ΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ἡ εἴσοδος στοὺς Ἑβραίους, στοὺς νέγρους
καὶ στὶς ἀσυνόδευτες γυναῖκες μετὰ τὶς ἕξι τὸ ἀπόγευμα. Μπορεῖς νὰ
παραβιάσεις καὶ τοὺς τρεῖς κανόνες ἂν πουλᾶς πούρα Κούβας καὶ ζαχαρωτὰ
μὲ ἕνα δίσκο περασμένο μὲ λουριὰ ἀπὸ τὸ λαιμό σου. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ
Μύριαμ κι ἐγὼ βγάζουμε κάνα φράγκο. Αὐτὴ μεταμορφώθηκε σὲ Μαρία. Ἐγὼ
λεύκανα τὰ πόδια μου. Δὲν ἔχει σημασία – στὸ κλὰμπ Πελαργός οἱ ἄνδρες
σὲ “ἐκτιμοῦν” ἀπὸ τὰ πόδια σου ἢ κρυφοκοιτάζουν τὸ ντεκολτέ σου τὴν ὥρα
ποὺ οἱ γυναῖκες τους πουδράρουν τὴν μύτη τους. Κοιτοῦν πιὸ ἐπίμονα, ὅταν
οἱ γυναῖκες τους μένουν σπίτι.
Στὸ δωμάτιό μας, τὰ παπούτσια καὶ οἱ δίσκοι εἶναι πεταμένα ἐδῶ
κι ἐκεῖ· ξαπλώνουμε ἀνάποδα σὲ ἕνα μονὸ κρεβάτι. «Πονᾶς, μωρό
μου;», ρωτάει ἡ Μύριαμ τρίβοντας στὸ σημεῖο ποὺ οἱ πολὺ σφιχτὲς γόβες
ἔχουν ἀφήσει τὰ ἀπογευματινά τους σημάδια.
Τὴν Τρίτη ἦταν ἡ τρίτη μας φορὰ στὴ δουλειὰ καὶ δὲν θὰ ἀναφερθῶ σὲ
γνωστὰ ὀνόματα. Τοὺς ξέρεις ὡς γίγαντες τῆς μεγάλης ὀθόνης. Ἀργότερα
θὰ λάμψουν στὴν μαυρόασπρη τηλεόραση, μικροὶ ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα.
Μόνο ἡ Μύριαμ κι ἐγὼ βλέπουμε τὰ ἀπόκρυφα μέρη κάτω ἀπὸ τὰ σμόκιν
καὶ τὰ μπορσαλίνο. Μυρίζουμε τὴν ἀναπνοὴ τους – τὴν γλυκάδα τῆς σαμπάνιας,
τὴν ἁψάδα τοῦ τζίν. Νιώθουμε τὰ κορμιά τους ποὺ σφίγγονται καὶ χαλαρώνουν
πρὶν ἀρχίσουν τὰ κουτσομπολιὰ γύρω ἀπὸ τραπέζια γεμάτα σταχτοδοχεῖα.
Δὲν τοὺς ξέρεις ὅπως τοὺς ξέρουμε ἐμεῖς.
Θὰ ποῦν γιὰ τὶς φοῦστες μας σὲ σχῆμα καμπάνας, γιὰ τὸ ἁπαλὸ δέρμα
μας ποὺ στὰ σκοτεινὰ δωμάτια ἔχει κοριτσίστικη γεύση – ὄχι Ἑβραιοπούλας,
οὔτε ἔγχρωμου κοριτσιοῦ. Θὰ ψιθυρίσουν γιὰ τὸ πῶς τὰ δάχτυλά μου βρίσκουν
αὐτὰ τῆς Μύριαμ, πῶς κρατιόμαστε χέρι-χέρι καὶ κατὰ τὴν διάρκεια καὶ
μετά. Θὰ γελάσουν.
Ὅταν
μένουμε μόνες, λέμε ἡ μία στὴν ἄλλη διάφορα ψέματα:
Ἀκόμη λίγο.
Τὰ χρήματα βοηθᾶνε.
Ὅλα θὰ πᾶνε καλά.
Λέμε κι ἀλήθειες ποὺ κάνουν ρίμα μὲ τὸ σὲ ἀγαπῶ.
«Πονᾶς, μωρό μου;» καὶ μὲ φιλᾶ παντοῦ, βγάζει τὸ καλτσόν μου καὶ τὸ
ἀφήνει νὰ πέσει σὲ ἕνα σωρὸ ἀπὸ διχτυωτὰ καλτσὸν στὸ ἄδειο πάτωμα.
«Ὄχι, πιά», ψεύδομαι.
Τότε ἡ ἡ Μύριαμ τρίβει τὰ πονεμένα σημεῖα, ἀκόμα κι ἐκεῖνα ποὺ
δὲν μπορεῖ νὰ ἀγγίξει.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἰστοσελίδα Bath Flash Fiction Award (28.02.2019)
[Νικήτρια τοῦ διαγωνισμοῦ Bath Flash Fiction Award February 2019]:
Ἡ Κριστίνα Ντάλσερ (Christina
Dalcher) εἶναι γλωσσολόγος, μυθιστοριογράφος καὶ ἐθισμένη στὶς
ἱστορίες Μπονζάι. Κατάγεται ἀπὸ κάποιο μέρος τοῦ Ἀμερικάνικου
Νότου. Εἶναι ἡ μοναδικὴ φοιτήτρια τοῦ προγράμματος MFA: Read Every
Word by Stephen King (ἐπινοημένο ἀπὸ τὴν ἴδια). Μπορεῖς νὰ βρεῖς δουλειά
της —μερικὲς φορὲς βραβευμένη— στὸ Molotov
Coctail, στὸ Whiskey
Paper, στὸ περιοδικὸ New
South Journal, καὶ ἀλλοῦ. Ἂν γυρεύεις τὴν Χριστίνα μπορεῖ νὰ
εἶναι ἐδῶ: @CVDalcher, www.christinadalcker.com , ἢ νὰ κρύβεται
στὴν ντουλάπα διαβάζοντας ξανὰ ἕνα κουρελιασμένο ἀντίτυπο τοῦ The shining. Ἐπίσης ἔχει
γράψει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο VOX.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ
Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς
του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου
καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ
στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση
Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ.
37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ
Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὰ ἀφιερώματα
στοὺς Ἰταλοὺς συγγραφεῖς Ντίνο Μπουτζάτι καὶ Τζιανρίκο Καροφίλιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου