Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση. Δελ­τί­ο#13





 
της Δή­μη­τρας Ἰ. Χρι­στο­δού­λου

Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς


ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ νὰ σὲ πε­ρι­γρά­ψω σὲ κά­ποι­ον τὶς προ­άλ­λες. Δὲ μοιά­ζεις μὲ κα­νέ­να κο­ρί­τσι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­χω γνω­ρί­σει. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πῶ: «Λοι­πόν, εἶ­ναι φτυ­στὴ ἡ Τζέ­ιν Φόν­τα, μό­νο ποὺ εἶ­ναι κοκ­κι­νο­μάλ­λα, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ στό­μα καὶ φυ­σι­κὰ δὲν εἶ­ναι ἀ­στέ­ρι τοῦ σι­νε­μά. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ πῶ αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ δὲ μοιά­ζεις σὲ τί­πο­τα μὲ τὴν Τζέ­ιν Φόν­τα[1]. Ἔ­τσι ξε­κι­νά­ει ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «I was try­ing to de­scri­be you to so­me­one», τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Richard Brautigan, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη πε­ζο­γρα­φι­κὴ συλ­λο­γή του Reve­nge of the Lawn, Sto­ries 1962-1970, μὲ ἑ­ξήν­τα δύ­ο σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες, ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1971 (N.York: Simon and Schuster) καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.
       Ὁ ἥ­ρω­ας στὴν προ­σπά­θειά του νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του θυ­μᾶ­ται τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἦ­ταν γύ­ρω στὰ ἑ­πτά, τὸ 1940-41. Στὴ γε­νέ­τει­ρά του, στὴν Τα­κό­μα τῆς πο­λι­τεί­ας τῆς Οὐ­ά­σιν­γκτον, εἶ­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει μιὰ ται­νί­α ἠ­θι­κο­πλα­στι­κοῦ, προ­πα­γαν­δι­στι­κοῦ σκο­ποῦ ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ πρό­βα­λαν συ­χνὰ στὰ παι­διὰ καὶ τοὺς νέ­ους κα­τὰ τὶς δε­κα­ε­τί­ες ’30-‘40, με­τὰ τὴ Με­γά­λη Ὕ­φε­ση καὶ στὸ πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ New Deal.
Στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ται­νί­α το­νι­ζό­ταν ἡ δυ­σκο­λί­α δι­α­βί­ω­σης τῶν Ἀ­με­ρι­κα­νῶν ἀ­γρο­τῶν χω­ρὶς ἠ­λε­κτρι­σμό, το­στι­έ­ρες, πλυν­τή­ρια καὶ ἄλ­λες ἠ­λε­κτρι­κὲς συ­σκευ­ές. Ἔ­δει­χνε τὰ φα­νά­ρια ποὺ ἀ­νά­βαν τὰ βρά­δια γιὰ νὰ δι­α­βά­σουν καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ζε τὸ πό­σο ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἦ­ταν χω­ρὶς ρα­δι­ό­φω­νο. Ἡ ἀ­φή­γη­ση ἑ­στί­α­ζε στὸ πό­σο θὰ ἄλ­λα­ζε ἡ ζω­ή τους μὲ τὴν ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ἠ­λε­κτρο­φό­ρου δι­κτύ­ου καὶ μὲ τὸ πά­τη­μα ἑ­νὸς δι­α­κό­πτη, κα­θὼς θὰ γέ­μι­ζε στα­δια­κὰ ἡ ἀ­χα­νὴς Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ἤ­πει­ρος μὲ ξύ­λι­νους στύ­λους καὶ πυ­λῶ­νες. Ὁ δὲ ἠ­λε­κτρι­σμὸς πα­ρου­σι­α­ζό­ταν στὴν ται­νί­α σὰν νε­α­ρὸς Ἕλ­λη­νας θε­ὸς ποὺ με­τέ­φε­ρε φῶς στὸν κά­θε ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἀ­γρό­τη γλυ­τώ­νον­τάς τον ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι. Ἡ ἀν­τί­θε­ση τῶν εἰ­κό­νων τοῦ πρὶν καὶ τοῦ με­τὰ εἶ­χε κα­θο­ρι­στι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση στὸν ἥ­ρω­α. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὀ­νει­ρευ­ό­ταν τὸν ἠ­λε­κτρι­σμὸ νὰ φτά­νει σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς γῆς.
       Ἔ­τσι σὲ βλέ­πω, κα­τα­λή­γει ἡ ἱ­στο­ρί­α, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα ἔγ­κει­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της, ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ δο­μή της ἐ­κτεί­νε­ται ἐ­ξω­κει­με­νι­κὰ σὲ ἕ­να πυ­κνὸ πλέγ­μα ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν εἰ­κό­νων, πο­λι­τι­σμι­κῶν δει­κτῶν καὶ συγ­κει­μέ­νων. Πα­ράλ­λη­λα, ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ σχε­τι­κὸ θέ­μα της, ἐκ­πέμ­πει ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κὸ φῶς. Εἶ­ναι σα­φὴς καὶ ἀ­κρι­βὴς ὡς πρὸς τὴν κα­τα­νό­η­ση καὶ ἀ­πό­δο­ση τῶν νο­η­μά­των, εὔ­γλωτ­τη καὶ δὲν κρύ­βει τί­πο­τα, πα­ρό­τι εἶ­ναι δι­α­κει­με­νι­κὴ καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δη ὡς πρὸς τὰ ἐ­πί­πε­δα ἀ­νά­γνω­σης (ἰ­δε­ο­λο­γι­κό, πο­λι­τι­κό, πο­λι­τι­σμι­κό, λο­γο­τε­χνι­κό, ἀ­φη­γη­μα­τι­κό, κ.ἄ.). Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ ἀ­πο­δέ­κτης αὐ­τῆς τῆς πρω­τό­τυ­πης ἐ­ρω­τι­κῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης εἶ­ναι ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νη, ἄ­φαν­τη στὸ κεί­με­νο, ἀλ­λὰ συ­νε­χῶς πα­ροῦ­σα. Σὰ μιὰ δι­α­χρο­νι­κὴ ἰ­δέ­α, τὴν ὁ­ποί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἐ­ρω­τευ­μέ­νος ἄν­θρω­πος γιὰ τὸ πῶς βλέ­πει τὸ ἄ­το­μο ποὺ ἀ­γα­πά­ει.
Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Lights» τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Stuart Dybek, γνω­στοῦ ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους, ἡ ἀ­φή­γη­ση ἑ­στιά­ζει σὲ πα­ρέ­ες νε­α­ρῶν σὲ κά­ποι­ο προ­ά­στιο μιᾶς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς πό­λης ποὺ στέ­κον­ταν σὲ ἀ­πό­με­ρες γω­νί­ες χα­ζεύ­ον­τας τὰ δι­ερ­χό­με­να αὐ­το­κί­νη­τα ἀ­πὸ τοὺς δρό­μους τῆς γει­το­νιᾶς τους. Ὅ­πο­τε ἔ­βλε­παν κά­ποι­ο αὐ­το­κί­νη­το νὰ περ­νά­ει μὲ σβη­στὰ φῶ­τα φώ­να­ζαν ἐν χο­ρῷ: Φῶ­τα! Καὶ δὲ στα­μα­τοῦ­σαν μέ­χρι νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ὁ ὁ­δη­γός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἴ­τε τοὺς εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε μὲ ἕ­να ρυθ­μι­κὸ κορ­νά­ρι­σμα ἢ κρυ­βό­ταν πί­σω ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι του μέ­χρι νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ γιὰ νὰ ἀ­νά­ψει τὰ φῶ­τα του. Ἐ­νί­ο­τε, ὅ­μως, με­θυ­σμέ­νοι, πει­σμα­τά­ρη­δες, ἢ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι ὁ­δη­γοὶ συ­νέ­χι­ζαν νὰ ὁ­δη­γοῦν χω­ρὶς φῶ­τα πα­ρὰ τὶς φω­νὲς τῶν νε­α­ρῶν. Τό­τε, κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου ξε­πε­τά­γον­ταν σὰν πυ­γο­λαμ­πί­δες κι ἄλ­λες φω­νὲς ἀ­πὸ κα­τώ­φλια σπι­τι­ῶν, εἰ­σό­δους κα­τα­στη­μά­των καὶ ἄλ­λες γω­νί­ες ποὺ φώ­να­ζαν Φῶ­τα! Τὰ φῶ­τα σου! Ἔ,ἔ,ἔ, φῶ­τα!
Ὁ ἥ­ρω­ας στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Βρε­τα­νοῦ Tim Craig μὲ τί­τλο «Northern Lights»[2] τα­ξί­δευ­ε ἕ­να βρά­δυ μὲ ὠ­το­στὸπ πρὸς τὰ βό­ρεια τῆς Ἀγ­γλί­ας. Ἀ­πὸ τὸ σκιά­διο τοῦ φορ­τη­γα­τζῆ ποὺ τὸν με­τέ­φε­ρε κρε­μό­ταν ἕ­να δόν­τι μὲ χρυ­σὸ σφρά­γι­σμα ποὺ λαμ­πύ­ρι­ζε κά­θε φο­ρᾶ ποὺ περ­νοῦ­σαν κά­τω ἀ­πὸ φω­τει­νοὺς κόμ­βους. Ὁ ἥ­ρω­ας τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σε σι­ω­πη­λός. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ὁ φορ­τη­γα­τζὴς ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ: Ἦ­ταν τοῦ πα­τέ­ρα μου. Τὸ μό­νο χρυ­σὸ ποὺ πῆ­ρα πο­τὲ ἀ­πὸ αὐ­τόν, εἶ­πε. Αὐ­τὸς χτύ­πη­σε τὴ μη­τέ­ρα μου, ἐ­γὼ χτύ­πη­σα αὐ­τόν. Ἔ­φυ­γε. Δὲν τὸν ξα­να­εῖ­δα. Ἤ­μουν δε­κα­ε­πτά, συ­νέ­χι­σε. Ὁ ἥ­ρω­ας γύ­ρι­σε καὶ τὸν κοί­τα­ξε. Βρῆ­κα τὸ δόν­τι δυ­ὸ μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα. Εἶ­χε προ­σγει­ω­θεῖ σὲ μιὰ γλά­στρα καὶ σκέ­φτη­κα νὰ τὸ πά­ρω μα­ζί μου σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ φύ­τρω­νε ἀ­κό­μα ἕ­νας ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νος κω­λο­γε­ρὸς ἀ­πὸ αὐ­τό[3], κα­τέ­λη­ξε ὁ φορ­τη­γα­τζὴς καὶ γέ­λα­σε. Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ ἥ­ρω­ας δι­έ­κρι­νε ἕ­να λαμ­πύ­ρι­σμα ἀ­πὸ χρυ­σὸ στὸ σκο­τει­νὸ στό­μα τοῦ ὁ­δη­γοῦ. Δὲν ξα­να­μί­λη­σαν ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν σὲ ἕ­να σταθ­μὸ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ. Ὁ ἥ­ρω­ας ἀ­πο­βι­βά­στη­κε καὶ πα­ρέ­μει­νε ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα στὴ γέ­φυ­ρα τοῦ σταθ­μοῦ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ τὰ φῶ­τα τῶν δι­ερ­χο­μέ­νων ὀ­χη­μά­των.
Ἡ Βρε­τα­νί­δα An­gela Car­ter, ἡ ὁ­ποί­α θαύ­μα­ζε τὸν Edgar Allan Poe, ἀ­πο­τέ­λε­σε καὶ ἡ ἴ­δια ση­μαν­τι­κὴ ἐκ­πρό­σω­πο τοῦ εἴ­δους[4]. Κον­τὰ στὸ πνεῦμα τῆς Carter, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ De­nis John­son (μα­θη­τῆ τοῦ Ray­mond Car­ver) κι­νεῖ­ται ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα Kim­ber­ly King Par­sons. Στὴν πρώ­τη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των της μὲ τί­τλο Black Lights (Vintage, 2019) ἡ Parsons δι­η­γεῖ­ται ἱ­στο­ρί­ες ἐ­φή­βων κι ἐ­νη­λί­κων ἀ­πὸ τὴ γε­νέ­τει­ρά της, τὸ Τέ­ξας, ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦν τὸ φῶς στὴ ζω­ή τους. Τε­λει­ο­ποι­εῖ τὶς ἀφη­γημα­τικές τεχνι­κὲς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ στὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες της ποὺ ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ καὶ συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ δι­ε­θνεῖς ἀν­θο­λο­γί­ες τοῦ εἴ­δους: λα­κω­νι­κό­τη­τα, ἀ­κρί­βεια καὶ καυ­στι­κὸ χι­οῦ­μορ ὡς ἀν­τί­δο­το στὸν ὠ­μὸ ρε­α­λι­σμό της (στὰ ὅ­ρια τοῦ να­του­ρα­λι­σμοῦ). Οἱ συ­νή­θως ἀ­νώ­νυ­μοι, κα­θη­με­ρι­νοὶ ἥ­ρω­ές της φλέ­γον­ται ἀ­πὸ πά­θη καὶ ὀρ­γὴ καὶ ἡ Parsons φω­τί­ζει μὲ τοὺς εὔ­στο­χους τί­τλους της καὶ τὸν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ προ­βο­λέ­α της ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­φη­βι­κὲς φι­λί­ες καὶ κα­τα­δι­κα­σμέ­νες ἐ­ρω­τι­κὲς σχέ­σεις.
       Ὅ,τι ἀ­ξί­ζει νὰ συμ­βεῖ, συμ­βαί­νει στὰ σκο­τει­νὰ δά­ση. Ἢ του­λά­χι­στον ἔ­τσι μοῦ λέ­ει κό­ρη μου, γρά­φει ἡ Parsons στὴν ἀρ­χὴ τοῦ δι­η­γή­μα­τος «Foxes» στὴ συλ­λο­γή. Ὑ­φο­λο­γι­κὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα φαί­νε­ται νὰ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸ «La Petite Roque»  (1886) τοῦ Guy de Mau­pas­sant, ποὺ δι­η­γεῖ­ται τὴ δο­λο­φο­νί­α τῆς ἔ­φη­βης Louise ποὺ βρέ­θη­κε ἡ­μί­γυ­μνη ἀ­πὸ τὸν τα­χυ­δρό­μο-ἥ­ρω­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας πλά­ι στὸ πο­τά­μι στὸ δά­σος, λου­σμέ­νη στὸ φῶς καὶ ἀ­να­στά­τω­σε συ­θέ­με­λα μιὰ μι­κρὴ κοι­νω­νί­α. Ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἀ­νά­γνω­σής του, ὅ­μως, προ­κα­λεῖ ἐ­πι­πλέ­ον συ­νειρ­μοὺς μὲ τὴ φι­γού­ρα τοῦ Γιά­ννη Ἁ­γιά­ννη ἀ­πὸ τοὺς Ἄ­θλιους τοῦ Victor Hugo, εἰ­δι­κὰ μὲ τὸ πῶς ἡ προ­στα­τευ­τι­κὴ πα­ρου­σί­α του στὴ σκη­νὴ ὅ­που συ­ναν­τᾶ στὸ σκο­τει­νὸ δά­σος τὴν μι­κρὴ Τι­τί­κα λει­τούρ­γη­σε σὰν φῶς ἀ­φ' ἑαυ­τοῦ.
       Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Ai­mee Ben­der ἔ­χει ξε­χω­ρί­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς μὲ τί­τλο «Guts». Σὲ αὐ­τό, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ ἡ­ρω­ί­δα Sheila γνω­ρί­ζει τὸν Tim, φοι­τη­τὴ ἰ­α­τρι­κῆς, ὅ­λοι οἱ ἄρ­ρω­στοι, κλο­νι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι στὸν κό­σμο ἔ­χουν ἀρ­χί­σει νὰ λάμ­πουν. Ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ξαφ­νι­κὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βλέ­ψει διὰ γυ­μνοῦ ὀ­φθαλ­μοῦ, κά­τω ἀ­πὸ ροῦ­χα καὶ δέρ­μα, ὄγ­κους κι ἐ­πι­κεί­με­νες καρ­δια­κὲς προ­σβο­λὲς σὲ ἀ­γνώ­στους καὶ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση τοῦ δι­κοῦ της σώ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν τῆς προ­σφέ­ρει ἀ­πό­λαυ­ση. Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­γα­πῶ τὸ σῶ­μα μου πε­ρισ­σό­τε­ρο, σκέ­φτε­ται, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κά­νει. Τὸ δι­ή­γη­μα αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει νὰ πα­ρου­σιά­σει κά­ποι­α ἐ­πι­φά­νεια τῆς ἡ­ρω­ί­δας – μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ Joyce, συ­νή­θης ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ στὴ δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ Parsons δι­α­στέλ­λει τὸ χρό­νο, τὴν ἀ­να­μο­νὴ καὶ τὴν ἐν­δο­σκό­πη­ση στὰ «σω­θι­κὰ» τῆς συ­νεί­δη­σής της, τὴν ὁ­ποί­α φέρ­νει στὴν ἐ­πι­φά­νεια μὲ χει­ρουρ­γι­κὸ τρό­πο φω­τί­ζον­τας τὴν πο­λυ­ε­στια­κά.
Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των A tran­quil star (Penguin, 2008) τοῦ Ἰ­τα­λοῦ Primo Levi, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς, ἐ­πι­ζή­σαν­τα τοῦ Ἄ­ου­σβιτς, ἡ ὁ­μό­τι­τλη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία του μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση μοιά­ζει ἁ­πλῆ. Ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ­μως ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ εἴ­δους. Εἶ­ναι ἕ­να σύν­το­μο κεί­με­νο μὲ στοι­χεῖ­α με­τα­μυ­θο­πλα­σί­ας, αὐ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τας καὶ δι­α­δρα­στι­κῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς τε­χνι­κῆς στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἥ­ρω­ας πα­ρα­τη­ρών­τας τὰ ἀ­στέ­ρια στὸ νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νὸ μᾶς κι­νη­το­ποι­εῖ νὰ στο­χα­στοῦ­με ἐ­πά­νω στὴ γλώσ­σα, τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.
Για­τί εἶ­ναι σκο­τει­νὸς ὁ οὐ­ρα­νὸς τὴ νύ­χτα; Εὔ­λο­γη ἀπο­ρία πολ­λῶν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες, ὅ­πως καὶ τοῦ Edgar Allan Poe[5] ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὸ κύ­κνει­ο ἄ­σμα του, τὸ Εὕ­ρη­κα (1848), ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σει τὴν κοσμο­λογι­κή του θε­ω­ρία. Ὅ­πως εὔ­στο­χα ση­μει­ώ­νει ὁ Φώ­της Θα­λασ­σινός, στὸ Εὕ­ρη­κα ὁ Poe πε­ρι­γρά­φει πῶς ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη μο­νά­δα κε­νώ­θη­κε γιὰ νὰ γί­νει ὁ κό­σμος, προ­δι­α­γρά­φον­τας ἔ­τσι τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ πλή­ρω­μα τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἀ­πεί­ρου καὶ πά­λι στὴ μο­νά­δα. Ἡ ἰ­δέ­α ποὺ συ­νέ­λα­βε καὶ ἡ και­νο­τό­μος σκέ­ψη του ἀ­να­γνω­ρί­στηκε πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα, ἂν λά­βει κα­νεὶς ὑ­πό­ψη του τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­ϊν­στά­ιν, τὴν πιὸ πρό­σφα­τη θε­ω­ρί­α τῆς Με­γάλης Ἔκρη­ξης (Bing Bang), ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἀνα­πάν­τητα ἐρω­τή­ματα ποὺ ἀ­φή­νει.
       Ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς τρα­γου­δι­στῆς Johnny Cash στὸ τρα­γού­δι του «Far­mer’s Al­ma­nac» (ἀ­πὸ τὸ album του Boom Chica Boom, 1990), ἀ­παν­τά­ει στὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ὁ Θε­ὸς μᾶς δί­νει τὸ σκο­τά­δι γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με τὰ ἀ­στέ­ρια. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση ὅ­μως δὲν εἶ­ναι οὔ­τε τὸ φαι­νο­με­νι­κὰ λο­γι­κὸ ἐ­πει­δὴ ὁ ἥ­λιος ἔ­δυ­σε. Ὁ Γερ­μα­νὸς για­τρὸς καὶ ἀ­στρο­νό­μος Heinrich Olbers ἔ­δω­σε τὴν πρώ­τη ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ἀ­πάν­τη­ση τὸν 19ο αἰ., γνω­στὴ ἔ­κτο­τε ὡς τὸ πα­ρά­δο­ξο τοῦ Ol­bers. Τὸ σύμ­παν, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ τὴ Με­γά­λη Ἔ­κρη­ξη, πε­ρί­που 13,8 δὶς χρό­νια πρίν, ἀ­πὸ μιὰ ὑ­περ­βο­λι­κὰ πυ­κνὴ καὶ θερ­μὴ κα­τά­στα­ση, ἔ­χει πε­πε­ρα­σμέ­νη ἡ­λι­κί­α καὶ δι­α­στέλ­λε­ται συ­νε­χῶς. Ὑ­πάρ­χουν ἀ­στέ­ρια καὶ γα­λα­ξί­ες ποὺ πι­θα­νὸν δὲ θὰ δοῦ­με πο­τέ, τὸ φῶς τους δὲ θὰ εἶ­χε χρό­νο νὰ φτά­σει τὴ γῆ. Ἡ ζω­ὴ δὲ θὰ ἦ­ταν ὅ­πως τὴ γνω­ρί­ζου­με ἂν δὲν ἴ­σχυ­ε τὸ πα­ρά­δο­ξό του Olbers, δι­ό­τι ὁ νυ­χτε­ρι­νὸς οὐ­ρα­νὸς θὰ ἦ­ταν φω­τει­νὸς καὶ ζε­στός. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ φυ­σι­κὸ Clif­ford Pick­over, τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ ποὺ θὰ χα­ζέ­ψου­με τὸν νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νό, μπο­ροῦ­με νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με εὐ­γνώ­μο­νες ποὺ δὲ μᾶς τυ­φλώ­νει τὸ φῶς[6].
       Κι ἐ­δῶ προ­κύ­πτει ἕ­να ἀ­κό­μα ἐ­ρώ­τη­μα: εἴ­μα­στε μό­νοι μας στὸ σύμ­παν; Ναί, ἀ­παν­τά­ει ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἰ­τα­λοῦ En­ri­co Fer­mi, γνω­στὴ ὡς τὸ πα­ρά­δο­ξο του Φέρ­μι. Ἀ­κό­μα καὶ ἂν δι­α­ψευ­στεῖ αὐ­τὴ ἡ θε­ω­ρί­α καὶ οἱ σύγ­χρο­νες ἐ­ξε­λί­ξεις της ποὺ εἰ­κά­ζουν ὅ­τι o ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τὸ μονα­δικὸ νοῆ­μον εἶ­δος, ὁ Stephen Hawking εἶ­χε ἐκ­φρά­σει τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις του γιὰ τὸ κα­τὰ πό­σο θὰ χαι­ρό­μα­σταν τε­λι­κὰ νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μὲ ἐ­ξω­γή­ι­νες μορ­φὲς ζω­ῆς.
Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Σκω­τσέ­ζου Neil Clark μὲ τί­τλο «Out of hand», ὁ ἥ­ρω­ας βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο ἀ­ε­ρο­δρό­μιο κι ἕ­νας κα­θα­ρι­στὴς περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα του τὸν ρω­τά­ει τί θὰ ἔ­κα­νε ἐ­ὰν δι­έ­θε­τε μιὰ μη­χα­νὴ τοῦ χρό­νου. Ὁ ἥ­ρω­ας ἀ­παν­τά­ει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι σί­γου­ρος καὶ ἀν­τι­κρού­ει τὴν ἐ­ρώ­τη­σή του, Ἐ­σὺ τί θὰ ἔ­κα­νες; Θὰ πή­γαι­να κα­τευ­θεί­αν στὴ Με­γά­λη Ἔ­κρη­ξη. Νὰ κα­τα­σβή­σω αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα πρὶν βγεῖ ἐ­κτὸς ἐ­λέγ­χου. Γιὰ νὰ εἶ­μαι μό­νος μου, ἀ­πάν­τη­σε ὁ κα­θα­ρι­στὴς καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ σφουγ­γα­ρί­ζει.
Ἡ για­γιά μου, ἡ Ρό­ζα  —ἔ­χω ἀλ­λά­ξει με­ρι­κὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α— φί­λη­σε τὸν Γι­ού­ρι Γκαγ­κά­ριν τὸ 1961 σὲ ἕ­να ἀ­σαν­σὲρ στὴ Μό­σχα. Δη­λα­δή, αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ὁ Γκαγ­κά­ριν, αὐ­τὸ δὲ συ­νέ­βη σ΄ ἕ­να ἀ­σαν­σέρ, καὶ κυ­ρί­ως τὸ 1961 ἡ για­γιά μου κα­τοι­κοῦ­σε ἤ­δη στὴν Ἄγ. Πε­τρού­πο­λη. Δὲν ἦ­ταν ἡ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α, ποὺ εἶ­δα τὸν παπ­ποῦ μου νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται πλά­ι της μέ­σα στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά τους, μό­λις λί­γα ἑ­κα­το­στὰ πά­νω ἀ­πὸ τὸ ξύ­λι­νο πά­τω­μα. Δὲν ξα­νά­δα πο­τὲ ἄλ­λον ἄν­θρω­πο νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται ψη­λό­τε­ρα. Αὐ­τὴ[7] εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Gravity» («Βα­ρύ­τη­τα») τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­νοῦ, γεν­νη­μέ­νου στὸ Λέ­νιν­γκραντ, Alex Epstein, γνω­στοῦ ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους δι­ε­θνῶς. Στὰ ἑ­βραϊ­κὰ τὸ εἶ­δος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας εἶ­ναι δι­α­κρι­τὸ ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα ἀπὸ τὰ τέ­λη τοῦ ‘90, μὲ τὸν ὅ­ρο ktsar­tsa­rim.
Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Sara Hills, εἶ­ναι ἡ νι­κή­τρια τοῦ φε­τι­νοῦ δι­ε­θνοῦς δι­α­γω­νι­σμοῦ ποὺ δι­ορ­γα­νώ­θη­κε ἐ­νό­ψει της Ἐ­θνι­κῆς Ἡ­μέ­ρας Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴ Μ. Βρε­τα­νί­α τὸν προ­σε­χῆ Ἰ­ού­νιο. Ἡ ἱ­στο­ρί­α της μὲ τί­τλο «When Neil Armstrong Walks on the Moon» ἀ­φο­ρᾶ στὶς ἀ­μει­βό­με­νες ἐ­ρω­τι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες Βι­ετ­να­μέ­ζων νε­α­ρῶν γυ­ναι­κὼν σὲ Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς στρα­τι­ῶ­τες τῶν GIs, ἀ­πὸ τὰ σώ­μα­τα πε­ζι­κοῦ καὶ ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες μέ­σα στὸ με­θύ­σι τους μι­λοῦ­σαν συ­χνὰ γιὰ Ἕ­να τε­ρά­στιο ἄλ­μα[8]. Ἔ­δει­χναν ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, ψη­λα­φοῦ­σαν τοὺς λαι­μοὺς τῶν γυ­ναι­κῶν καὶ ἰ­χνη­λα­τοῦ­σαν τοὺς μη­ρούς τους μὲ φι­λιά. Ἐ­κτο­ξεύ­ουν τοὺς πυ­ραύ­λους τους, φυ­τεύ­ουν τὶς ση­μαῖ­ες τοὺς μέ­σα μας καὶ πε­τοῦν μα­κριά[9], λέ­ει ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα. Ὅ­ταν χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ὁ γιός της τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, τοῦ εἶ­πε ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν Neil.
 

Θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις
Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς νέ­ο εἶ­δος καὶ δη­μο­φι­λὴς λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα ἔ­χει ἀ­να­νε­ώ­σει τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ὅ­μως στὴν πε­ρί­πτω­σή της τὸ ἐ­πί­τευγ­μα εἶ­ναι ἡ συ­ναρ­μο­γὴ πολ­λῶν πα­ρα­μέ­τρων, ποὺ ἔ­χουν ση­μει­ω­θεῖ σὲ ὅ­λα τα δελ­τί­α μας μέ­χρι τώ­ρα. Γιὰ τὴ σύν­θε­ση ἑ­νὸς ἑ­νια­ίου, ξε­κά­θα­ρου καὶ ἀ­ξι­ό­λο­γου ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος μό­νο ἡ συν­το­μί­α, μό­νο το τα­λέν­το ἢ ἡ ἄρ­τια τε­χνι­κὴ δὲν ἀρ­κοῦν. Ἡ δι­ε­ρεύ­νη­σή της συ­νε­χί­ζε­ται, εἴ­τε τὴν προ­σεγ­γί­σει κα­νεὶς ὡς τὸ πρω­τε­ϊ­κό, ἀ­τα­ξι­νό­μη­το εἶ­δος τῆς Mose, ποὺ θὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει τὸν 21ο αἰ. σύμ­φω­να μὲ τὸν Zavala, ἢ κα­τὰ τὶς Tomassini καὶ Colombo ὡς μη­χα­νὴ σκέ­ψης, ἀλ­λὰ κρι­τι­κῆς, θὰ πρό­σθε­τα, ποὺ τὴ δι­α­κρί­νει ἀ­πὸ πα­λαι­ό­τε­ρα δι­δα­κτι­κὰ ἢ μὴ σύν­το­μα κεί­με­να.
       Φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν μον­τερ­νι­σμὸ πρὸς τὰ γε­γο­νό­τα, ἀλ­λὰ πλέ­ον πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὰ γε­γο­νό­τα τὰ ἴ­δια, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ λο­γι­κὴ ἀ­πὸ τὰ εὐ­κλεί­δεια συ­στή­μα­τα[10]. Πῶς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­νέ­πτυ­ξε ὁ Hawking τὴ θε­ω­ρί­α τοῦ πε­ρὶ ἀκτι­νο­βο­λίας στὶς μαῦ­ρες τρύ­πες; Συν­δυά­ζον­τας τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Σχε­τι­κό­τη­τας, τὴν κβαν­τι­κὴ φυ­σι­κὴ καὶ τὴ θερ­μο­δυ­να­μι­κή. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μαῦ­ρες τρύ­πες εἶ­ναι ἕ­να ἔμ­βιο, ἀ­νε­ξάν­τλη­το, ψη­φια­κὰ δι­κτυ­ω­μέ­νο, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὸ δί­κτυ­ο: ἡ σύγ­χρο­νη ζωὴ καὶ ἡ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης. Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ δε­ξα­με­νὴ ἀν­τλεῖ κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­το­λο­γί­α της καὶ αὐ­τὴ δι­ε­ρευ­νᾶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας μα­ζι­κὰ κι ἐν­τα­τι­κὰ στὴ μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα.
       Ἡ σύν­δε­ση γνώ­σης-ἐ­ξου­σί­ας-ἐ­πι­θυ­μί­ας, εἰ­δι­κὰ ἀ­πὸ τὸν 20ο αἰ. ἕ­ως σή­με­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να τρί­γω­νο ποὺ μᾶς ἔ­χει ρί­ξει σὲ βα­θιὰ νε­ρά. Ἐ­δῶ ποὺ βρι­σκό­μα­στε, εἴ­τε ὡς ἀ­να­γνῶ­στες, συγ­γρα­φεῖς, ἢ ὡς ἐ­ρευ­νη­τές, ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς δι­ε­θνὲς πο­λι­τι­σμι­κὸ φαι­νό­με­νο σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἀλ­λά­ζει ρα­γδαῖ­α ἔ­χει θέ­σει ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἐ­ρω­τή­μα­τα. Τὸ σύν­θε­το ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ σχῆ­μα mocio-emocion (κί­νη­ση–συ­ναίσθη­μα) τοῦ Et­te ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο τὴν ἀρ­χὴ τῆς χαρ­το­γρά­φη­σής του. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α φαί­νε­ται νὰ λει­τουρ­γεῖ σὰν ἕ­νας αὐ­τό­μα­τος προ­βο­λέ­ας, ἀ­ναμ­μέ­νος ἀ­δι­ά­κο­πα στὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ὑ­πὲρ(πα­ρα)πλη­ρο­φό­ρη­σης καὶ τῆς συσ­σω­ρευ­μέ­νης, οἰ­κου­με­νι­κῆς γνώ­σης. Πε­ρι­στρέ­φε­ται πρὸς κά­θε ση­μεῖ­ο τοῦ πλα­νή­τη, ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται κρι­τι­κὰ τὰ δε­δο­μέ­να καὶ μᾶς στέλ­νει ρεύ­μα­τα ζωῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα. Γρή­γο­ρα, ἐ­νί­ο­τε ἀ­κα­ρια­ῖα καὶ συ­χνὰ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά.
Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης
Tὸ τρα­γού­δι «How blue can you get» (1949) τοῦ B.B. King.
Τὴν κω­μι­κὴ ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους To plant a flag, σὲ σκη­νο­θε­σί­α τοῦ Bobbie Peers, (2018, Δι­ε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου, Το­ρόν­το). Ἀ­φο­ρᾶ τὴ συ­νάν­τη­ση δύ­ο ἀ­στρο­ναυ­τῶν τῆς NASA μὲ ἕ­ναν Ἰσ­λαν­δὸ βο­σκὸ κα­τὰ τὴν ἐκ­παί­δευ­σή τους (1966) στὸ σε­λη­νια­κὸ το­πί­ο τῆς Ἰσ­λαν­δί­ας (διά­ρκεια 14:25λ.)
Τὴν πα­ρου­σί­α­ση στὰ ἱσ­πα­νι­κὰ μὲ τί­τλο ¿Qué es la mi­ni­fic­ción? (Τί εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία;) στὸ προ­σω­πι­κό, νε­ο­σύ­στα­το  κα­νά­λι τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ La­u­ro Za­va­la στὸ You tube (δι­άρ­κεια 07:39λ.)
Τὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «Τὸ δῶρο», τῆς Rose Andersen, Φου­του­ρι­στι­κή ανερ­γία, 2807 μ.Χ., τοῦ Δη­μή­τρη Κα­ρα­κί­τσου (μὲ ὑ­πό­κρου­ση τὸ «Harbor Light Rag» τῶν Good­bye Ku­mi­ko ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ κεί­με­νο) καὶ «Vi­ta Bre­vis» τοῦ Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη.

[1]. Μετάφραση δική μου.

[2]. Ἡ μικρομυθοπλασία αὐτὴ περιλαμβάνεται στὶς ἀνθολογίες Best micro­fi­ction 2019 καὶ Best Bri­tish and Irish Flash Fic­tion 2018-2019.

[3]. Μετάφραση δική μου.

[4]. Botha Marc, «Micro­fiction», στὸ (ἐπ.) Ein­­haus Ann-Marie, The Cam­bridge Com­pa­nion to the English Short Story. Cam­­bri­dge: Cam­­bri­­dge Uni­­ver­sity Press (Cam­bri­dge Com­pa­­nions to Li­te­ra­tu­re), 2016, σ.σ. 201–220.

[5]. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ συμ­βο­λή του στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἐδῶ κι ἐδῶ. Εἴ­δη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ψη­φια­κῆς τε­χνο­λο­γί­ας καὶ τὴν ψη­φι­ο­ποί­η­ση τοῦ συ­νό­λου τοῦ ἔρ­γου του μιὰ πρό­σφα­τη μελέτη ὑ­πο­λο­γι­στι­κῆς γλωσ­σο­λο­γί­ας δια­τεί­νε­ται ὅ­τι μᾶλ­λον δὲν αὐ­το­κτό­νη­σε, ὅ­πως πί­στευ­αν πολ­λοὶ με­λε­τη­τές του ἕ­ως τώ­ρα, κα­θὼς δὲ βρέ­θη­κε πο­τὲ τὸ πι­στο­ποι­η­τι­κὸ θα­νά­του του.

[6]. Μετάφραση δική μου.

[7]. Μετάφραση δική μου.

[8]. Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ φρά­ση τοῦ Neil Armstrong, ὅ­ταν πά­τη­σε στὸ φεγ­γά­ρι τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1969, Ἕ­να μι­κρὸ βῆ­μα γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἕ­να τε­ρά­στιο ἅλ­μα γιὰ τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα.

[9]. Μετάφραση δική μου.

[10]. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι πολ­λοὶ θε­ω­ρη­τι­κοὶ καὶ συγ­γρα­φεῖς, ὅ­πως ἡ Βρε­τα­νί­δα Ta­nia Hersh­­man, δι­ε­ρευ­νοῦν τὸ εἶ­δος συν­δυ­ά­ζον­τας τὶς ἀν­θρω­πι­στι­κὲς καὶ φυ­σι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).


Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).


Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Φω­το­γρα­φί­α: πη­γή:

https://www.facebook.com/tavakultur/photos/a.10150143091848575/10157107340013575/?type=3&theater


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου