Η Σεμίνα Διγενή γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Σιένα και Ηλεκτρονική Δημοσιογραφία στη Ρώμη. Υπήρξε μέλος της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών Ιταλίας Stampa Estera. Εργάστηκε ως ελεύθερη ρεπόρτερ και αρθρογράφος στις εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Αυγή, Εξόρµηση, Απογευµατινή, Έθνος της Κυριακής, Αδέσµευτος Τύπος, Real news, στην ιταλική Αvanti!, στα ραδιόφωνα του ΣΚΑΪ, του ΑΝΤ1, του Δευτέρου Προγράµµατος της ΕΡΤ, στον Real FM και σε πολλά περιοδικά. Υπήρξε αρχισυντάκτρια, project manager, σκηνοθέτις, εμπνεύστρια πολλών τηλεοπτικών projects που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και παρουσιάστρια δεκάδων εκπομπών στη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση από το 1982 μέχρι το 2009: «Τρεις στον αέρα», «Εδώ και σήµερα», «Μade in Greece», «Ιστορίες γι’ αγρίους», «Μηχανή του χρόνου», «Πες το στη Σεµίνα», «Άνθρωποι», «Ώρα Ελλάδος», «Αταίριαστοι», «Εντιµότατοι φίλοι», «Κοίτα τι έκανες», «Τοp Stories» κ.ά. Διετέλεσε, επίσης, διευθύντρια προγράμματος του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA, σύμβουλος προγράμματος στην ΕΡΤ, σύμβουλος πολιτισμού του Δημάρχου Πατρέων και παραγωγός ντοκιμαντέρ σε Αμερική, Κούβα, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Κίνα, Μογγολία, Ν. Αφρική, Σρι Λάνκα, Γερμανία κ.α. Έχει τιμηθεί με 19 βραβεία για το έργο της στην ελληνική τηλεόραση και δημοσιογραφία. Έχει ιδρύσει την εταιρεία επικοινωνίας Brainco S.A. και το site onlytheater.gr. Τα τελευταία εννέα χρόνια είναι υπεύθυνη πολιτισμού και αρθρογραφεί στην εφημερίδα Real news και παρουσιάζει την εβδομαδιαία δίωρη εκπομπή «Feeling Good» στον Real FΜ. Τον Νοέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο Κίτρινο υποβρύχιο, το οποίο έγινε μπεστ σέλερ. Το δεύτερο βιβλίο της, Οι απείθαρχοι, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κάκτος, μας έδωσε την αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Το πρώτο βιβλίο που μου έκαναν δώρο στη Β’ τάξη του Δημοτικού ήταν κάτι κάπως βαρύ, η Σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Εντυπωσιάστηκα! Μετά ήρθαν ο Κ. Ντίκενς, η Άλκη Ζέη, η Έμιλι Μπροντέ, η Πηνελόπη Δέλτα, μετά αγάπησα τον Ιούλιο Βερν, τα Μίκυ Μάους και τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Στην εφηβεία, διάβαζα πάρα πολύ και τότε ήταν που αγάπησα τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Καμί, τον Καβάφη, την Αλεξίου, τον Μαγιακόφσκι, τον Βρεττάκο, τον Τολστόι και τον Μαρξ.
Πώς ξεκινήσατε την ενασχόλησή σας με τη δημοσιογραφία;
Στα δεκαέξι μου κέρδισα σε διαγωνισμό μαθητικού ρεπορτάζ το πρώτο βραβείο, το οποίο και μου έδωσε ο Αντώνης Σαμαράκης. Το έπαθλο ήταν επαγγελματική συνεργασία με τα περιοδικά Γυναίκα και Φαντάζιο. Λίγο αργότερα, στα δεκαοχτώ, με ένα τηλεφώνημα του Αλέκου Παναγούλη στον διευθυντή της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, μπήκα εκεί ως μαθητευόμενη ρεπόρτερ.
Ποιες ήταν οι πρώτες δυσκολίες και τι κάνατε για να τις αντιμετωπίσετε;
Οι δυσκολίες ήταν πολλές και ολόιδιες με αυτές που συναντάει κάποιος χωρίς «πλάτες» και χωρίς προστάτες, στο ξεκίνημά του. Ξεκίνησα από το μηδέν και ό,τι έφτιαξα, αυτό το λίγο που φτιάχτηκε, είναι απολύτως δικό μου κι είμαι η μοναδική υπεύθυνη γι’ αυτό.
Ένα σπουδαίο κεφάλαιο στην καριέρα σας ήταν και η τηλεόραση. Ποια ωραία ανάμνηση σας άφησε εκείνη η εποχή;
Αυτό για το οποίο την ευγνωμονώ, είναι για ένα κέρδος που προέκυψε από τη σχέση μου μαζί της. Με έμαθε να είμαι οργανωτική και συνεπής. Με εκπαίδευσε, όχι μόνο να μην αφήνω αναξιοποίητο τον χρόνο, αλλά να προσπαθώ να χωρέσω όσο περισσότερα μπορώ μέσα του.
Οι παρουσιάσεις, τα άρθρα, οι συνεντεύξεις σας διαβάζονται μονορούφι. Υπάρχει κάποια τεχνική που ακολουθείτε στη δημοσιογραφία;
Σας ευχαριστώ, προσπαθώ να είμαι ειλικρινής, είτε πρόκειται για τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή, είτε για άρθρο, συνέντευξη ή βιβλίο. Αυτό που σκέφτηκα αυτή τη φορά, για τη γνωστοποίηση του βιβλίου, ήταν να ζητήσω από 12 φίλους μου, εξαιρετικούς ηθοποιούς (γνωρίζοντας ποιοι από τους ήρωές μου θα τους άρεσαν ή θα τους ταίριαζαν), να εμπλακούν με τα κεφάλαια του βιβλίου, μέσα από μικρά βίντεο-μονόπρακτα, που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στα social media του «Κάκτου» και τα δικά μου. Έτσι, η Σμαράγδα Καρύδη κάνει τις συστάσεις του βιβλίου, ο Γιώργος Κιμούλης «συνυπάρχει» με τον Σαραμάγκου και τον Βέγγο στη Μακρόνησο, ο Γιάννης Στάνκογλου «βρίσκεται» με τον αγαπημένο του Ντέιβιντ Μπόουι στο Λονδίνο, η Ελένη Ράντου με τον Ρολάν Μπαρτ και τη Μαρίκα Νίνου στην Κοκκινιά, ο Γρηγόρης Βαλτινός με τον Αϊνστάιν, τον Χόκινγκ και τη Γουάινχαουζ στο Κάμντεν Τάουν, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος με τον Προυστ και την Κοτοπούλη στην Ομόνοια, η Βίκυ Σταυροπούλου με τον Ουγκό στα Πυρηναία, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο Σικάγο, ο Νίκος Κουρής με τον Πικάσο στο Παρίσι, ο Σταμάτης Φασουλής περιγράφει ένα φαντασμαγορικό πάρτι αυτοκτονιών, ενώ η Πέγκυ Τρικαλιώτη με την Κατερίνα Διδασκάλου ερμηνεύουν σύντομες ιστορίες κοριτσίστικων τραυμάτων. Η σκηνοθετική επιμέλεια είναι του Θοδωρή Βουρνά.
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο Οι απείθαρχοι και γιατί από τις Εκδόσεις Κάκτος;
Το πάθος μου να «συναντηθώ» μαζί με όλους εκείνους που με ενδιέφερε η ζωή και το έργο τους. Ύστερα, με ενέπνευσε και το στοίχημα του εκδότη του «Κάκτου», Γιάννη Λεβέντη, για τη νέα εποχή του ιστορικού εκδοτικού οίκου. Πρόκειται για έναν νέο, ιδιαίτερα καλλιεργημένο άνθρωπο, που αγαπάει πολύ τη δουλειά του και ετοιμάζει σπουδαία πράγματα και σημαντικές συνεργασίες. Επίσης, το ότι η επιμέλεια θα γινόταν από τον έμπειρο Γιώργο Προεστό ήταν ένας επιπλέον λόγος. Η δυνατή ομάδα του «Κάκτου» εμπνέει στους συγγραφείς εμπιστοσύνη και ασφάλεια.
Ξεκίνησα από το μηδέν και ό,τι έφτιαξα, αυτό το λίγο που φτιάχτηκε, είναι απολύτως δικό μου κι είμαι η μοναδική υπεύθυνη γι’ αυτό.
Σε έναν κόκκινο ουρανοξύστη ζουν άνθρωποι διάσημοι, μύθοι στον πολιτισμό μας. Γιατί οι διάσημοι άνθρωποι, αν τους προσεγγίσεις, χαρακτηρίζονται για την απλότητά τους;
Όχι όλοι. Στα τόσα χρόνια που εργάζομαι ως δημοσιογράφος, εκτός από τους πραγματικά σημαντικούς, αλλά ταυτόχρονα και σεμνούς, έχω συναντήσει και κάποιους διάσημους καλλιτέχνες με απίστευτα δύστροπο χαρακτήρα. Τζέκιλ και Χάιντ δηλαδή, που χρειάζεται δυνατό στομάχι για να αντέξει κανείς τη συναναστροφή μαζί τους. Όπου όμως συνάντησα καλλιτέχνες με… ασορτί μεγάλο ταλέντο και καλό χαρακτήρα, ο συνδυασμός ήταν ακαταμάχητος, όπως π.χ. τον Ρίτσο και τον Χατζιδάκι.
Μου αρέσει που βάζετε στο βιβλίο σας τον Προυστ να βλέπει τα DVD της Μαρίκας Κοτοπούλη. Λογοτεχνία και θέατρο πάντοτε συμβαδίζουν;
Η αλήθεια είναι πως όταν συναντιούνται δημιουργικά, προκύπτουν αριστουργήματα!
Στις σελίδες του βιβλίου υπάρχουν μυθικά πρόσωπα: Λένιν, Μπόουι, Προυστ, Αϊνστάιν, Χόκινγκ, Κέιν, Πικάσο, Μονρόε… Αληθινά με εκπλήσσετε. Πώς συμβαίνουν όλα αυτά μαζί;
Τα πάντα μπορούν να συμβούν στο μαγικό σύμπαν ενός ολοζώντανου πύργου. Στο κάτω κάτω, ο θεός ενός βιβλίου είναι ο συγγραφέας. Οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί, είναι πραγματικό! Ο σπουδαίος εικαστικός Κωστής Γεωργίου (του οποίου έργο κοσμεί το εξώφυλλο) λέει πως μεταφέρομαι με άνεση από όροφο σε όροφο για να συναντήσω τους ήρωές μου, που «με έναν μοναδικό τρόπο συνδέονται σε ένα θέατρο του παραλόγου, με σκηνικά που θυμίζουν υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ και αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού, που μας μεταφέρουν σε ένα γλέντι με μεταφυσικές εικόνες, σ’ ένα πάρτι σε οργιαστικά περιβάλλοντα, όπου όλοι μετακινούνται με κοσμικές ταχύτητες σε καφκικά τοπία, δίπλα σε φαντάσματα που παραληρούν, θαρρείς, στην πύλη της κολάσεως και ταυτόχρονα του παραδείσου».
Παράλληλα, αναφέρεστε και σε Έλληνες: Βέγγος, Βάρναλης, Σιδηρόπουλος… Η τέχνη λοιπόν είναι διεθνής και ξεπερνά όλα τα όρια;
«Η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας», έλεγε ο Πικάσο και συμπλήρωνε: «Η τέχνη είναι ένα ψέμα που μας βοηθάει να ανακαλύψουμε την αλήθεια». Κι αυτό συμβαίνει πέρα από σύνορα και κάθε τύπου όρια.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Θα καταφέρει τελικά ο παράδοξος κόσμος των Απείθαρχων να πάρει μια καθοριστική απόφαση για τη Μνήμη του Κόσμου;». Γιατί η Πολιτεία αγνοεί τους δημιουργούς και τους ανθρώπους της τέχνης;
Θυμάστε πώς το έλεγε η Θάτσερ; «Το θέατρο είναι από τη φύση του αντιεξουσιαστικό, άρα δεν έχουμε λόγους να το στηρίξουμε». Νομίζω ότι αυτό δίνει μια απάντηση στο ερώτημά σας.
Εμάς τους Έλληνες γιατί μας χαρακτηρίζουν «απείθαρχους»;
Μάλλον επειδή είμαστε. Ίσως και γι’ αυτό η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Βέβαια συνεχώς ξεψυχάει, που θα ’λεγε κι ο Χορν.
Ποιους από τους διάσημους που αναφέρετε στο βιβλίο, τους έχετε συναντήσει;
Ήταν φίλοι μου ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Χρήστος Σιμαρδάνης, ο Μηνάς Χατζησάββας, η Σπεράντζα Βρανά, η Πόλυ Πάνου, ο Σάκης Μπουλάς, ο Τζίμης Πανούσης. Επίσης, είχα την τύχη να συναντήσω τον Θανάση Βέγγο και τη Γεωργία Βασιλειάδου.
Τι θα προτείνατε στους νέους δημοσιογράφους που ξεκινούν την καριέρα τους;
Πολύ διάβασμα, πολλά ταξίδια, πολλή περιέργεια, όχι παρωπίδες και τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
Χρήσιμα και ενδιαφέροντα κάποια απ' αυτά.
Ποια είναι η συμβουλή που σας έδωσαν οι γονείς σας και την τηρείτε ακόμη;
Η μαμά μου με έμαθε να έχω συμπόνια για τους αδύναμους και να βοηθάω όσο μπορώ αυτούς που έχουν ανάγκη. Ο μπαμπάς μου να διεκδικώ πάντα τα δικαιώματά μου και να μη χάσω τη φαντασία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου