ΠΕΡΑΣΤΕ, εἶπε, «περάστε καὶ καθίστε», εἶπε στὶς συμφορὲς ποὺ χτύπησαν τὴν πόρτα του.
«Θὰ τὶς κεράσω κάτι»,
σκέφτηκε, «ἕνα κομμάτι ἀπ' τὴν ψυχή μου, καὶ θὰ φύγουν. Θὰ κάτσουν λίγο
καὶ θὰ φύγουν".
Φροῦδες ἐλπίδες... Θρονιάστηκαν ἐκεῖ καὶ ποῦ νὰ τὸ κουνήσουν...
Ἀπ' τὶς εὐγένειες, πέρασε στὶς ἀγένειες καί, ἀπ' αὐτές, στὶς ἀπειλές.
Κανένα ἀποτέλεσμα· ἀκλόνητες στὶς θέσεις τους, ἦταν σαφὲς ὅτι δὲν ἦρθαν
γιὰ νὰ φύγουν.
Κάθισε, τέλος, καὶ ὁ ἴδιος· κουράστηκε καὶ κάθισε ἀπέναντί τους·
καὶ μὲ τὴν ἴδια ἀπάθεια ποὺ τὸν κοιτούσανε τὶς κοίταζε κι αὐτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου