Συχνά ερχόμαστε αντιμέτωποι με
μεγαλόστομες ανακοινώσεις για τις μεγάλες ευκαιρίες, την ανάπτυξη, τις πρώτες
θέσεις τουριστικού προορισμού ή και τα απελπιστικά πρωτοσέλιδα για το τέλος της
αγροτικής παραγωγής, το αδιέξοδο της γεωργίας, τις ερωτήσεις βουλευτών
προκειμένου να επέμβει το κράτος, την αγορά εκτάσεων από Κινέζους κ.ά.
Με αφορμή τα παραπάνω είναι
χρήσιμο συχνά να αναρωτιόμαστε πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε ή πώς μας προσδιορίζουν
οι άλλοι. Το ερώτημα, αν και φιλοσοφικό, μας βοηθάει να αξιολογήσουμε την
πορεία μας ή και να την επαναπροσδιορίσουμε, να θέσουμε στόχους, δεσμεύσεις
κ.λπ.
Θεωρώ ότι οι προσδοκίες που έχουν
δημιουργηθεί γύρω από το προϊόν «τουρισμός» δεν ανταποκρίνονται πλήρως στα
δεδομένα της περιοχής και ειδικότερα, θεωρώ ότι παραβλέπουν τα δεδομένα της
αγροτικής παραγωγής και τις δυνατότητες που απορρέουν από αυτή.
Προσδοκίες που πολλές φορές
μπορεί να αγγίζουν τα όρια της τουριστικολαγνείας… Δηλαδή, από τη μία πλευρά,
έχουμε προσδοκίες για αύξηση αφίξεων, διανυκτερεύσεων, με την ελπίδα για αύξηση
θέσεων απασχόλησης, εισοδήματος και, από την άλλη πλευρά, έχουμε αδιαμφισβήτητα
πλούσιο και ποιοτικό παραγωγικό τομέα, με συγκεκριμένες δυνατότητες, ο οποίος
μάλλον αντιμετωπίζεται σαν το φτωχό συγγενή.
Στην 1η περίπτωση ξεχνάμε ή
αγνοούμε τα χαρακτηριστικά ενός τουριστικού προορισμού τα οποία δε διαθέτουμε
στο βαθμό που να δικαιολογούν τις προσδοκίες (επαρκείς κλίνες, ασφαλές οδικό
δίκτυο, επαγγελματισμός, αναγνωρισιμότητα, εναλλακτικές δραστηριότητες κ.λπ.).
Στη 2η περίπτωση συχνά ξεχνάμε ή
δε θέλουμε να θυμόμαστε τα χαρακτηριστικά, τις δυνατότητες και τη δυναμική της
περιοχής μας. Επίσης στη 2η περίπτωση απαξιώνουμε υφιστάμενες υποδομές ή δεν
έχουμε σε προτεραιότητα την υλοποίηση απαραίτητων υποδομών, όπως: αποστραγγιστικά
έργα, φράγματα, αγροτικό οδικό δίκτυο κ.λπ. Ξεχνάμε, επίσης, ή δε λαμβάνουμε
υπόψη, ότι το σύνολο των μεταποιητικών επιχειρήσεων αγροτικών προϊόντων –εάν
εξαιρέσουμε την τυποποίηση ελαιόλαδου- λόγω περιορισμένης επάρκειας προϊόντων
αδυνατούν να προμηθευτούν με τις αναγκαίες ποσότητες αγροτικών προϊόντων,
προκειμένου να τις συσκευάσουν, μεταποιήσουν και εξάγουν κ.λπ.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα:
είναι η αγροτική παραγωγή προτεραιότητα της Πολιτείας για την περιοχή μας; Να
υπογραμμίσουμε εδώ ότι τη χάραξη της αγροτικής πολιτικής κάνει η Πολιτεία και
όχι ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός, μεταποιητής ή έστω συνεταιρισμός.
Οι παραγωγοί θα ανταποκριθούν στα
μηνύματα-κατευθύνσεις που η Πολιτεία θα καθορίσει. Στην περίπτωση του αγροτικού
τομέα, μάλλον θα χαρακτηρίζαμε την Πολιτεία ή απούσα ή παρατηρητή. Ο ρόλος της
Πολιτείας δεν είναι μόνο να επέμβει στην καταστροφή της παραγωγής με τις
αποζημιώσεις ή δεν περιορίζεται μόνο στους ελέγχους και στις εφαρμογές των
νόμων.
Ο ρόλος της Πολιτείας σε ένα
στρατηγικής σημασίας και ευάλωτο τομέα, όπως είναι ο αγροτικός, είναι να
χαράζει Πολιτική στο Τι μπορούμε, Τι θέλουμε να κάνουμε και στη συνέχεια Πώς
και με Ποιους. Δηλαδή, ύπαρξη συγκεκριμένου Στρατηγικού Σχεδιασμού. Δυστυχώς
αυτός ο σχεδιασμός λείπει.
Σε ένα περιβάλλον που
μεταβάλλεται ριζικά, με ροές εμπορίου που δεν έχουν σχέση με τις ανάλογες προ
20ετίας, με αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων, αλλά και των κλιματικών αλλαγών,
η απουσία σχεδιασμού μοιάζει με επικίνδυνο ερασιτεχνισμό.
Ο παραλληλισμός – σύγκριση με τον
τουριστικό κλάδο χρησιμοποιήθηκε για να αποτυπωθεί καλύτερα η διαφορά, αλλά και
για να προβληματιστούμε στο ΤΙ θέλουμε και στο ΤΙ είμαστε. Σαφώς δεν υπάρχει
ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κλάδων. Στο πλαίσιο ενός Στρατηγικού Σχεδιασμού θα
μπορούσαν να αλληλοϋποστηρίζονται, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε
πολλαπλασιαστικά οφέλη και συγκριτικά πλεονεκτήματα και για τους δύο κλάδους.
Υπάρχουν καλές πρακτικές οι
οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με τέτοιο τρόπο που θα λειτουργούσαν
ενισχυτικά και για τους δύο κλάδους. Σε αυτό το σημείο, όμως, να υπογραμμίσω
ότι οι συχνές αναφορές με μοναδικό κριτήριο τα έσοδα που προκύπτουν και κατά
προέκταση «πέφτουν» ή «μένουν» στην περιοχή από τον κάθε κλάδο και τα οποία
καταδεικνύουν την υπεροχή του τουριστικού κλάδου, έχουν σοβαρές ελλείψεις.
Πρώτη έλλειψη – μεθοδολογική –
είναι ότι «οξυγόνο» σε μία οικονομία είναι η δημιουργία αξίας και όχι η
μετακύλιση εισοδήματος. Είναι ξεκάθαρο ότι κάθε κοινωνία – οικονομία στοχεύει
στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος και αυτό είναι ένας βασικός οικονομικός
δείκτης μεγέθυνσης.
Ο αγροτικός τομέας δημιουργεί
νέες αξίες, δημιουργεί παραγωγή. Ο τουριστικός κλάδος αντλεί χρήματα από αξίες
– εισοδήματα που έχουν δημιουργηθεί αλλού. Δεύτερη έλλειψη – υπολογιστική.
Δηλαδή, ποιες αξίες προσμετράμε στον κάθε τομέα. Για να έχουμε πλήρη εικόνα της
σημασίας του κάθε τομέα, δεν αρκεί να υπολογίζουμε την αξία της παραγωγής –
στον αγροτικό τομέα είναι αρκετά μεταβαλλόμενη από έτος σε έτος, διότι
εξαρτάται από τις μεταβαλλόμενες ποσότητες και από τις διαφορές των τιμών –
αλλά να υπολογίζουμε τη «μόχλευση» που δημιουργεί ο κάθε τομέας, δηλαδή ποια
επαγγέλματα ενεργοποιεί, σε ποια άλλα εισοδήματα επιδρά κ.λπ. Σε εξειδικευμένες
έρευνες είναι καταγεγραμμένο ότι κάθε 1 ευρώ που προκύπτει στον τουριστικό
κλάδο «γεννάει» 1,8 ευρώ, ενώ κάθε 1 ευρώ που προκύπτει από την αγροτική
παραγωγή «γεννάει» 5,4 ευρώ. Η μόχλευση, λοιπόν, είναι ένα βασικό κριτήριο
αξιολόγησης και τεκμηριώνεται και ερευνητικά, αλλά και εμπορικά. Η αδυναμία της
είναι ότι δε φαίνεται με γυμνό οφθαλμό.
Τέλος, νομίζω ότι για να έχουν
ουσία οι όποιες διαμαρτυρίες, εξαγγελίες, ερωτήσεις, επερωτήσεις κ.λπ. θα
πρέπει να προηγηθεί διάλογος για το Τι θέλουμε και Τι μπορούμε να κάνουμε,
προκειμένου να δημιουργηθεί ο Στρατηγικός Σχεδιασμός του Αγροτικού Τομέα της
περιοχής μας.
Σαφώς η δημιουργία ενός τέτοιου
Σχεδιασμού, σε ένα νέο μεταβαλλόμενο και έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, δεν
είναι εύκολη υπόθεση και δεν υπάρχει η πολυτέλεια ούτε για ερασιτεχνισμούς αλλά
και ούτε για απουσίες…
Υ.Γ. Το παρόν άρθρο είχε
ολοκληρωθεί προ καραντίνας και πανδημίας.
*Δρος Γεωργοοικονομολόγου,
κοσμήτορα Σχολής Γεωπονίας και Τροφίμων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου