ΤΗΝ ΕΙΔΑ στὴν Rosener Manzstraat. Ἦταν γύρω στὶς 4:30. Ὁ ἀέρας ἀπὸ τὴ Βόρεια θάλασσα τῆς ἔφερνε τὰ μαλλιὰ στὸ πρόσωπο. Εἶχε τὰ χέρια στὶς τσέπες. Κάπου-κάπου τὰ ἔβγαζε γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι τὸ μαντήλι στὸ λαιμὸ ἦταν στὴ θέση του. Εἶχε μόλις ἀφήσει τὴ σκέψη της στὴ φτερωτή τοῦ Wind Korenmolen de Distilleerketel. Ἴσως ὁ μοναδικὸς ἀνεμόμυλος στὸ Ρότερνταμ πιά. Ἀκούει ἀκόμη νομίζει τὶς φτερωτὲς καὶ βλέπει τὸ εἴδωλό του στὸ κανάλι. Πιὸ ὄμορφο αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἀληθινό.
Δὲν θὰ τὴν εἶχα ἀντιληφθεῖ ἐὰν ὁ ἥλιος δὲν βρίσκονταν στὸ τέταρτο
τοῦ μισοῦ τοῦ οὐρανοῦ γέρνοντας στὸ Nieuwe Maas. Μοῦ φάνηκε ὅτι εἶχε
χάσει ὕψος, ἴσως νὰ εἶχε καὶ δυὸ τρία κιλὰ περισσότερο. Ἔμοιαζε νὰ
ἀναρωτιέται τί γύρευε σὲ μιὰ χώρα ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τέσσερα μέτρα
κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, αὐτὸ τὸ ἀπόγευμα τοῦ Μάρτη.
Σκέφτηκα πόσος καιρὸς εἶχε περάσει ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶχα δεῖ γιὰ
τελευταία φορά. Νὰ ἦταν ἄραγε ἐκεῖνο τὸν Σεπτέμβρη στὰ Κάστρα; Τὸ
μυαλό μου ξεστράτισε στὶς δικές του διαδρομές. Γνωρίζοντας τὸ ἄχρονο
τοῦ χρόνου καὶ τὸ μηδὲν τῆς ἀπόστασης, ἔπιασε τὴν κλωστὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Πρέπει νὰ ἤμουν γύρω στὰ τέσσερα ἢ πέντε ὅταν τὴν συνάντησα γιὰ
πρώτη φορά. Ἡ μάνα μου, λέει, ὅτι ἦταν ἀπόγευμα καλοκαιριοῦ κι ἐγὼ
περίμενα τὸν παγωτατζή. Μὰ αὐτὸς ἀργοῦσε κι ἔτσι ἔτρεξα στὸ ἀπέναντι
πεζοδρόμιο νὰ ἐλέγξω τὸν δρόμο στὸ βάθος, μήπως καὶ τὸν δῶ. Κι ἀφοῦ δὲν
φαίνονταν ἑτοιμάστηκα νὰ γυρίσω στὴ θέση μου. Καὶ τότε τὴν εἶδα!
Ψηλὴ
κι ἀδύνατη! Δυὸ βήματα ἀπὸ μένα! Μαρμάρωσα. Ἄφωνη τὴν κοιτοῦσα
καὶ προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω ἀπὸ ποὺ ἦρθε καὶ πῶς βρέθηκε ἐκεῖ. Στὴν ἀρχὴ
σκέφτηκα τὸν Μεσημερά, ἡ μόνιμη ἀπειλὴ τῆς μάνας μου γιὰ νὰ μένω ἥσυχη
τὰ μεσημέρια, καὶ ἔχασα κάθε σταγόνα σάλιου. Ὅμως κόντευε ἐπτὰ τὸ ἀπόγευμα.
Τὴν κοιτοῦσα ποὺ στέκονταν ἀκίνητη. Ἔφερα τὸ χέρι μου στὸ στόμα. Ὅταν
φοβόμουν ἔβρισκα ἀκόμη καταφύγιο στὸν ἀντίχειρα. Τὴν εἶδα νὰ κάνει
τὸ ἴδιο, κι αὐτὸ μὲ ἀναστάτωσε ἀκόμη περισσότερο γιατί μοῦ θύμησε
ἐκείνη τὴν φίλη τῆς γιαγιᾶς ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ὅταν μὲ ἔβλεπε
ἀφοῦ τσιμποῦσε καὶ ξανατσιμποῦσε τὰ μάγουλά μου τόσο ποὺ ἐγὼ ἔβαζα
τὰ κλάματα, μετὰ ἄρχιζε νὰ κλαίει κι αὐτὴ καὶ νὰ κάνει ὅτι ἔκανα ἐγώ.
Αὐτὸ μὲ ἐξαγρίωνε ἀκόμη περισσότερο. Καὶ ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ
γλιτώσω ἦταν νὰ μείνω ἀκίνητη καὶ ἀμίλητη. Ἔτσι κι αὐτὴ τότε. Ἔβαλε
τὸ δάχτυλο στὸ στόμα της καὶ ἔμεινε ἀκίνητη κι ἀμίλητη, ὅπως ἐγώ.
Τὸ βλέμμα μου εἶχε καρφωθεῖ πάνω της καὶ σχεδὸν σταμάτησα νὰ ἀναπνέω.
Στὴν ἡσυχία τοῦ καλοκαιριοῦ μποροῦσα νὰ ἀκούω τὸν χτύπο τῆς καρδιᾶς
μου. Κι ὅταν ἄκουσα καὶ τὸν δικό της ἔδωσα μιὰ καὶ μὲ κλειστὰ μάτια ἔτρεξα
στὴν μάνα μου ποὺ μὲ ρωτοῦσε ξανὰ καὶ ξανὰ τί εἶχα κι ἔκλαιγα ἔτσι.
Δὲν μίλησα σὲ κανέναν γιαυτή. Στὴν ἀρχὴ ἀπὸ φόβο. Μετὰ ἐπειδὴ ἔβλεπα
ὅτι ὅλο καὶ περισσότερο μοῦ ἔμοιαζε. Ἔτσι συνήθισα τὴ σιωπηλή
της παρουσία καὶ τὰ παιχνίδια μίμησης. Στὴν ἐφηβεία μου, τὶς νύχτες
ποὺ ἐπέστρεφα ἀργὰ ἀπὸ τὸ φροντιστήριο καὶ διέσχιζα ὁλομόναχη τὸ
δρόμο γιὰ τὸ σπίτι ἀκούγοντας τὰ παπούτσια μου νὰ σέρνουν τὸν φόβο μου
στὶς πλάκες, ἔνιωθα ἀνακούφιση μὲ τὴν παρουσία της. Τῆς ἄρεσε νὰ ἔρχεται
κυρίως ὅταν τὸ φεγγάρι ἄρχιζε νὰ γεμίζει. Ὅσο πιὸ φωτεινὸ ἦταν τόσο
αὐτὴ μάκραινε κι ἔδειχνε νὰ μὲ περνάει δυὸ κεφάλια. Παρέμενε πάντα
ἀδύνατη μὲ πόδια ποὺ θύμιζαν ξυλοπόδαρο πανηγυριοῦ. Μὲ τὰ χρόνια
καὶ στὴ σκέψη τοῦ πρώτου μου φόβου γελοῦσα, ὅπως ἔκαναν οἱ φίλες μου
ποὺ ἔπαιζαν μαζί της, ἄλλοτε τρέχοντας πρὸς αὐτὴ γιὰ νὰ τὴν πιάσουν
—κάποιες προσπαθοῦσαν νὰ τὴν πατήσουν— κι ἄλλοτε νὰ ξεφύγουν ἀπὸ αὐτή.
Ἀργότερα, κυνηγώντας τὴ ζωή μου, ἄρχισα νὰ τὴν ἀφήνω πίσω.
Τελικὰ νομίζω ὅτι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε ἦταν ἐκείνη
τὴ νύχτα ποὺ κατέβαινα ἀπὸ τὰ Κάστρα, μεθυσμένη σχεδόν, τὸν Σεπτέμβριο
τοῦ ’85. Περπατοῦσε ἀγκαλιὰ μὲ κάποιον κι ὅλο ἔγερνε πίσω τὸ κεφάλι
καὶ γελοῦσε, μὲ τρόπο ποὺ φανέρωνε μιὰ εὐτυχισμένη γυναίκα.
4:32, στὴν Rosener Manzstraat. Ἔβγαλα τὰ χέρια μου ἀπὸ τὴν τσέπη γιὰ
νὰ βεβαιωθῶ ὅτι τὸ μαντήλι στὸ λαιμὸ ἦταν στὴ θέση του. Ὁ ἀέρας μοῦ ἔφερνε
τὰ μαλλιὰ στὸ πρόσωπο. Εἶχα μόλις κρεμάσει τὴ σκέψη μου στὴ φτερωτή
τοῦ Wind Korenmolen de Distilleerketel. Ἴσως ὁ μοναδικὸς ἀνεμόμυλος στὸ
Ρότερνταμ πιά. Ἀκούω ἀκόμη νομίζω τὶς φτερωτὲς καὶ βλέπω τὸ εἴδωλό
του στὸ κανάλι. Πιὸ ὄμορφο μοῦ φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἀληθινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου