Η ΛΟΥΣΥ ἦταν ἔγκυος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὴν εἶχε ἀφήσει
ἔκθαμβη, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ καμία πράξη της ποὺ νὰ ὁδηγοῦσε
σ’ ἕνα τέτοιο ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ τὸ πῆρε ψύχραιμα. Ἡ ζωή της εἶχε ἀλλάξει
ἐλάχιστα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι κοιμόταν, ἔχεζε κι ἔτρωγε περισσότερο.
Τὸ ἀγρόκτημα ἐκτεινόταν σιωπηλὸ γύρω της ὅσο ἡ κοιλιά της φούσκωνε.
Ξυπνοῦσε καθημερινὰ ἀπὸ τὰ ἐλαφριὰ κλωτσήματα τῆς ἀγέννητης κόρης
της στὰ ἤδη μελανιασμένα της πλευρὰ καὶ ἀνακάλυπτε ὅτι δὲν ἦταν ἀκόμα
σὲ θέση νὰ τὴν ἀγαπήσει. Τί ἤξερε ἀπὸ παιδιά; Τῆς ἄρεσε ποὺ ἦταν μόνη,
μὲ φύλακες τὰ βουνὰ καὶ τὴ φιλεύσπλαχνη γῆ ν’ ἀκούει τὶς σιωπηλές
της σκέψεις.
Τὶς νύχτες ὀνειρευόταν ἐρημικὲς ἀμμουδιές, ἕναν ἄνεμο ἀπ’
τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει καὶ ἄπιαστα ἄγρια ἄλογα. Τὴ μέρα
ποὺ γεννήθηκε ἡ κόρη της, ἡ Λούσυ ξύπνησε ἀπὸ τὸ ἴδιο ὄνειρο, τὸ κρεβάτι
της μουσκεμένο ἀπὸ τὴν ξαφνική, ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τοῦ σώματός της
νὰ φέρει στὸν κόσμο τὴν κόρη της. Ἡ Λούσυ κάθησε ἀνακούκουρδα στὴ μπανιέρα
ποὺ βρισκόταν στὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ, σφίχτηκε καὶ ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει.
Κανεὶς δὲν τὴν ἄκουσε, ὅλοι οἱ συγγενεῖς της εἶχαν πεθάνει πρὸ πολλοῦ
καὶ τὸ σπίτι της ἦταν ὑπερβολικὰ βαθιὰ στὸ δάσος γιὰ νὰ φτάσει κανεὶς
ὣς ἐκεῖ.
Ἔμεινε
ἔκπληκτη ὅταν αὐτὸ ποὺ γλίστρησε ἀπὸ μέσα της ἦταν στὴν πραγματικότητα
ἕνα πουλάρι. Ἡ Λούσυ δὲν θυμόταν νὰ εἶχε πάει ποτὲ μὲ ἄλογο, ἀλλὰ ἔνιωσε
ἀνακούφιση ποὺ αὐτὸ θὰ ἦταν ὁ ἀπόγονός της. Μιὰ μάνα ξέρει. Ἔκανε ὅ,τι
τῆς εἶχε διδάξει ὁ πατέρας της κάθε φορὰ ποὺ γεννοῦσε κάποιο ζῶο τοῦ
ἀγροκτήματος. Σκούπισε τὶς βλέννες ἀπ’ τὸ στόμα τῆς κόρης της καὶ τὴν
ἀπόθεσε ἁπαλὰ στὸ πάτωμα τοῦ μπάνιου γιὰ νὰ καθαρίσει τὸ ἐμβρυϊκὸ
σμῆγμα ποὺ κάλυπτε τὴν ἁπαλὴ ἐπιδερμίδα της. Προσπάθησε νὰ βοηθήσει
τὸ πουλάρι νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του καὶ μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἀποτυχημένες
προσπάθειες, ἡ κόρη της περπατοῦσε. Ἴσως αὐτὸ νὰ εἶναι κάποιο δῶρο,
σκέφτηκε ἡ Λούσυ, μιᾶς καὶ εἶχε ζήσει γιὰ τόσο καιρὸ τόσο μόνη.
Ἡ
Λούσυ ἄρχισε νὰ τὴν ἐξετάζει, κοίταξε τὶς ὁπλὲς καὶ τὰ πόδια της, τ’ ἀφτιὰ
καὶ τὰ μάτια της. Κάθησε, σταύρωσε τὰ πόδια της, καὶ γλίστρησε ἁπαλὰ
τὰ δάχτυλά της στὸ στόμα τῆς κόρης της γιὰ νὰ μετρήσει τὰ δόντια της. Ἄκουγε
ἕναν παράξενο θόρυβο ποὺ ἐρχόταν ἀπ’ τὸ στόμα τοῦ πουλαριοῦ. Κρατώντας
τὰ τρεμάμενα χείλη του, ἡ Λούσυ περιεργάστηκε τὸ ἐσωτερικὸ καὶ εἶδε
ἕνα σύμπαν, ἕνα σωρὸ ἀστέρια ποὺ στροβιλιζόταν, δέσμες γαλάζιου καὶ
χρυσοῦ καὶ ἄπειρο χῶρο στὸν ὁποῖο βυθιζόταν μιὰ γλώσσα ποὺ νόμιζε πὼς
γνώριζε.
Ἡ
Λούσυ ἀναλογίστηκε αὐτὸ ποὺ εἶχε μπροστά της, τὴν κόρη της καὶ τὸν κόσμο.
Σκέφτηκε αὐτὸ ποὺ ἐκτεινόταν ἔξω ἀπ’ τὸ δωμάτιο. Τὰ βουνὰ τὴν καλοῦσαν
καὶ ἡ γῆ ψιθύριζε μὲ λαχτάρα, ἀλλὰ τὸ τραγούδι τοῦ πουλαριοῦ κυρίευσε
τὸ σῶμα τῆς Λούσυ. Ἄ,
σκέφτηκε, αὐτὸ εἶναι, λοιπόν, ἡ ἀγάπη καὶ σκαρφάλωσε μέσα
στὸ στόμα τῆς κόρης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου