ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ μάταια —μισὸν αἰώνα πρίν—, νὰ ἀναμορφώσω
ἕνα ἐρωτικὸ μονόστιχο. Ἀπόλυτη ἀφλογιστία: «Οἱ ἀπόψεις σου ἐμμένουν
στὴν καμπύλη». Ἐπανερχόμουν κατὰ καιρούς, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὥσπου
ἀποφάσισα νὰ ἐμπλέξω ἕναν συνομήλικο Ἰταλὸ μὲ κοινὰ ἐνδιαφέροντα.
Ἦταν 16 Ὀκτωβρίου τοῦ 1971. Μέρα μὲ ραγδαία βροχή. Εἴχαμε γνωριστεῖ
πρὶν δυὸ μέρες στὸ Youth-hostel τῆς Γένοβας καὶ καθίσαμε μαζὶ γιὰ πρωϊνό.
Πρόθυμος, ἔτρωγε καὶ ἐξέταζε τὴ φράση, σκεπτόταν κοιτάζοντας τοὺς
θαμῶνες, καὶ πάλι ἔσκυβε στὸ ἀδρανὲς νόημα. «Inverti!» εἶπε ξαφνικά,
μὲ βεβαιότητα ἐπιμελητή («Νὰ ἀντιστρέψεις!»). «Ἡ καμπύλη ἐμμένει
στὶς ἀπόψεις σου».
Ὁ νεότευκτος στίχος πῆρε τὴ θέση του στὴν πρώτη συλλογή
μου κι ἐκεῖ βρίσκεται ἀκόμα. Ὁ ἀφορισμός, ὁ στίχος, ἡ φράση-ἀστραπή,
πολὺ συχνά —γιὰ νὰ μὴν πῶ κατὰ κανόνα—, ἀποκτοῦν νόημα ἢ ὁλοκληρώνονται
μὲ μιὰ μικρὴ κίνηση. «Μετακινώντας ἕναν προβολέα καὶ ἀνάβοντας ἕναν
ἄλλον, μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ὄχι μόνο τὸ σασπὲνς ἀλλὰ καὶ τὸ νόημα ποὺ εἶχε
δώσει τὸ φῶς», ἐξηγοῦσε κάποτε ἕνας κινηματογραφιστής. Διαθέτω ἄπειρα
παραδείγματα γιὰ τὴ μαγικὴ κίνηση, ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι πολὺ πρόσφατο:
Ἕνας παλαιοβιβλιοπώλης, ἀγοράζοντας μετὰ θάνατον ὁλόκληρη τὴ
βιβλιοθήκη τοῦ κριτικοῦ Γ., βρῆκε ἑκατοντάδες βιβλία μὲ θερμὲς ἀφιερώσεις
τῶν συγγραφέων. «Ἔπεσε στὰ χέρια μου ἡ προτελευταία συλλογή σας ἀπ’
τὴ βιβλιοθήκη τοῦ ἀείμνηστου Γ.», πληροφόρησε ἕναν γνωστό του ποιητή
(κατὰ κόσμον συνταξιοῦχο γιατρό). «Τουλάχιστον εἶχε κόψει τὰ φύλλα;»,
ρώτησε ἀμέσως ἐκεῖνος, μὲ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν συγγραφέων ποὺ δὲν ἔχουν
προσεχτεῖ ὅπως ἤθελαν. Ἡ ἐπιφύλαξή του, ὄντως, ἐπιβεβαιώθηκε, ὅταν
πέρασε καὶ τὸ παρέλαβε ἀπ’ τὸ μικρὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς ὁδοῦ Κύπρου.
Ἂν
ὁ παλαιοβιβλιοπώλης εἶχε σκηνοθετήσει διαφορετικὰ τὴ στάση τοῦ
κριτικοῦ, ἂν σκεπτόταν δηλαδὴ νὰ τὸν «καλύψει», θὰ εἴχαμε ὄχι μόνο ἄλλη
ἐξέλιξη, ἀλλὰ τὴν ὕλη ἑνὸς ἀφηγήματος ἐκ τοῦ φυσικοῦ, μιὰν ἀξιοσύστατη
«ἠθικὴ ἱστορία». Τὴν ξαναγράφω: «Ἕνας παλαιοβιβλιοπώλης, ἀγοράζοντας,
μετὰ θάνατον, ὁλόκληρη τὴ βιβλιοθήκη τοῦ κριτικοῦ Γ., βρῆκε ἑκατοντάδες
βιβλία μὲ θερμὲς ἀφιερώσεις τῶν συγγραφέων. “Ἔπεσε στὰ χέρια μου ἡ
προτελευταία συλλογή σας ἀπ’ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ ἀείμνηστου Γ.”,
πληροφόρησε ἕναν γνωστό του ποιητῆ (κατὰ κόσμον συνταξιοῦχο γιατρό).
“Τουλάχιστον εἶχε κόψει τὰ φύλλα;” ρώτησε ἐκεῖνος, μὲ τὴν ἀβεβαιότητα
τῶν συγγραφέων ποὺ δὲν ἔχουν προσεχτεῖ ὅπως ἤθελαν. Πέρασε καὶ τὸ παρέλαβε
ἀπ’ τὸ μικρὸ βιβλιοπωλεῖο τῆς ὁδοῦ Κύπρου. Ἡ ἐπιφύλαξή του θὰ ἐπιβεβαιωνόταν,
ἂν ἐντωμεταξὺ ὁ εὐγενὴς παλαιοβιβλιοπώλης δὲν εἶχε παρέμβει μὲ
τὸν χαρτοκόπτη του. Ὄχι μόνο ἔκοψε ὅλα τὰ φύλλα καὶ ἀφαίρεσε τὸ
χνούδι ἀπ’ τὶς ἄκρες, ἀλλὰ ὑπογράμμισε ἀρκετοὺς στίχους. Ἐπιπλέον,
στὸ ἀριστερὸ περιθώριο τῆς σελίδας 22 ἔγραψε τὴ λέξη “Σπουδαῖο”,
προσθέτοντας, μετὰ ἀπὸ σύντομη σκέψη, καὶ ἕνα θαυμαστικό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου