|
|
ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ τῆς Βαλτιμόρης, ἡ πρέζα ἔδινε κι ἔπαιρνε
στὶς ἀρχὲς τοῦ 2000. Τότε ποὺ μεγάλωνε κι ὁ Ρούφους, ὁ δωδεκάχρονος Ἀφροαμερικανὸς
μὲ τὴν ἀφάνα στὸ κεφάλι. Ντίσκο τὸν φώναζαν οἱ φίλοι του, παρατσούκλι
ποὺ τοῦ εἶχε βγάλει ὁ ἀδερφὸς του ὁ Μάϊκ, κοροϊδεύοντάς τον γιὰ τὸ
μαλλὶ ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ κουρέψει, ἀλλὰ καὶ πικάροντάς τον γιὰ τὴ χὶπ-χὸπ
ποὺ ἄκουγε ὁ ἴδιος. Γενικῶς, τὸν πείραζε τὸν μικρὸ ἀδερφό. Τοῦ ‘λέγε
γιὰ τὸ πουλί του, τοῦ ‘τριβε στὴ μούρη τὰ κορίτσια ποὺ ἔρχονταν στὸ δωμάτιό
του, τὸν ἔστελνε νὰ τοῦ πάρει τσιγάρα. Μά, ὁ Ντίσκο γούσταρε τὸν Μάϊκ.
Τὸ πείραγμα τὸ ἔβλεπε σὰν ἕνα εἶδος ἀγάπης ποὺ τοῦ ἔλειπε κιόλας.
«Πήγαινε, βλαμμένο», ἦταν ἡ ἀγαπημένη του φράση, ὅταν τὸν ἄφηνε τὸ
πρωῒ σχολεῖο μὲ τὸ ἁμάξι. «Καὶ μὴν τὸ σκάσεις. Θὰ σὲ σκοτώσω.» Ὁ ἴδιος
ἔφευγε γιὰ τὸ σιδεράδικο τοῦ Τζίμι καὶ μετὰ στὸ νυχτερινὸ γιὰ νὰ τελειώσει
τὸ λύκειο καὶ νὰ πάει κολέγιο νὰ γίνει μηχανικός. Ὁ Ντίσκο τὸν περίμενε
τὸ βράδυ, κάνοντας πὼς κοιμᾶται μέσα στὰ σκεπάσματα μέχρι νὰ τὸν κοιτάξει
ἀπὸ τὴ χαραμάδα τῆς πόρτας. Τότε μόνο κοιμόταν.
Τὸ νὰ λείπει παιδὶ ἀπὸ τὸ σχολεῖο τοῦ Ρούφους ἦταν συνηθισμένο.
Καὶ ὅταν λέμε νὰ λείπει, ἐννοοῦμε μέρες ἢ καὶ βδομάδες. Οἱ καθηγητὲς
ἔκρυβαν τὸ ἀνήσυχο βλέμμα πίσω ἀπὸ βιβλία, ὥσπου κάποια στιγμὴ ὁ
διευθυντὴς ἐρχόταν στὴν τάξη νὰ τοὺς ἀνακοινώσει ὅτι ὁ Μάρκους, ἡ
Τζόντι, ἡ Κέντρα ἢ ὁ Μπὲρντ (ὅλοι εἶχαν ξεχάσει τὸ ὄνομά του), δὲν θὰ
ξαναρχόταν σχολεῖο. Βασικά, δὲν θὰ τοὺς ξανάβλεπαν πουθενά, ἀφοῦ ἡ
πρέζα τοὺς εἶχε πάρει κοντά της. Ἢ τὸ ἀναμορφωτήριο. Ἢ καὶ τὰ δύο. Καὶ
τότε τοὺς ἔβαζαν νὰ καθίσουν ἕνα θρανίο μπροστά, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν
κενὰ ἀνάμεσά τους. Τὸ ἔκαναν ὑπάκουα, μὰ τὸ κενὸ μέσα τους ἦταν περισσότερο
ἀπὸ ἕνα θρανίο ἀπόσταση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ντίσκο κάθε βράδυ περίμενε
τὸν Μάϊκ νὰ γυρίσει σπίτι. Φοβόταν. Ἔβλεπε στὸν ὕπνο του ὅτι κρατοῦσε
τὸν Μάϊκ ἀγκαλιὰ κι ἔκλαιγε στὸν δρόμο. Ξυπνοῦσε ἱδρωμένος κι ἔτρεχε
στὸ δωμάτιό του καὶ κοίταζε ἀπὸ τὴ χαραμάδα. Μιὰ φορὰ μάλιστα τὸν εἶχε
πιάσει μὲ τὴν τότε κοπέλα του νὰ κάνουν σέξ. «Φύγε, βλαμμένο», τοῦ εἶχε
πετάξει ἕνα παπούτσι στὰ μοῦτρα ὁ Μάικ, οὐρλιάζοντας.
Πρόσφατα, ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του στὸν ὕπνο του. Ὁ Μάϊκ τὸν φώναζε
«βλαμμένο», μὰ ἐκεῖνος δὲν γυρνοῦσε. Τότε τὸν ἅρπαζε καὶ γυρνώντας
τον στὸ πλάι, αἷμα ἔτρεχε στὴ δεξιὰ μεριά του ἀπὸ μιὰ τρύπα ἀπὸ σφαίρα.
Τυχαῖα εἶχε βρεθεῖ ἀνάμεσα σὲ πυρὰ ἀστυνομίας καὶ πρεζεμπόρων στὸν
δρόμο γιὰ τὸ σχολεῖο. Αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνειρο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ρούφους ξυπνοῦσε
κάθε βράδυ τρομαγμένος τελευταῖα. Πήγαινε τρέχοντας, ἄνοιγε τὴν
πόρτα τοῦ δωματίου τοῦ ἀδερφοῦ του καὶ ξάπλωνε στὸ κρεβάτι μαζί του.
Ἐκεῖνος δὲν ἐνοχλοῦνταν καὶ τοῦ ἔκανε χῶρο. Ὁ Ρούφους ἀποροῦσε ποὺ
δὲν τὸν ἔλεγε πιὰ «βλαμμένο», ἀλλὰ ἀπολάμβανε κιόλας τὴ στιγμὴ καὶ
δὲν μιλοῦσε μὴν τὴ χαλάσει.
Καὶ στὸ κολέγιο ποὺ σπούδαζε μηχανικὸς τελικὰ ὁ Μάϊκ, ὁ Ρούφους
ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του στὴν ἑστία καὶ ξάπλωνε μαζί του, ἐλπίζοντας
νὰ ἀκούσει νὰ τὸν λέει «βλαμμένο» μιὰ ἀκόμη φορᾶ. Ὁ Μάϊ, ὅμως, δὲν τοῦ
ἔκανε τὴ χάρη. Μόνο καμιὰ φορὰ ποὺ πήγαινε νὰ πάρει μετρητὰ ἀπὸ τὸ
πορτοφόλι του, ἔβλεπε τὴν ἀφάνα τοῦ Ντίσκο νὰ ξεπροβάλλει στὴ φωτογραφία
ἀπὸ πίσω καὶ μονολογοῦσε, «Ἄ, ρὲ βλαμμένο. Γιατί;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου