Ττου Κώστα Κουτσουρέλη
Έλεγα σε προηγούμενο άρθρο μου ότι συμβαίνει κάμποσες φορές αναγνώστες μιας μετάφρασης να έχουν ενστάσεις για την απόδοση της μιας ή της άλλης λέξης. Όσοι διαμαρτύρονται μάλιστα συνήθως έχουν και μια τριβή με τη γλώσσα του πρωτοτύπου, σχεδόν πάντοτε τα αγγλικά. Καθώς η εικόνα που έχουν του πρωτοτύπου τούς πείθει (και σωστά!) ότι όλο και κάτι στερούνται, παρασύρονται και δεν εκτιμούν τι τους προσφέρεται ως αντάλλαγμα. Γίνονται καχύποπτοι γιατί στο μυαλό τους έχουν το ανέφικτο, την ταύτιση με το πρωτότυπο, ζητούν να πάρουν και να αισθανθούν ό,τι ακριβώς (νομίζουν πως) τους δίνει εκείνο. Και δεν καταλαβαίνουν ότι η μετάφραση είναι συνεχές πάρε-δώσε, κέρδος-απώλεια, αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας.
Καλύτερα κρίνουν τις μεταφράσεις, και δεν παραδοξολογώ εδώ, όσοι αγνοούν τη γλώσσα του πρωτότυπου. Αν έχουν λογοτεχνική παιδεία, μπορούν να κρίνουν τον ρυθμό, τη γλωσσική ποιότητα, τη λογοτεχνική πειστικότητα της έκφρασης.
Μια έκφραση επιτηδευμένη, ας πούμε, που δεν μπορώ να την αναδημιουργήσω εκεί όπου ο συγγραφέας την έχει, ως μεταφραστής έχω τη δυνατότητα να την μεταθέσω στην παρακάτω παράγραφο. Έναν αργκοτισμό ή έναν αρχαϊσμό, να τον μεταφέρω στην παρακάτω σελίδα. Μπορώ δηλαδή να αποδώσω αργκοτικά ή αρχαϊστικά ένα χωρίο που στο πρωτότυπο είναι σε καθομιλουμένη. Δεν μεταφράζεις σωστά! αμέσως θα πει ο καχύποπτος. Η αλήθεια είναι όμως ότι εκείνος δεν διαβάζει σωστά γιατί δεν έχει γενική εικόνα. Αντί να ανέβει στο παρατηρητήριο και να κοιτάξει πανοραμικά, τρέχει στο μικροσκόπιο και υπερμεγεθύνει το δευτερεύον.
Καλύτερα κρίνουν τις μεταφράσεις, και δεν παραδοξολογώ εδώ, όσοι αγνοούν τη γλώσσα του πρωτότυπου. Αν έχουν λογοτεχνική παιδεία, μπορούν να κρίνουν τον ρυθμό, τη γλωσσική ποιότητα, τη λογοτεχνική πειστικότητα της έκφρασης. Και είναι απαλλαγμένοι από αυτή την καχυποψία που τους αλλοιώνει τη γεύση.
Ο Έλιοτ όταν πρωτοσυνάντησε τον Σεφέρη στο Λονδίνο τον επαίνεσε για τη μετάφραση της Έρημης χώρας. «Μα πώς κρίνατε», τον ρώτησε ο Σεφέρης. «Από τα κουτσοελληνικά μου», του απάντησε ο Έλιοτ (είχε διδαχθεί αρχαία και κάποια νέα για την εμπορική αλληλογραφία της τράπεζας όπου δούλευε), «μπόρεσα να παρακολουθήσω τον ρυθμό. Μου φάνηκε σωστός».
(Επάνω): T.S. Eliot – Γιώργος Σεφέρης (Κάτω): Άρης Αλεξάνδρου – Άννα Αχμάτοβα |
Ο Έλιοτ μίλησε για τον ρυθμό, όχι για την τάδε ή τη δείνα λέξη. Με βάση αυτόν, ένας ασκημένος αναγνώστης δεν χρειάζεται να ξέρει ρωσικά για να πει ότι η μετάφραση του Αλεξάνδρου στο Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα είναι εξαίρετη. Ούτε να ξέρει γαλλικά για να επαινέσει τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη από τη γλώσσα του Βιγιόν. Ούτε λατινικά για να ενθουσιαστεί με τον Οβίδιο του Παπαγγελή. Το πράγμα βοά.
Θα πει κανείς: κι αν οι μεταφράσεις αυτές είναι εσφαλμένες, αν παραποιούν το πρωτότυπο κτλ., κτλ. – εγώ πώς θα το κρίνω; Υπάρχει όντως τέτοιο ενδεχόμενο. Κάποιες από τις μεταφράσεις του Παπαγιώργη καμωμένες πάνω στη φούρια της βιοπάλης έχουν λάθη. Υπέροχα ελληνικά, αλλά και ανακρίβειες. Και σε μια μετάφραση του Στάινερ παλιότερα, παρότι εκ πρώτης όψεως πειστική, η κριτική τής βρήκε ένα σωρό μαργαριτάρια. Όμως δεν είναι αυτού του είδους τα λάθη που μετράνε συνήθως. Το μέγα πρόβλημα είναι οι πάμπολλες κακές μεταφράσεις (ιδίως ποιημάτων) που στο όνομα του τυφλοσούρτη της αντιγραφής λέξη προς λέξη εξαερώνουν πλήρως τη λογοτεχνία, τη σκέψη, την ίδια τη γλώσσα. Και αυτοί που τις κατασκευάζουν σκέφτονται όπως οι αντιρρησίες του παραδείγματός μας. Προσηλωμένοι στο δέντρο, χάνουν από εμπρός τους το δάσος.
Με τέτοια κριτήρια, εντελώς εξω- ή και αντι-/λογοτεχνικά, λογικά πρέπει να φρίξει κανείς αν αντιπαραβάλει με το λατινικό του πρωτότυπο το ακόλουθο χωρίο από την Ars amatoria, λ.χ.:
«Προσέχουμε και τον συντονισμό· πρέπει κι αυτή να σου κρατά το ίσο
και αντιστοίχως φρόντισε κι εσύ την κοπελιά να μην αφήσεις πίσω.
Το νήμα να το κόψετε μαζί· η ηδονή ποτέ δεν είναι πλήρης
εκτός και αν οι δύο παρτεναίρ τελειώσουν ταυτοχρόνως και κλινήρεις.
και αντιστοίχως φρόντισε κι εσύ την κοπελιά να μην αφήσεις πίσω.
Το νήμα να το κόψετε μαζί· η ηδονή ποτέ δεν είναι πλήρης
εκτός και αν οι δύο παρτεναίρ τελειώσουν ταυτοχρόνως και κλινήρεις.
Επέμεινα στο θέμα του ρυθμού: τέμπο αργό θα συνιστούσα μόνο
αν είναι ασφαλές το ραντεβού και διαθέτεις άνεση και χρόνο.
Εάν ο χρόνος, πάλι, δεν αρκεί, τότε το πράγμα προφανώς αλλάζει:
τότε το παίζεις πρόσω ολοταχώς και σανιδώνεις πάραυτα το γκάζι».
αν είναι ασφαλές το ραντεβού και διαθέτεις άνεση και χρόνο.
Εάν ο χρόνος, πάλι, δεν αρκεί, τότε το πράγμα προφανώς αλλάζει:
τότε το παίζεις πρόσω ολοταχώς και σανιδώνεις πάραυτα το γκάζι».
«Ραντεβού», «τέμπο», «το παίζεις», «σανιδώνεις το γκάζι» κ.ο.κ. σε ποίημα του 1oυ αιώνα; Κι όμως, στην σατιρική ουσία του οβιδιακού έργου ο Θεόδωρος Παπαγγελής μένει απόλυτα πιστός, την έχει συλλάβει μοναδικά. Και επειδή ουσία ίσον μορφή καλλιτεχνική, ο πολυσύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος του ανασυστήνει υπέροχα στα καθ’ ημάς την εξαίσια μαστοριά του Λατίνου.
Είναι αδύνατο ο όποιος Άγγλος ή Γερμανός να νιώσει άνευ ετέρου τη μυσταγωγική γραφή του Παπαδιαμάντη. Του λείπουν τα προσωπικά βιώματα, του λείπουν οι ιστορικές παραστάσεις. Και ένα τέτοιο έλλειμμα, που ζυγίζει πολύ πιο βαριά από ένα απλό γνωστικό κενό, δεν καλύπτεται.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, κάθε γλώσσα, κάθε ξεχωριστή παράδοση προσλαμβάνοντας το ξένο κείμενο το αλλοιώνει. Αναδιευθετεί τις σημασίες του, αναδιατάσσει τις εμφάσεις, ανακατεύει αλλιώς τα βασικά του συστατικά. Στις ευτυχείς περιπτώσεις, προκύπτει τότε ένα κείμενο συγγενές: τεχνοτροπικά, κοσμοθεωρητικά και βιωματικά εξίσου πλούσιο με το πρωτότυπο. Αλλά και αυτή η συγγένεια έχει τα όριά της. Αναγκαστικά φθίνει όσο η γλώσσα προελεύσεως και η γλώσσα προορισμού χωροχρονικά απομακρύνονται.
Κακά τα ψέματα. Είναι αδύνατο ο όποιος Άγγλος ή Γερμανός να νιώσει άνευ ετέρου τη μυσταγωγική γραφή του Παπαδιαμάντη. Του λείπουν τα προσωπικά βιώματα, του λείπουν οι ιστορικές παραστάσεις. Και ένα τέτοιο έλλειμμα, που ζυγίζει πολύ πιο βαριά από ένα απλό γνωστικό κενό, δεν καλύπτεται. Γι’ αυτό και οι μεταφράσεις του Σκιαθίτη δεν έχουν τύχη συνήθως στην αλλοδαπή. Για να φέρουν τέτοιας λογής κείμενα κοντά στο κοινό τους, όσο γίνεται τέλος πάντων, οι μεταφραστές δουλεύουν με αναλογίες. Με ισοδυναμίες δηλαδή, με αντιστοιχίες, με παραλληλίες πολιτισμικές.
Από τα ιταλικά στα ελληνικά η εγγύτητα η πολιτισμική ίσως να είναι κοντά στο 90%. Από τα γερμανικά στα ελληνικά πέφτει ενδεχομένως στο 60%. Κάπου ανάμεσα βρίσκονται τα αγγλικά. Με γλώσσες όπως τα κινεζικά υπάρχει χάος, οι διαφορές είναι περισσότερες από τις συμπτώσεις. Κρίνοντας από τις μεταφράσεις που κυκλοφορούν, όταν αποδίδουμε αρχαία κινεζικά κείμενα σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή γλώσσα αμφιβάλλω αν «πιάνουμε» ένα 20%. Το υπόλοιπο 80% ο μεταφραστής καλείται να το αναπλάσσει εκ των ενόντων, αντλώντας από τη δική του γλώσσα και τον δικό του πολιτισμό.
Δύο συμπεράσματα λοιπόν.
Το πρώτο: Δεν μεταφράζουμε λέξεις! Μεταφράζουμε στάσεις, νοοτροπίες, ψυχισμούς. Δεν μεταφράζουμε ξερά σημαινόμενα. Μεταφράζουμε ήχους, εικόνες, ρυθμούς, μεταφράζουμε πρωτίστως μορφές. Με άλλα λόγια, μεταφράζουμε κόσμους. Το «νόημα» των επιμέρους λέξεων ή φράσεων δεν αφορά την λογοτεχνία, αλλά τα λεξικά.
Και το δεύτερο: Μακάριοι οι καλόπιστοι! Εκείνοι που ασκούν και εμπιστεύονται το ένστικτό τους το αναγνωστικό. Όσοι κρατούν το υποδεκάμετρο πάνω από μια μετάφραση και κυνηγούν το «λάθος», το πιθανότερο είναι να περάσουν μια ζωή άμοιρη τέρψεων λογοτεχνικών.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή κειμένων «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή κειμένων «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
ΠΗΓΗ BOOK PRESS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου