ ἔλ­θουν νὰ προ­σκυ­νή­σουν οἱ ἀ­φθέν­ταις σου, ἐν ᾧ ἡ­μεῖς ἐ­σέ­να τὸν ἀ­νά­ξιον ὄ­χι τὰ χαρ­τιά σου δὲν φο­βού­με­θα, ἀλ­λ' οὔ­τε τὰ ἄρ­μα­τά σου στο­χα­ζό­με­θα διὰ ἄρ­μα­τα. Ἂν ἐ­στο­χά­σθης, ὅ­τι εἶ­ναι τὸ παι­γνί­δι, ὁ­ποὺ εἰς τὸν Μο­ρέ­α πρὸ πε­νῆν­τα χρό­νους ἐ­στά­θη, εἶ­σαι πολ­λὰ γε­λα­σμέ­νος, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­ναι ὡ­σὰν κεῖ­νο· δι­ό­τι ὅ­λον τὸ γέ­νος τῶν Χρι­στια­νῶν καὶ εἰς τὸν Μο­ρέ­α, Ῥού­με­λη, Σερ­βί­α, Βουλ­γα­ρί­α, Κα­ρα­τα­γλί­δες, Βλα­χομ­πο­γδα­νί­α καὶ σχε­δὸν εἰς αὐ­τὴν τὴν Ἀ­να­το­λὴν ἐ­ση­κώ­θη εἰς τ' ἄρ­μα­τα, ὁ­μοί­ως καὶ ὅ­λα τὰ νη­σί­α τῆς Ἄ­σπρης θα­λάσ­σης. Μά­θε, ἂν δὲν τὸ ἠ­ξεύ­ρῃς, ὅ­τι ἡ Βλα­χομ­πο­γδα­νί­α, Σερ­βί­α, Βουλ­γα­ρί­α, ἡ Φι­λιπ­πού­πο­λις, τὸ Σα­λο­νί­κι, ἡ Βάρ­να, ἡ Ἐ­δερ­νὲ* ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­σαν· ἡ Σκόν­δρα εἶ­ναι μου­χα­σε­ρὲ* ἀ­πὸ τοὺς Κα­ρα­τα­γλί­δες καὶ πο­λε­μεῖ­ται ἀν­δρεί­ως· ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λις εἶ­ναι μου­χα­σε­ρὲ ἀ­πὸ τὸν πρίγ­κι­πά μας Ἀ­λέ­ξαν­δρον Ὑ­ψη­λάν­τε μὲ 200 χι­λιά­δας στρά­τευ­μα· ὁ Ἐλ­τζῆς* τῆς με­γά­λης Ῥουσ­σί­ας ἔ­φυ­γε· 30 κα­ρά­βια ῥωσ­σι­κὰ ἔ­χουν κλει­σμέ­να τὸ Φα­να­ρά­κι· 10 κα­ρά­βια, ὁ­ποὺ ἔ­μει­ναν ἀ­κό­μη τοῦ Σουλ­τά­νου σας, τὰ ἔ­χει δε­μέ­να ὡ­σὰν γα­ϊ­δού­ρια εἰς τὴν πό­λιν· 30 κα­ρά­βια Ὑ­δρι­ο­σπε­τζώ­τι­κα καὶ Ψα­ρια­νὰ ἔ­χουν κλει­σμέ­νο τὸ μπο­γά­ζι* τοῦ Τζα­νὰκ-Κα­λε­σί· ἄλ­λα σα­ράν­τα πε­ρι­πα­τοῦν ὅ­λην τὴν Ἄ­σπρην θά­λασ­σαν, καὶ ἔ­χουν 80 κα­ρά­βια μπε­γλί­τι­κα* καὶ πραγ­μα­τευ­τά­ρι­κα κλει­σμέ­να καὶ ἀ­πά­νω ἀ­πὸ τοὺς 6000 Τούρ­κους, καὶ μά­λι­στα τοῦ Μπε­κὶρ πασ­σᾶ, Ἀτ­τά­λια βα­λι­σῆ, ὁ­ποὺ ἐρ­χό­ταν εἰς τὸ ἰ­μιν­τά­τι* σας. Μά­θε, ὅ­τι ὁ γεν­ναῖ­ος Ἀ­λῆ πασ­σᾶς Τε­πε­λεν­τλῆς, ἀ­πο­φα­σί­σας νὰ ζή­σῃ εἰ­ρη­νι­κῶς μὲ ἡ­μᾶς, κα­τέ­σφα­ξεν ἀν­δρεί­ως πολ­λοὺς ἀ­πὸ τοὺς ἐ­δι­κούς σας, καὶ τοὺς ἄλ­λους μα­ζὴ μὲ τὸν Χουρ­σὴτ πασ­σᾶν σας ὁ Ὀ­μὲρ πασ­σᾶς Βι­ρι­ώ­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­σκο­τώ­θη εἰς τὸ Ζη­τοῦ­νι μ' ὅ­λον του τὸ στρά­τευ­μα· καὶ τὸν Πα­σι­όμ­πε­η τὸν ἔ­δο­σε τοῦ δι­α­βό­λου. Μά­θε, ὅ­τι ἡ Ἀ­θῆ­να, Θῆ­βα, Λει­βα­διά, Τα­λάν­τι, Πα­τρα­τζί­κι καὶ ὅ­λη ἡ Θεσ­σα­λί­α, καὶ δὲν ἔ­μει­νε κα­νέ­να ἄλ­λο μέ­ρος πα­ρὰ ἡ Εὔ­ρι­πος καὶ ἄλ­λα ὀ­λί­γα μέ­ρη, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι μου­χα­σε­ρὲ δυ­να­τὰ καὶ ἀ­πὸ ξη­ρᾶς καὶ θα­λάσ­σης. Εἶ­δες μὲ τὰ ὀμ­μά­τιά σου τὰ ἐ­δι­κά μας κα­ρά­βια εἰς τὸ Ἀ­νά­πλι· ἄλ­λα δέ­κα εὑ­ρί­σκουν­ται εἰς Μο­νο­βα­σί­α, καὶ ἄλ­λα 12 εὑ­ρί­σκουν­ται εἰς τὸν μου­χα­σε­ρὲ Κο­ρώ­νης, Μο­θώ­νης καὶ Νε­ο­κά­στρου, καὶ 17 ἔ­φθα­σαν προ­χθὲς εἰς τὸν κόλ­πον τῆς Πα­τρὸς καὶ Κο­ρίν­θου, καὶ ἐ­πε­ρί­λα­βαν τὰ κα­ρά­βια, ὁ­ποὺ σὲ ἤ­φε­ραν, καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα ὁ­ποὺ εὑ­ρί­σκουν­ται εἰς τὸν πό­λε­μον· καὶ πλέ­ον λου­φε­τζί­δαις καὶ μιν­τά­τια δὲν θέ­λεις ἰ­δεῖ· καί, ἂν θέ­λῃς, ἔ­λα εἰς αἴ­σθη­σιν, ἄν­θρω­πε, καὶ μὴ παίρ­νῃς εἰς τὸν λαι­μόν σου τό­σους Τούρ­κους, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ὅ­ταν πα­ρα­δώ­σουν τὰ ἄρ­μα­τά τους, θέ­λει ζή­σουν φι­λι­κὰ μὲ ἡ­μᾶς ὑ­πὸ τὴν δι­οί­κη­σιν τοῦ κρα­ται­ο­τά­του καὶ πο­λυ­χρο­νί­ου πριγ­κί­που μας Ἀ­λε­ξάν­δρου Ὑ­ψη­λάν­τε. Εἰς ἡ­μᾶς τὰ προ­σκυ­νο­χάρ­τια δὲν χρη­σι­μεύ­ουν, ἀλ­λὰ εἰς ἐ­σᾶς εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α, ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς ἔ­τζι ἀ­πε­φά­σι­σε· καί, ἂν θέ­λῃς, ἔ­λα εἰς αἴ­σθη­σιν, διὰ νὰ μὴν χα­θῇς· ὅ­τι, μὲ τὴν βο­ή­θειαν τοῦ Θε­οῦ, ἂν φερ­θῇς δι­α­φο­ρε­τι­κά, δὲν θέ­λεις γλυ­τώ­σῃ ἀ­πὸ τὸ σπα­θί μου. Ὅ­σους μᾶς ἐ­στεί­λα­τε μὲ τὰ προ­σκυ­νο­χάρ­τια, τοὺς πε­ρά­σα­μεν ἀ­πὸ τὸ σπα­θί μας, καὶ πρὸς πλη­ρο­φο­ρί­αν σου. Ἰ­δοὺ ὁ­ποὺ στέλ­νο­μεν τὸν πα­ρὸν μὲ τὸ πα­ρόν μας, καὶ κά­με­τε σε­ή­ρι*, ὅ­τι ἐ­μεῖς ἔ­χο­μεν προ­στα­γὴν ἀ­πὸ τὸν Πρίγ­κι­πα, ὄ­χι τοὺς Τούρ­κους μό­νον, ὁ­ποὺ δὲν κά­νουν ἰ­τα­έ­τι*, νὰ πο­λε­μή­σω­μεν, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­σους Ῥω­μαί­ους τουρ­κο­φρο­νοῦν. Ἀρ­κε­τὰ σοῦ εἶ­ναι αὐ­τά, διὰ νὰ σὲ φέ­ρουν εἰς αἴ­σθη­σιν· καὶ ἤ­ξευ­ρε, ὅ­τι, ἂν δὲν ὑ­πα­κού­σῃς νὰ πα­ρα­δώ­σῃς τὰ ἄρ­μα­τα, τὰ ἀν­δρεῖ­α ἄρ­μα­τά μας νὰ ὁ­ποὺ τὰ ἔ­χο­μεν εἰς τὰ ῥου­θού­νια σας, καί, ἂν θέ­λῃς, δο­κί­μα­σε ἄλ­λην μί­αν φο­ράν, ὄ­χι κλέ­πτι­κα, ἀλ­λὰ πα­λη­κα­ρί­σια· ἐ­πει­δὴ καὶ ἐ­γώ, ἀ­φ' οὗ ἐμ­βῆ­κες μέ­σα, ἐ­πρό­σμε­να νὰ μοῦ στεί­λῃς τὴν εἴ­δη­σιν νὰ πο­λε­μή­σω­μεν τα­κτι­κά, ἐ­πει­δὴ καὶ ἐ­μεῖς τὴν ῥέ­γου­λα τῶν ἀρ­μά­των τὴν ἐ­μά­θα­με καὶ τὴν ἠ­ξεύ­ρο­μεν· καί, ἂν ἐ­σέ­να δὲν σοῦ βα­στᾷ νὰ ἔλ­θῃς σὰν πα­λη­κά­ρι τα­κτι­κὰ ἀ­πά­νω μου, καὶ δὲν βα­ρι­ε­στᾷς ἀ­πὸ τὸν κλέ­πτι­κόν σου τρό­πον, ἤ­ξευ­ρε, ὅ­τι ἐ­γὼ ἔρ­χο­μαι ἀ­πά­νω σου, καὶ σοῦ δί­δω μί­αν ἡ­μέ­ραν προ­τή­τε­ρα τὴν εἴ­δη­σιν, διὰ νὰ ἑ­τοι­μα­σθῇς. Ταῦ­τα καὶ κα­λαῖς ἀν­τά­μω­σαις εἰς τὸ σα­ρά­γι σου μέ­σα.

            Τῷ ά. ἔ­τει τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, Μα­ΐ­ου 18.

λου­φε­τσί­δες: μι­σθο­φό­ροι | Ἐ­δερ­νὲ: ἡ Ἀ­δρι­α­νού­πο­λη | μου­χα­σε­ρὲ: σὲ πο­λι­ορ­κί­α |Ἐλ­τζῆς: πρε­σβευ­τής | μπο­γά­ζι: πορ­θμός | μπε­γλί­τι­κα: τῶν μπέ­η­δων | ἰ­μιν­τά­τι: ἐ­νί­σχυ­ση | κά­νω σε­ή­ρι: κοι­τά­ζω· λο­γα­ριά­ζω | ἰ­τα­έ­τι: ὑ­πο­τα­γή.

Πη­γή: Ἰ­ω­άν­νης Φι­λή­μων, Δο­κί­μιον Ἱ­στο­ρι­κὸν πε­ρὶ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως, τόμ. Γ’, Ἀ­θῆ­ναι, 1860, σελ. 279-281.

Πρό­κει­ται γιὰ ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ἐ­πι­στο­λὴ, προ­πα­γαν­δι­στι­κὴ καὶ ψευ­δο­λο­γι­κή, ποὺ ἀ­πο­δί­δε­ται στὸν Θε­ό­δω­ρο Κο­λο­κο­τρώ­νη πρὸς τὸν Μου­στα­φᾶ Κε­χα­γιάμ­πε­η(1). Κα­τὰ τὸν Ἰ­ω­άν­νη Φι­λή­μο­να (1798/1799-1874), τὸν  ἱ­στο­ρι­κὸ ποὺ τὴν δι­α­σώ­ζει, ἡ ἐ­πι­στο­λὴ αὐ­τή, ἡ πε­ρί­ερ­γος ὅ­πως τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζει, γρά­φτη­κε στὶς 18 Μα­ΐ­ου 1821, με­τὰ ἀ­πὸ τὴν μά­χη στὸ Βαλ­τέ­τσι (12-13 Μα­ΐ­ου 1821) ἀ­πὸ τὸν Κο­λο­κο­τρώ­νη «ἀ­πο­τό­μῳ τῷ τρό­πω» καὶ «συγ­κιρ­νῶν πρὸς ἐ­πί­δει­ξιν κα­τα­πλη­κτι­κὰς πε­ρὶ Τουρ­κί­ας εἰ­δή­σεις» μὲ σκο­πὸ «ὅ­πως ψυ­χρά­νῃ μὲν ἔ­τι μᾶλ­λον τοὺς ἐν­το­πί­ους Τούρ­κους κα­τὰ τοῦ ξέ­νου Κε­χα­γιᾶ βε­γῆ, ἐμ­βά­λῃ δὲ ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ αὐ­τοῦ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­αν, καὶ ἀ­πο­τε­λέ­σῃ οὕ­τω τα­χύ­τε­ρον, ὅ­σον ἔ­νε­στι, τὴν λύ­σιν τοῦ πο­λι­ορ­κη­τι­κοῦ δρά­μα­τος τῆς Τρι­πό­λε­ως».

       (1) Μου­στα­φᾶ Κε­χα­γι­άμ­πε­ης: ἐ­πι­τε­λάρ­χης τοῦ Χουρ­σίτ Πα­σᾶ, ποὺ κα­θὼς ὀ ἴ­διος ἦ­ταν ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νος στὴν πο­λι­ορ­κί­α τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ στὰ Γιάν­νι­να, ἐ­στά­λη τὴν Ἄ­νοι­ξη τοῦ 1821 ἐ­πι­κε­φα­λῆς 3000 Ἀλ­βα­νῶν στὴν Πε­λο­πόν­νη­σο γιὰ νὰ κα­τα­πνί­ξει τὴν ἐ­κεῖ ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­πα­νά­στα­ση. Σκο­τώ­θη­κε στὴ Μά­χη τῆς Σπλάν­τζας στὴν Ἤ­πει­ρο τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1822. [Σημ. τοῦ ἐ­πι­με­λη­τῆ.]

Εἰσαγωγὴ (βλ. ἐδῶ) καὶ ἐπιμέλεια ἀφιερώματος: Γιάννης Πατίλης.

Εἰ­κό­να: Σπυ­ρί­δων Φου­σκί­δης, Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης (1843), λι­θο­γρα­φία, ἰ­δι­ω­τι­κή συλ­λο­γή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου