|
|
ι
— ΚΙΡΡΩΣΗ.
— Μὰ εἶναι...
— Εἶναι πραγματικὰ περίεργο. Ἡ ἡλικία του δὲν τὸ δικαιολογεῖ.
Δυστυχῶς δὲ διαγνώστηκε ἐγκαίρως.
— Μοῦ λέτε...
— Η περίπτωση νὰ τὸν σώσουμε εἶναι μικρή. Θὰ σᾶς δώσω ὁδηγίες.
Ἐὰν δὲ δοῦμε βελτίωση, καλὸ θὰ εἶναι νὰ τὸν ἀπαλλάξουμε. Φαίνεται
καταβεβλημένος.
Ἅρπαξε
τὸ χαρτὶ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ κτηνίατρου καὶ τὸ ἔχωσε στὴν τσάντα της. Ὅση
ὥρα κράτησε ἡ ἀνάλυση, ἔνιωθε τὸν ἱδρώτα νὰ κατεβαίνει στὴ ραχοκοκαλιά
της. Ὁ Μάρκος, μὲ ἀφημένο τὸ κεφάλι στὸ πάτωμα, τὴν περίμενε.
Ἔξω
εἶχε βρέξει. Τώρα περπατοῦσε μὲ ἔνταση. Κάθε τόσο ἀπέφευγε τὶς ὑγρὲς
παγίδες, ἀνακατεύοντας νευρικὰ τὰ μαλλιά της. Ὁ Μάρκος πιὸ πίσω ἀγκομαχοῦσε
στὸ ρυθμό της. Ποῦ καὶ ποῦ τὸν κοίταζε. Τὸ τρίχωμά του ἦταν γεμάτο φαλακρὰ
μπαλώματα καὶ φυλλαράκια ἀπὸ τὶς ἀκακίες.
Διασχίσανε τὴ λεωφόρο χωρὶς νὰ γλιτώσει τὴν πτώση. Φθάσανε
σπίτι κι οἱ δύο ἐξαντλημένοι. Μπαίνοντας ἐκσφενδόνισε τὰ κλειδιὰ
στὸν τοῖχο καὶ κλειδώθηκε στὸ μπάνιο. Ὁ Μάρκος ἀπόμεινε, μὲ τὸ λουρὶ
περασμένο στὸ λαιμό, μπροστὰ στὴ μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα ποὺ ἔφερνε
τὴ μυρωδιὰ τοῦ ἀπόβροχου.
Ὅταν
ἔπεσε τὸ νερὸ πάνω της, ἄρχισε νὰ βάζει τὶς σκέψεις σὲ σειρά. Πῶς τῆς
εἶχε ἔρθει νὰ τὸ ξεκινήσει αὐτό; Δυὸ βδομάδες ὁλόκληρες ποὺ τὸ «Ἀφεντικὸ»
εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, αὐτὸς ἀκόμη στεκόταν μπροστὰ στὴν πόρτα γρυλίζοντας
παραπονιάρικα, ἀμετακίνητος στὴν ἀπόφασή του νὰ περιμένει. Τότε
τὸ ξεκίνησε. Τοῦ ἔδωσε πρώτη φορά, ἔτσι γιὰ ἀστεῖο. Ἄλλωστε κι αὐτὴ
ἤθελε νὰ πιεῖ ἕνα ποτὸ μὲ παρέα.
Καμιὰ φορὰ οἱ σκύλοι παθαίνουν χειρότερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Γιατί δὲ βρίσκουν ἕναν κόσμιο τρόπο ἐπιβίωσης, ὅπως βρίσκουν οἱ ἄνθρωποι;
Πολὺ θὰ τό ‘θέλε νὰ γρυλίσει, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Βρῆκε τρόπους. Πολλαπλασίασε
τὶς ἐξόδους παρὰ τὶς ἐξάψεις τῆς κλιμακτηρίου. Ἐπένδυσε σὲ ἐλιξίρια
κατὰ τοῦ γήρατος. Ἀκόμα καὶ σὲξ μὲ τὸν ἄχαρο τοῦ κάτω ὀρόφου προσπάθησε.
Βρῆκε τρόπους «νὰ συνεχίσει τὴ ζωή της». Κράτησε ἀπὸ ἐκεῖνον μόνο τὸ
ἀγαπημένο του ποτό. Οὐίσκι μὲ ἕνα παγάκι.
Ἄς
ποῦμε πὼς ἄφησε νὰ τὴ συνδέει μαζί του μιὰ συνήθεια. Κι ἕνας σκύλος, ὁ
δικός της, αὐτὴ τὸν εἶχε μαζέψει. Ἕνα μεγαλόσωμο κουτάβι ἀσπρόμαυρο,
μὲ μάτια παράξενα, τὸ ἕνα μικρότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Γρήγορα ἔγινε πελώριος,
τόσο ποὺ στὴ βόλτα οἱ δυό τους παραβγαίνανε. Ὅταν γυρίζανε κουρασμένοι,
ὁ Μάρκος (συνήθως εἶχε κερδίσει τὸν «ἀγώνα») τὴν περίμενε νὰ πιεῖ
πρώτη νερό, γλείφοντάς της τὰ πόδια.
Μπορεῖ καὶ οἱ σκύλοι, ὅπως οἱ γάτες, νὰ ἐπιλέγουν, ἂν τοὺς δοθεῖ ἡ
εὐκαιρία. Στὴν περίπτωση τοῦ Μάρκου συνέβη. Ἡ χαρά του, ὅταν ἦρθε νὰ
μείνει στὸ σπίτι μαζί τους ἦταν ἀπίστευτη. Τοῦ ζητοῦσε βόλτα καὶ χάδια.
Τὸν περίμενε ἀνυπόμονα, ὅταν ἄκουγε τὰ κλειδιά του. Τὰ δικά
του πόδια ἔγλειφε πιά. Ὅταν, σπάνια ἐρχόταν σὲ ἐκείνη, τοῦ ἔλεγε ὅλο
πίκρα... «Νὰ πᾶς στὸ Ἀφεντικό σου».
Στὸ χωρισμὸ τοῦ ἀπαγόρευσε νὰ πάρει τὸν Μάρκο, παρόλο ποὺ τὴν
παρακάλεσε. Οἱ ἔρωτες δὲν κρατᾶνε πολὺ στὶς μέρες μας. Ὁ Μάρκος ὅμως
θὰ μείνει γιὰ πάντα μαζί της. Εἶναι δικός της.
Βγῆκε ἀπὸ τὸ μπάνιο μὲ τὰ νερὰ νὰ στάζουν. Δίπλα στὸν καναπὲ βρῆκε
τὸ μπουκάλι μὲ τὸ οὐίσκι. Γέμισε ὣς πάνω ἕνα ποτήρι καὶ τὸ πιατάκι
τοῦ Μάρκου. Ἀπὸ τὴν πόρτα ἔμπαινε κρύο. Τὰ σύννεφα εἶχαν σκοτεινιάσει
περισσότερο. Τοῦ ἔριξε ἕνα βλέμμα. Εἶχε μείνει ὥρα ἐκεῖ νὰ ἀφουγκράζεται
τοὺς ἤχους. Σὰ νὰ περίμενε ἀκόμη. Πῆγε στὴν κουζίνα νὰ φέρει παγάκια.
«Θέλεις
νὰ μείνεις στὴ θλίψη σου, ἔ; Ἔχασες τὸ Ἀφεντικό σου. Ἂν ἄφηνα νὰ σὲ πάρει,
τώρα θὰ ἤσουν ἀδέσποτος.
...Ἔπρεπε νὰ τὸν ἔχεις ξεχάσει. Αὐτὸς φταίει ποὺ σὲ ἄφησε. Ἔτσι
γίνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ πεθάνεις καὶ δὲ θὰ τὸ μάθει.
Ἔριξε
ἕνα παγάκι στὸ οὐίσκι τοῦ Μάρκου.
— Αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο... Τοῦ ἀποχωρισμοῦ.
Κρατώντας τὸ ποτήρι της, τσούγκρισε τὸ πιατάκι του. Στὸν ἦχο ποὺ
ἀκούστηκε, γύρισε τὸ κεφάλι του καὶ τὴν κοίταξε μὲ τὸ μεγάλο του μάτι.
Κρατοῦσε ἕνα ποτήρι ποὺ ξεχείλιζε. Τὸ σῶμα της φαινόταν ἀναψοκοκκινισμένο,
τὰ μάτια της γυάλιζαν. Τὰ χέρια της ἔτρεμαν κάνοντας τὸ ποτήρι νὰ
βγάζει κρυστάλλινους ψυχροὺς ἤχους.
Σηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ πῆγε πρὸς τὸ μέρος της. Ἀκούμπησε ἁπαλά
το κεφάλι του στὰ πόδια της, ἀκριβῶς δίπλα στὸ οὐίσκι ποὺ τοῦ εἶχε σερβίρει.
Καὶ κοίταξε θλιμμένος τὸ παγάκι ποὺ ἐπέπλεε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου