Για το βιβλίο του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ο αιώνα, 1910-2001» (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος αναλύει με εξαιρετική επιστημονική πυκνότητα τη σημασία και τον ρόλο των διαφορετικών φάσεων και αντιφάσεων, της προόδου και της οπισθοδρόμησης, των επιτυχιών και των αποτυχιών στη διαδικασία συγκρότησης και εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους κατά τον 20ο αιώνα. Με συγκροτημένο τρόπο, ο οποίος δεν κουράζει σε κανένα σημείο, δίνει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα που ταλανίζουν την σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία για το πού ανήκει η Ελλάδα διαχρονικά και κυρίως κατά τον 20ο αιώνα, για τον όποιο βαθμό εξάρτησής της, για το σε ποια χώρα τελικά ζούμε.
Κατά τον συγγραφέα η Ελλάδα είναι μια χώρα που αν διαβάσουμε την ιστορία της από το παρελθόν προς το παρόν προκύπτει ότι είναι το πιο επιτυχημένο παράδειγμα μετα-οθωμανικού κράτους, αν όμως την διαβάσουμε από το τέλος προς την αρχή, αναδρομικά, αποκαλύπτονται οι διαχρονικά στρεβλές δομές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Ξεκινά χαρακτηρίζοντας ψευδεπίγραφο το δίλημμα αν η Ελλάδα ανήκει στη Δύση ή στην Ανατολή. Κατά τον συγγραφέα η Ελλάδα είναι μια χώρα που αν διαβάσουμε την ιστορία της από το παρελθόν προς το παρόν προκύπτει ότι είναι το πιο επιτυχημένο παράδειγμα μετα-οθωμανικού κράτους, αν όμως την διαβάσουμε από το τέλος προς την αρχή, αναδρομικά, αποκαλύπτονται οι διαχρονικά στρεβλές δομές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και τις δυο διαδρομές όχι για να καταθέσει μια κοινοτοπία του τύπου «η αλήθεια βρίσκεται στη μέση» (στην επιστήμη δεν υπάρχουν αλήθειες στη μέση), αλλά για να αναδείξει τόσο πλευρές που πλαισιώνουν διαφορετικές ερμηνείες για τη φυσιογνωμία της χώρας μας, όσο και για να καταθέσει τη δική του ερμηνεία. Για να το πετύχει ακολουθεί τα ίχνη των ιστορικών διαδρομών του ελληνικού κράτους ως μια, σε τελική ανάγνωση, ιστορία επιτυχιών. Παρόλο που όπως τονίζει δεν πρέπει να υποτιμάμε τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις του. Όχι για να επιβεβαιώσουμε μια «ανατολικού τύπου αδράνεια» αλλά για να αντιληφθούμε πού λάθεψε αυτό το κράτος μέχρι τώρα.
Όσον αφορά τη θεώρηση του ελληνικού εξαιρετισμού –όπως ο ίδιος γράφει–, αυτός είναι «στρεβλό αποτέλεσμα ενός αλληλο-καθρεφτίσματος της Ελλάδας-Ευρώπης κι ενός συναφούς κυριαρχικού λόγου (στο εξωτερικό και το εσωτερικό) που, ενώ κάνει λόγο εδώ και δυο αιώνες για ευρωπαϊκή πληθυντικότητα, επινοεί εν συνεχεία εξαιρέσεις χωρίς να μπορεί πλέον να προσδιορίσει επαρκώς τον κανόνα» (σ. 56-57). Είναι ακριβώς έτσι, αν δούμε τον ελληνικό εξαιρετισμό ως μοναδικό στην Ευρώπη, αν «κολλήσουμε» στην ελληνική «εξαίρεση». Γιατί υπάρχει και η αντίθετη άποψη που θέλει ο κανόνας στην Ευρώπη να είναι αυτές ακριβώς οι εξαιρέσεις κάθε κράτους ξεχωριστά. Είναι αυτές που την κάνουν πληθυντική και ενιαία.
Με αυτή τη μεθοδολογική βάση εφοδιασμένοι είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τον ρόλο και τη θέση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, η οποία κατά τον συγγραφέα ακολούθησε και τις τρεις διαδοχικές φάσεις γραφειοκρατικοποίησης τις οποίες γνώρισαν νωρίτερα ή αργότερα και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πρώτα, το βάρος έπεσε στην οθωνική Αντιβασιλεία η οποία κλήθηκε να οργανώσει ένα ενιαίο κράτος εκεί που κυριαρχούσε η τοπική παράδοση. Το πέτυχε όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση, χωρίς όμως να κατορθώσει να υπερνικήσει τις λογικές της πολιτικής πατρωνίας ως σύστημα άνισης διαπροσωπικής συναλλαγής και χωρίς να προχωρήσει αυτή την διοικητική αναδιάρθρωση σε γραφειοκρατικό βάθος.
Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τις προβληματικές θεωρήσεις του «πρώιμου εκδημοκρατισμού», προβαίνει σε μια σημαντική παρατήρηση. Ακόμη και η αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος ψήφου για τους άνδρες υπάκουε σε μια πελατειακή λογική τοπικής χειραγώγησης των αγροτών αλλά και των εργατών της πόλης.
Η δεύτερη φάση είναι αυτή του εκδημοκρατισμού (δικαιώματα του πολίτη). Όπως σωστά παρατηρεί ο συγγραφέας στην Ελλάδα δεν υπήρχε μόνο το πελατειακό κράτος αλλά και εκείνοι οι πολιτικο-ιδεολογικοί ανταγωνισμοί που διακρίνουν τη μετάβαση προς την μαζική πολιτική. Μόνο που όπως ο ίδιος υποστηρίζει παρακάτω αυτοί οι ανταγωνισμοί αφορούσαν περισσότερο τις ελίτ (πολιτικές και στρατιωτικές, διοικητικές και πνευματικές/τεχνοκρατικές) και λιγότερο –θα συμπλήρωνα– τις «κατώτερες» τάξεις, σε αντίθεση με την ενεργό συμμετοχή των μαζών στην πολιτική σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τις προβληματικές θεωρήσεις του «πρώιμου εκδημοκρατισμού», προβαίνει σε μια σημαντική παρατήρηση. Ακόμη και η αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος ψήφου για τους άνδρες υπάκουε σε μια πελατειακή λογική τοπικής χειραγώγησης των αγροτών αλλά και των εργατών της πόλης.
Η τρίτη φάση είναι αυτή της διαδικασίας του κρατικού εκσυγχρονισμού που ξεκινάει με το βενιζελικό σχέδιο (1910-1936). Μια φάση όμως που, ενώ στην άλλη Δυτική Ευρώπη αποτελεί την απάντηση στα προβλήματα που γεννά η βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα απαντά στα προβλήματα που γεννούν η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και οι εντάσεις που τα συνοδεύουν. Βεβαίως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως αυτό το σχέδιο εκσυγχρονισμού αν δεν το συνδέσουμε άμεσα με τις μεγαλοϊδεατικές του επιδιώξεις. Στο βενιζελικό σχέδιο όμως είναι η Μεγάλη Ιδέα που υποτάσσεται στον εκσυγχρονισμό και όχι το αντίθετο. Είναι αυτή η κρίσιμη διαφορά που εξηγεί και τις αντιθέσεις βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού. Σημαντικός επίσης είναι ο ρόλος που έπαιξαν στο βενιζελικό σχέδιο όχι οι οργανικοί-ολικοί αλλά οι ειδικοί διανοούμενοι (μηχανικοί, αρχιτέκτονες, νομικοί, γεωπόνοι, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι). Η βενιζελική πα
Με αυτή τη μεθοδολογική βάση εφοδιασμένοι είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τον ρόλο και τη θέση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, η οποία κατά τον συγγραφέα ακολούθησε και τις τρεις διαδοχικές φάσεις γραφειοκρατικοποίησης τις οποίες γνώρισαν νωρίτερα ή αργότερα και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πρώτα, το βάρος έπεσε στην οθωνική Αντιβασιλεία η οποία κλήθηκε να οργανώσει ένα ενιαίο κράτος εκεί που κυριαρχούσε η τοπική παράδοση. Το πέτυχε όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση, χωρίς όμως να κατορθώσει να υπερνικήσει τις λογικές της πολιτικής πατρωνίας ως σύστημα άνισης διαπροσωπικής συναλλαγής και χωρίς να προχωρήσει αυτή την διοικητική αναδιάρθρωση σε γραφειοκρατικό βάθος.
Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τις προβληματικές θεωρήσεις του «πρώιμου εκδημοκρατισμού», προβαίνει σε μια σημαντική παρατήρηση. Ακόμη και η αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος ψήφου για τους άνδρες υπάκουε σε μια πελατειακή λογική τοπικής χειραγώγησης των αγροτών αλλά και των εργατών της πόλης.
Η δεύτερη φάση είναι αυτή του εκδημοκρατισμού (δικαιώματα του πολίτη). Όπως σωστά παρατηρεί ο συγγραφέας στην Ελλάδα δεν υπήρχε μόνο το πελατειακό κράτος αλλά και εκείνοι οι πολιτικο-ιδεολογικοί ανταγωνισμοί που διακρίνουν τη μετάβαση προς την μαζική πολιτική. Μόνο που όπως ο ίδιος υποστηρίζει παρακάτω αυτοί οι ανταγωνισμοί αφορούσαν περισσότερο τις ελίτ (πολιτικές και στρατιωτικές, διοικητικές και πνευματικές/τεχνοκρατικές) και λιγότερο –θα συμπλήρωνα– τις «κατώτερες» τάξεις, σε αντίθεση με την ενεργό συμμετοχή των μαζών στην πολιτική σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τις προβληματικές θεωρήσεις του «πρώιμου εκδημοκρατισμού», προβαίνει σε μια σημαντική παρατήρηση. Ακόμη και η αναγνώριση του καθολικού δικαιώματος ψήφου για τους άνδρες υπάκουε σε μια πελατειακή λογική τοπικής χειραγώγησης των αγροτών αλλά και των εργατών της πόλης.
Η τρίτη φάση είναι αυτή της διαδικασίας του κρατικού εκσυγχρονισμού που ξεκινάει με το βενιζελικό σχέδιο (1910-1936). Μια φάση όμως που, ενώ στην άλλη Δυτική Ευρώπη αποτελεί την απάντηση στα προβλήματα που γεννά η βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα απαντά στα προβλήματα που γεννούν η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και οι εντάσεις που τα συνοδεύουν. Βεβαίως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως αυτό το σχέδιο εκσυγχρονισμού αν δεν το συνδέσουμε άμεσα με τις μεγαλοϊδεατικές του επιδιώξεις. Στο βενιζελικό σχέδιο όμως είναι η Μεγάλη Ιδέα που υποτάσσεται στον εκσυγχρονισμό και όχι το αντίθετο. Είναι αυτή η κρίσιμη διαφορά που εξηγεί και τις αντιθέσεις βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού. Σημαντικός επίσης είναι ο ρόλος που έπαιξαν στο βενιζελικό σχέδιο όχι οι οργανικοί-ολικοί αλλά οι ειδικοί διανοούμενοι (μηχανικοί, αρχιτέκτονες, νομικοί, γεωπόνοι, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι). Η βενιζελική παράταξη εμφανίζεται ως η παράταξη των δυναμικών στρωμάτων όπως και εκείνων των επαγγελματιών και επιστημόνων που κρίνονται πολύτιμοι στην προσπάθεια του κρατικού εκσυγχρονισμού. Στις επιτυχίες αυτού του μοντέλου κατατάσσονται η αναδιοργάνωση της πόλης της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η επιτυχημένη αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 και κυρίως η πολύ δύσκολη προσπάθεια υποδοχής και εγκατάστασης των προσφύγων μετά το 1922. Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα στην προσπάθεια ένταξης των προσφύγων στην ελληνικό ιστό. Κυρίως αυτό αφορά τις αποτυχίες ένταξης τους σε μια μη επαρκώς εκβιομηχανισμένη χώρα, στις πόλεις, ενώ ήταν σχετικώς επιτυχημένη η ένταξη τους στην ύπαιθρο. Στο βενιζελικό σχέδιο όμως είναι η Μεγάλη Ιδέα που υποτάσσεται στον εκσυγχρονισμό και όχι το αντίθετο. Είναι αυτή η κρίσιμη διαφορά που εξηγεί και τις αντιθέσεις βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού. Σημαντικός επίσης είναι ο ρόλος που έπαιξαν στο βενιζελικό σχέδιο όχι οι οργανικοί-ολικοί αλλά οι ειδικοί διανοούμενοι (μηχανικοί, αρχιτέκτονες, νομικοί, γεωπόνοι, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι). Η βενιζελική παράταξη εμφανίζεται ως η παράταξη των δυναμικών στρωμάτων όπως και εκείνων των επαγγελματιών και επιστημόνων που κρίνονται πολύτιμοι στην προσπάθεια του κρατικού εκσυγχρονισμού. Στις επιτυχίες αυτού του μοντέλου κατατάσσονται η αναδιοργάνωση της πόλης της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η επιτυχημένη αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 και κυρίως η πολύ δύσκολη προσπάθεια υποδοχής και εγκατάστασης των προσφύγων μετά το 1922. Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα στην προσπάθεια ένταξης των προσφύγων στην ελληνικό ιστό. Κυρίως αυτό αφορά τις αποτυχίες ένταξης τους σε μια μη επαρκώς εκβιομηχανισμένη χώρα, στις πόλεις, ενώ ήταν σχετικώς επιτυχημένη η ένταξη τους στην ύπαιθρο.
Η επόμενη φάση (1936-1974) αφορά την ενίσχυση ενός δεσποτικού κράτους, το οποίο όμως δεν εμπόδισε την αλματώδη μεταπολεμική ανάπτυξη. Στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο κυριαρχεί το δίλημμα «κοινοβούλιο ή δικτατορία». Η Ελλάδα δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτό. Το αντίθετο. Το 1936 η βασική τομή συνδέεται από τη μια με την αποδυνάμωση της συντονιστικής ικανότητας του κράτους και με την ενδυνάμωση από την άλλη της δεσποτικής του πλευράς. Βεβαίως το καθεστώς Μεταξά δεν έλαβε ποτέ την ολοκληρωτική μορφή ενός ναζιστικού/φασιστικού καθεστώτος, με δεδομένο ότι έλαβε και ορισμένα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Από τη μεριά του ο στρατός γίνεται από το 1936 και ύστερα σημαντικός πολιτικός παράγων που παρεμβαίνει άμεσα στις που παρεμβαίνει άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις. Κάτι που δεν συνέβαινε κατά την προηγούμενη βενιζελική και αντιβενιζελική περίοδο (1910-1936). Αντιθέτως, σ’ αυτήν ήταν η πολιτική και οι πολιτικοί που παρέμβαιναν στο στράτευμα. Ούτε όμως το πολιτικό σύστημα που αναδείχθηκε μεταπολεμικά, παρά τον Εμφύλιο, ευνόησε δικτατορικές λύσεις. Τη δεκαετία του 1960 μάλιστα εμφανίζεται ένα κεντρώο και «κεντροαριστερό» σχέδιο ανταγωνιστικό στο δεξιό σχέδιο.
Έτσι και αλλιώς τα χαρακτηριστικά του αναπτυξιακού κράτους της περιόδου 1952-1973 στηρίζονται στην ισχυρή κρατική παρουσία στην οικονομία και στην υποταγή αυτής της ανάπτυξης σε πελατειακές και λαϊκιστικές συναλλαγές με διάφορες συντεχνίες, κυρίως από τη στιγμή που το Κέντρο ανέλαβε τη διακυβέρνηση στη δεκαετία του 1960. Η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας συνολικά αυτή την περίοδο στηρίχθηκε σ’ ένα συνδυασμό χαμηλού πληθωρισμού, συγκράτησης του μισθολογικού κόστους και αποταμίευσης. Ούτως ή άλλως αυτή ήταν στην ουσία μια περίοδος κυριαρχίας ενός πατερναλιστικού εκσυγχρονισμού. Την πολιτική διάσταση του οποίου διέκοψε η δικτατορία, όχι όμως και την οικονομική λογική.
Αυτό το μοντέλο του πατερναλιστικού εκσυγχρονισμού στη Μεταπολίτευση θα το διαδεχθεί ένα «μαζικοδημοκρατικό» σχέδιο με κύριο εκφραστή το ΠΑΣΟΚ. Μια περίοδος με αναπτυξιακή δυναμική που έφερνε τη χώρα ακόμη πιο κοντά στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα με μια όμως ιδιαιτερότητα: Την υποταγή της οικονομίας στο πολιτικό-κομματικό πεδίο και την υπαγωγή της στις πελατειακές σχέσεις. Εδώ αναδεικνύονται οι αντιφάσεις αφενός του εξευρωπαϊσμού και αφετέρου του προσοδοθηρικού κορπορατισμού και της κομματικοποίησης της διοίκησης (1974-2001). Βεβαίως ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως «ο εκδημοκρατισμός αυτής της περιόδου δεν είχε προηγούμενο» (σ. 142), αλλά αυτός ο αντιαυταρχισμός έφτασε στο άλλο άκρο, στην ανοχή της τρομοκρατίας. Δεν νομίζω όμως πως πρέπει να συγχέονται ο εκδημοκρατισμός και η τρομοκρατική δράση. Δεν μπορώ να μη συμφωνήσω με αυτή τη διαπίστωση του συγγραφέα: «Το ΠΑΣΟΚ θα εξελιχθεί σ’ ένα προσωποπαγές κόμμα, όπου η εσωκομματική δημοκρατία και τα κομματικά όργανα θα υπάρχουν μόνο για τους τύπους και πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις του Ανδρέα Παπανδρέου» (σ. 162). Την τραγωδία αυτού του φαινομένου την βλέπουμε σήμερα να επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Νομίζω όμως πώς η κριτική του συγγραφέα στις προσοδοθηρική διάσταση αυτής της περιόδου υποτιμά ενίοτε τις πολύ θετικές πλευρές της και ιδιαιτέρως αυτές της περιόδου του σημιτικού εκσυγχρονισμού.
Ίσως χρειαζόταν να αναλυθεί και ο ρόλος στη συγκρότηση αυτού του κράτους των «ολικών» και όχι μόνο των ειδικών διανοούμενων. Ενώ διαφωνίες μπορεί να προκαλέσει και η θέση που θέλει το μεταπολεμικό κράτος παρά τις ταλαντώσεις του μεταξύ κορπορατιστικού πελατειασμού και εκσυγχρονισμού να είναι τελικά εργαλείο εκσυγχρονισμού, ενώ το μεταπολιτευτικό κράτος με την ίδια ταλάντωση να λειτουργεί κυρίως ως πάροχος προσόδων και προνομίων σε συντεχνίες και ομάδες συμφερόντων. Θεωρώ πως το κράτος ήταν και τα δυο και στις δυο περιόδους. Αν ήταν λιγότερο πελατειακό αμέσως μετά τον Εμφύλιο, ήταν γιατί αυτό είχε απαλλαγεί από το βάρος της εξυπηρέτησης της μισής κοινωνίας, των αποκλεισμένων «μιασμάτων». Γιατί όσον αφορά τους «εθνικόφρονες» ήταν εξίσου και περισσότερο πελατειακό και κορπορατιστικό από το μεταπολιτευτικό κράτος.
Έχουμε εδώ ένα βιβλίο εξαιρετικού προβληματισμού αλλά και αναγνωστικής απόλαυσης. Χρήσιμο το Παράρτημα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα βιογραφικά πέντε επιφανών εκπροσώπων, τέτοιων που ο συγγραφέας ονομάζει «ειδικοί διανοούμενοι» –με τη σημερινή ορολογία, τεχνοκράτες–, με βαθιά όμως γνώση του πολιτικού γίγνεσθαι. Πολύτιμο θα ήταν ένα ευρετήριο όρων και ονομάτων.
|
||||
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«Αυτή η κοινωνία των πολιτών στο ελληνικό παράδειγμα χαρακτηριζόταν από μεγάλο βαθμό ατομικής/οικογενειακής ιδιοτέλειας, σε σημείο που να χάνεται η ισορροπία με το δημόσιο συμφέρον. Ειδικά όσον αφορά την περίοδο της Μεταπολίτευσης μοιάζει να έγινε η μεγάλη ανατροπή: οι πελατειακές σχέσεις αντιστράφηκαν, και οι συντεχνίες επέβαλαν τους δικούς τους όρους στον πολιτικό πάτρωνα, όροι που είχαν πάντα σχέση με τη νομή δημόσιων πόρων και δικαιωμάτων» (σ. 174).
Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους
Στον 20ο αιώνα, 1910-2001
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Εστία 2019
Σελ. 230, τιμή εκδότη €15,00
Στον 20ο αιώνα, 1910-2001
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Εστία 2019
Σελ. 230, τιμή εκδότη €15,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου