|
ΚΟΙΤΟΥΣΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ἕνα γύρω ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴν
πομπὴ τῶν αὐτοκινήτων στὸν δρόμο. Εἶχαν κλείσει τὰ μαγαζιὰ ἀπὸ νωρὶς
κι ὅλοι ἀποχαιρετοῦσαν τὸν στρατιώτη ποὺ σκοτώθηκε στὸ Ἀφγανιστὰν
καὶ τὸν ἔφεραν στὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ Σέφιλντ, ὅπου εἶχε γίνει στὸν καθεδρικὸ
ναὸ ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία.
— Ἦταν ἀπὸ οἰκογένεια ἀνθρακωρύχων. Διάλεξε αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα
κι ὅταν βρέθηκε στὸν στρατό, δὲν ἤξερε κἄν ποῦ βρισκόταν αὐτὴ ἡ χώρα,
μοῦ 'λεγε ὁ Νέστορας ποὺ τὸν ἤξερε ἀπὸ παιδί. Ἐρχόταν ποῦ καὶ ποῦ στὸ
μαγαζί μου κι ἀγόραζε φρέσκο ψάρι.
Σταμάτησε γιὰ λίγο ἡ πομπὴ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ νεκροῦ, εἶπε δυὸ
λόγια ἕνας κύριος. Ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει, πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὸ κοιμητήριο.
Ἦταν κάτι πιτσιρίκια, πῆγαν κοντὰ στὴ νεκροφόρα καὶ κοιτοῦσαν τὸ φέρετρο
καλυμμένο μὲ τὴ σημαία. Κι ἄλλες σημαῖες ἀνέμιζαν στὰ σπίτια τριγύρω.
Τὸ χωριὸ εἶχε πιὰ τὸν ἥρωά του, ὅπως συμβαίνει σὲ κάθε χώρα σὲ τέτοιες
περιπτώσεις.
Τὸ πένθος τῶν ξένων μᾶς φαίνεται ἀλλιώτικο. Σὲ ἄλλη χώρα
ξένοι κι ἐμεῖς, δὲν μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε τί σήμαινε γιὰ ἕνα χωριό,
χαμένο κι ἀπ' τοὺς χάρτες τῆς Ἀγγλίας, ὁ ἀποτρόπαιος θάνατος ἑνὸς
νέου στὰ βάθη τῆς Ἀσίας. Μακριὰ ἀπ' τὶς μπυραρίες, τὶς πὰμπ καὶ τὴν ὁμίχλη
ποὺ σκέπαζε τοὺς λόφους, τὰ δέντρα καὶ τὴ λίμνη γύρω. Νύχτωνε.
— Κρίμα στὴ μάνα του, ἔκανε ὁ Νέστορας. Πέρασε πρὶν δυὸ μέρες ἀπ'
τὸ μαγαζί. Μόλις ποὺ ἔβγαινε ἡ φωνή της κι ἡ θλίψη στὸ πρόσωπό της, ἐνόσω
περίμενε νὰ ἑτοιμάσω τὴν παραγγελία, φανέρωνε ἄνθρωπο χωρὶς πιὰ
προορισμό. Ἔνιωσα μιὰ λύπη νὰ μὲ δέρνει.
Φύγαμε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ ἀδερφοῦ
μου. Θυμήθηκα τὰ μπλόκα ἐπὶ Θάτσερ, τὶς κινητοποιήσεις τῶν ἀνθρακωρύχων
μὲ τὰ λάβαρα καὶ τὴν ἀπεργία τους ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὴ σπάσουν. Πρὶν
χρόνια ἐρχόμασταν ἀπὸ τὸ Λονδίνο, μετὰ τὸ Λέστερ, κοντὰ μεσάνυχτα
καὶ τὰ μπουλούκια τῶν ἀστυνομικῶν σταματοῦσαν τ' αὐτοκίνητα γιὰ ἔρευνα,
ὅπως παλιότερα στὴν Κύπρο. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα, ἡ μεγάλη διαδήλωση
τῶν ἀνθρακωρύχων μὲ τὰ λάβαρα κι ὁ κόσμος ποὺ τοὺς ἔδινε ὅ,τι μποροῦσε
γιὰ ν' ἀντέξουν. Κι ὁ Κύπριος ποὺ κάθε μέρα τοὺς ἔδινε τρόφιμα. Ὥσπου
μὲ τὸν καιρὸ τοὺς λύγισαν καὶ σήμερα ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ ἀνθρακωρυχεῖα,
λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ Σέφιλντ, δεσπόζει τὸ ἐμπορικὸ κέντρο «Μέτοχο», κι ὁ
Τζέημς ἔγινε ὁ ἥρωας τοῦ χωριοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα πήγαμε στὸ
Μπέρμιγχαμ νὰ δοῦμε ἕναν συγγενῆ. Μᾶς ἔκαναν τὸ τραπέζι, εἶχε
μουσακά, κουπέπια κι ἄλλες λιχουδιὲς κυπριακές.Ὕστερα καθίσαμε στὸ
σαλόνι νὰ δοῦμε τὶς εἰδήσεις στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴ δορυφορική.
Ἡ
γυναίκα τοῦ ξαδέρφου ἦταν ἀπό 'να χωριὸ τῆς Καρπασίας καὶ κρατοῦσε
ὅλες τὶς παραδόσεις. Στὸν τοῖχο ἀπέναντί μας εἶχε ἕνα μεγάλο κάδρο
μὲ τὶς φωτογραφίες τοῦ Μακάριου καὶ τοῦ Αὐξεντίου. Πιὸ κάτω, σὲ κέντημα,
ἡ Κύπρος ποὺ τὴν πλαισίωναν κλαδιὰ ἐλιᾶς κι ἕνα περιστέρι. Ἡ Ἰσμήνη
μᾶς ἔφερε γλυκὰ κουταλιοῦ, καρυδάκι κι ἀμύγδαλο, κι ὅλο ρωτοῦσε
γιὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους στὸ νησί, τί κάνουν, ἂν μεγάλωσαν τὰ
παιδιά. Σχεδὸν τριάντα πέντε χρόνια δὲν κατέβηκαν νὰ δοῦν τὸν τόπο
τους καὶ μάθαιναν τὰ νέα ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα τῆς παροικίας καὶ τὴν τηλεόραση.
Ἄρχισε
τὸ δελτίο μὲ πρώτη εἴδηση τὶς συνομιλίες, κάτι γιὰ πρόοδο καὶ τὶς
δηλώσεις τοῦ ἐκπροσώπου τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν. Τὰ νέα ποὺ μὲ σόκαραν ἦταν
γιὰ τὶς κηδεῖες ἀγνοουμένων. Εἶχαν βρεῖ τὰ ὀστά τους σὲ ὁμαδικὸ τάφο,
ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια. Αὐτὸ ποὺ ἔδειχνε στὴν ὀθόνη ἦταν κάτι σχεδὸν
ἄπρεπο: Ἕνας κομματάρχης στὴν ἐκκλησία ἐκφωνοῦσε τὸν ἐπικήδειο
σὰν νὰ ἦταν ἐκεῖ τὴν ὥρα τοῦ ἐγκλήματος. Μιλοῦσε μ' ἕνα ὕφος στομφῶδες
χρησιμοποιώντας ρητορικὰ σχήματα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.
Ἡ
μητέρα τοῦ νεκροῦ, ὑποβασταζόμενη, μέσα σὲ λυγμούς, στεκόταν πλάι
στὸ φέρετρο, τὸ ὁποῖο ἦταν δὲν ἦταν ἕνα μέτρο. Ἡ κραυγή της, «γιέ
μου!», διέκοπτε κείνη τὴ βέβηλη φωνή. Τὸ μικρό, σχεδὸν παιδικό, φέρετρο
καλυμμένο μὲ τὴν κυπριακὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ σημαία, οἱ φαντάροι μὲ τὰ
ὅπλα ὑπὸ μάλης. Τὸ πρόσωπο τῆς ὑπέργηρης μάνας τοῦ νεκροῦ μὲ τὴ θλίψη
στὸ πρόσωπο, τόσα χρόνια μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ δεῖ τὸ παιδί της, καθὼς τῆς ἔλεγαν
ὅλοι αὐτοί. Κι ἡ κόρη του, γύρω στὰ τριάντα πέντε, εἶπε μόνο δυὸ λόγια
στὸ τέλος, «δὲν σὲ γνώρισα, ἀλλὰ τώρα ξέρω πῶς ἔγινε και γιατί ἔγινε
αὐτὸ τὸ κακό».
Κάτι πῆγε νὰ πεῖ ὁ ξάδερφος, τὸν ἔκοψε ἡ Ἰσμήνη ὅτι δὲν εἶναι
πράγματα αὐτά.
—Ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸν γιὸ τῆς συννυφάδας ἀπὸ τὴν Κερύνεια, ἔλεγε,
ἦταν σάμπως σὲ προεκλογικὴ μάζωξη καὶ δὲν σεβάστηκαν τὴ γυναίκα
του. Χρόνια τὴν ἔπαιρναν στὶς συγκεντρώσεις ὥσπου δὲν ἄντεξε ἄλλο καὶ
πῆγε μόνη της νὰ σκάψει τὸν τάφο καὶ νὰ τὸν ξεθάψει.
Θυμήθηκα στὴ Λευκωσία,
λίγο προτοῦ φύγω γιὰ τὴν Ἀγγλία.Ἦταν Κυριακὴ πρωὶ καὶ στὴν ἔρημη λεωφόρο
κατέβαινε ἕνα τζὶπ τοῦ στρατοῦ. Μετέφερε φέρετρο ἀγνοουμένου μὲ
δυὸ φαντάρους ἔνθεν καὶ ἔνθεν στὰ καθίσματα. Ἦταν μιὰ εἰκόνα σὰν σὲ
ταινία. Κι οἱ νέοι, ποὺ συνόδευαν τὴ σορὸ στὸ τόσο δὰ μικρὸ φέρετρο,
μὲ στολὴ ἀτσαλάκωτη καὶ τὸ φουλάρι στὸν λαιμό, δὲν εἶχαν γεννηθεῖ ὅταν
δολοφονήθηκε ὁ ἀγνοούμενος, ποὺ εἶχε περάσει πιὰ στὸν κατάλογο τῶν
νεκρῶν μὲ τὴ μέθοδο DΝΑ.
Εἶναι μῆνες τώρα ποὺ στὶς ἐφημερίδες ἀναγγέλλεται ἡ κηδεία
τους μὲ μιὰ ξεθωριασμένη φωτογραφία, τριανταπέντε χρόνια μετά, σὰν
νὰ συνέβησαν μόλις χτὲς ὅλα αὐτά. Τί λαμπρότητα στὴν κηδεία τοῦ Ἀγγλου
στρατιώτη, ἡ αὐτοκινητοπομπή, οἱ ἐπίσημοι κι ὁ κόσμος ποὺ ἀποχαιρετοῦσε
τὸν Τζέημς σὰν νὰ μὴν εἶχε σκοτωθεῖ σὲ ξένη χώρα. Κι ἡ ἐρημιὰ στὴν ὁδὸ
Δημοσθένη Σεβέρη, ὅπως κατηφόριζε τὸ τζὶπ πρὸς τὸ κέντρο τῆς πόλης,
σὰν περιφορὰ Ἐπιταφίου χωρὶς ἄνθη, σοῦ ἔδινε τὴν αἴσθηση τραγικῆς
παράστασης χωρὶς τοὺς θεατές, μὲ τὸν ἥλιο νὰ φωτίζει ἀνελέητα αὐτὸ
τὸ σκηνικό.
Μ' ἔβγαλε ἀπ' ὅλες αὐτὲς
τὶς σκέψεις ὁ Νέστορας.
— Ὥρα νὰ πηγαίνουμε, εἶπε, προτοῦ νυχτώσει, ἔχουμε δυὸ ὧρες
δρόμο.
Ἀποχαιρετήσαμε
τοὺς συγγενεῖς καὶ φύγαμε κάπως στενοχωρημένοι μὲ ὅσα εἴχαμε δεῖ
στὴν τηλεόραση. Στὴ σκέψη μου ἔμειναν τὰ πρόσωπα τῶν δύο μανάδων,
καμιὰ διαφορὰ στὴ θλίψη καὶ στὸν πόνο κι ἄς εἶχαν χίλιες δυὸ διαφορὲς
ὁ Εὐέλθων καὶ ὁ Τζέημς. Ὁ πρῶτος δολοφονήθηκε ἐν ψυχρῷ στὴ χώρα του ἀπὸ
ξένους εἰσβολεῖς πρὶν τόσα χρόνια κι ὁ δεύτερος πρὶν λίγες μέρες σὲ μιὰ
ξένη χώρα.
Στὸ αὐτοκίνητο ὁ φίλος μοῦ ἔλεγε πὼς ὁ Τζέημς ἔπαιζε μπάλα ἔφηβος
στὴν τοπικὴ ὁμάδα, «ἦταν τὸ καλύτερο σέντερ φὸρ καὶ τὸν εἶχε βάλει
στὸ μάτι ἡ Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Ἀργότερα, ὅταν πῆγε στὸν στρατό, ἐρχόταν
ποῦ καὶ ποῦ, κι ἅμα ἔπαιζε μὲ τὴν ὁμάδα τοῦ χωριοῦ καμιὰ Κυριακή, ξεσήκωνε
τοὺς φιλάθλους μὲ τὶς ντρίπλες του καὶ τὰ τέρματα ποὺ ἔβαζε. Ὕστερα τὸν
ἔστειλαν στὸ Ἀφγανιστὰν καὶ σπάνια μαθαίναμε νέα του».
Στὴν πτήση Χίθροου-Λάρνακα
διάβαζα ἕνα περιοδικὸ μὲ ἀφιέρωμα στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῆς Ἱσπανίας.
Ἀκόμη καὶ σήμερα ψάχνουν γιὰ ἀγνοούμενους κι ἄς ἔχουν καταγραφεῖ
μέχρι σήμερα ἑκατὸν τριάντα χιλιάδες ἀνθρώπινοι σκελετοὶ σὲ ὁμαδικοὺς
τάφους. Δυὸ ἀδερφές, παιδάκια τὸ 1936, ὕστερα ἀπὸ ἑξήντα πέντε χρόνια
ἐναπόθεσαν στὸ οἰκογενειακὸ ὀστεοφυλάκιο τὰ ὀστὰ δικῶν τους ἀνθρώπων
ποὺ βρέθηκαν σ' ἕνα πηγάδι.
Ἦρθε
ἡ ἀεροσυνοδὸς καὶ μοῦ 'φερε τὴν ἐφημερίδα ποὺ ζήτησα. Φυλλομετρώντας
βρῆκα τὴν εἴδηση γιὰ τὴν κηδεία τῶν ἀγνοουμένων μὲ δύο φωτογραφίες.
Νέοι μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, φαίνονταν ἀπ' τὸ ντύσιμο καὶ τὸ χτένισμα. Ὁ ἕνας
εἶχε ἄλλα ὀχτὼ ἀδέρφια κι ἦταν ἔφεδρος. Τὸν σκότωσαν λίγο ἔξω ἀπὸ
τὴν Κερύνεια, τὴ δεύτερη μέρα τῆς εἰσβολῆς. Ὅταν βρῆκαν τὸ κρανίο ἦταν
πιὰ βέβαιο, πέραν πάσης ἀμφιβολίας, ὅτι εἶχε συλληφθεῖ αἰχμάλωτος.
Στὴ φωτογραφία ἔγερνε κάπως τὸ κεφάλι ἀριστερά, ὅπως συνήθιζαν
νὰ βγάζουν τότε τὶς φωτογραφίες. Ἦταν μόλις εἴκοσι τριῶν χρονῶν κι
εἶχε παντρευτεῖ δύο χρόνια μετὰ ποὺ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν στρατό. Ἦταν
καὶ μιὰ ἄλλη εἴδηση στὴν τελευταία σελίδα γιὰ τὴν ἐπέτειο τοῦ βομβαρδισμοῦ
τῆς Δρέσδης ἀπὸ τοὺς Συμμάχους καὶ στὸ τέλος ἔγραφε πὼς στὴν ἀνοικοδόμηση
τῆς πόλης ἔβρισκαν σκελετοὺς καὶ ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια.
Τὸ ἀεροσκάφος ἄρχισε νὰ κατεβαίνει. Ἀπὸ τὸ φινιστρίνι φαινόταν
ἡ θάλασσα τῆς Μόρφου κι ἡ ὁροσειρὰ τοῦ Πενταδάχτυλου. Τὸ νησὶ ἀνάγλυφο,
χωρὶς συρματοπλέγματα, φαινόταν σὰν παιγνίδι. Ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς
ἀεροσυνοδοῦ νὰ προσδεθοῦμε. Ὅπως κατεβαίναμε, στὸ βάθος ἔβλεπες
μικροσκοπικὲς τὶς νέες οἰκοδομὲς ν' ἁπλώνονται παντοῦ.
Θυμήθηκα τὸν στίχο τοῦ
Μπόρχες: Ἕνα πράγμα μόνο δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἡ λήθη. Κι ὕστερα τὸν Τζέημς.
Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι δὲν θὰ ξαναπαίξει μπάλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου