Ο Ντίνος Σιώτης γεννήθηκε στην Τήνο το 1944. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συγκριτική Λογοτεχνία στο San Francisco State University. Στην Αμερική και τον Καναδά, όπου έζησε από το 1971 έως το 1989 και από το 1997 έως το 2004, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο και ως σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα ελληνικά προξενεία του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης. Από το 1976 έως το 2004 ήταν διευθυντής του εκδοτικού οίκου Wire Press. Για τριάντα χρόνια (από το 1979 έως το 2009) συνεργαζόταν τακτικά με το Βήμα της Κυριακής, με κριτικές και άρθρα για το βιβλίο και την επικοινωνία. Έχει εκδώσει στα ελληνικά και στα αγγλικά 12 πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά, 26 συλλογές ποίησης (τρεις στα αγγλικά και μία στα γαλλικά), ένα μυθιστόρημα, μία νουβέλα και μία συλλογή με αφηγήματα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Από την άνοιξη του 2005 εκδίδει το περιοδικό (δε)κατα, από τον Μάρτιο του 2009 το περιοδικό Poetix και από τον Ιανουάριο του 2015 το περιοδικό Tranz.ito. Το 2007, η συλλογή του Αυτοβιογραφία ενός στόχου (Κέδρος, 2006) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είναι πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού σωματείου Κοινωνία των (δε)κάτων, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Τήνου και υπεύθυνος επικοινωνίας του World Poetry Movement, με έδρα το Μεντεγίν της Κολομβίας. Τον Μάρτιο του 2011 με τον Αναστάση Βιστωνίτη ξεκίνησε τον Κύκλο Ποιητών στην Αθήνα και τον Σεπτέμβριο του 2012 εκλέχτηκε ο πρώτος του πρόεδρος.
Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε η ποιητική σας συλλογή Στη σκιά του ανέμου. Ποια ήταν η αφορμή της έκδοσης αυτής;
Αφορμή δεν υπήρξε, απλώς βγάζω μία με δύο ποιητικές συλλογές τον χρόνο και είχε έρθει η ώρα για τη δεύτερη της χρονιάς. Οι συλλογές συνήθως κυκλοφορούν αφού τυπωθούν και τυπώνονται αφού ωριμάσουν μέσα στο μυαλό του ποιητή ή σιτέψουν με τα επεισόδια του γίγνεσθαι για κάποιο χρονικό διάστημα ή ταλαιπωρηθούν στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή. Ο χρόνος τις μαρινάρει τις συλλογές με τα δικά του μπαχαρικά, που είναι το σχολαστικό βλέμμα, η επαναπροσέγγιση των στίχων, τυχόν διορθώσεις, επισκευές και μεταποιήσεις ποιημάτων. Απ’ την άλλη ίσως η αφορμή να εφορμά ασυνείδητα από κάποιο μακρινό σύννεφο απ’ το υπερπέραν και να μην το αντιλαμβάνομαι…
Τι συμβολίζει ο τίτλος Στη σκιά του ανέμου;
Ο τίτλος είναι αυτοϋπονομευόμενος και αυτοαποδομούμενος, διότι πρόκειται για κάτι μη υπαρκτό, κάτι άυλο, κάτι εικονικό υποκείμενο στην ουτοπία, κάτι που δεν υφίσταται παρά μόνο ως αφηρημένη σκέψη ή ως εικονικότητα. Περιέχει η συλλογή ποιήματα για τη σκιά, γενικώς και αορίστως, που αφήνουν πίσω τους αόρατα πράγματα και ορατές σκέψεις, ξεκαθαρίζοντας επί τούτοις το τοπίο αντιπαραθέσεων τόσο μεταξύ μας όσο και με τη φύση ή τη ζωή. Η σκιά που αφήνει ο άνεμος πίσω του σχηματίζει ένα αέρινο σύννεφο που μας χωράει όλους και όπου χωράει όλη μας η ζωή. Οπότε τα ποιήματα, αναμετρήσεις της φθοράς με την υπαρξιακή πλευρά της ζωής, είναι μικρές και σύντομες απογειώσεις προς τη σκιά του ανέμου.
Γράφετε: «Η ζωή μου ήταν/ συνηθισμένη έστω και τσαλακωμένη αλλά όλα/ έγιναν εξαιρετικά πολύπλοκα όταν έφτασαν τα/ μεγάλα καράβια…». Πάντα περιμένουμε την ελπίδα; Υπάρχει σήμερα η ελπίδα για κάτι καλύτερο;
Φυσικά και υπάρχει ελπίδα, αν δεν υπήρχε δεν θα έγραφα, δεν θα δημιουργούσα, γράφω για να την προκαλέσω να εμφανιστεί. Πάντα μετά την καταιγίδα έχουμε μπουνάτσα και λιακάδα, πάντα μετά από κάθε δοκιμασία έχουμε την επόμενη μέρα που είναι ηλιόλουστη. Η αισιοδοξία εμπεριέχει την ελπίδα και ο απαισιόδοξος δεν θα είχε έδαφος να στηριχτεί, αν κατά βάθος δεν έχει κάπου μέσα του καταχωνιασμένη μια σκλήθρα ελπίδας. Θα έλεγα πως η ελπίδα είναι ο αθέατος φάρος που καθοδηγεί όλες μας τις πράξεις.
Διότι το να είναι κανείς άστεγος ή πρόσφυγας δεν είναι μία επιλογή, ούτε φέρνει μόνος του την ευθύνη αυτός που είναι χωρίς στέγη ή που εγκαταλείπει την πατρίδα του.
Τονίζετε ότι η «αγάπη προτάσσει τα στήθη: μοιράζει ευθύνες σε όλους υπέρ των φτωχών των καταπονημένων των αδύνατων». Γιατί η αγάπη έχει διαχρονική αξία;
Μα αν δεν έχει η αγάπη διαχρονική αξία ποιος θα την έχει, μήπως η έλλειψή της; Είμαστε άνθρωποι σημαίνει έχουμε νου, έχουμε μυαλό, έχουμε σκέψη, έχουμε αισθήματα και συναισθήματα και ψήγματα ενσυναίσθησης και το θεωρώ αδιανόητο η αγάπη να μην πηγαίνει χέρι χέρι με τον άνθρωπο, αυτή είναι που μας δίνει την ανθρώπινη υπόσταση, αυτή σε κάνει ευγενή, αυτή δημιουργεί τις πραγματικές φιλίες, αυτή πρέπει να είναι η κινητήριος δύναμη, το άλφα και το ωμέγα της βιωμένης αλήθειας και, όσο κι αν φαίνεται ηθικολογικό ή ηθικοπλαστικό, χωρίς την αγάπη δεν αξίζουμε μια δεκάρα. Ο Homo Sapiens, αν και υπερέχει όλων των άλλων όντων, έχει ανάγκη για επιβίωση την ειρηνική συμβίωση, απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι η αγάπη. Η υφήλιος έχει τα χάλια της διότι η αγάπη εκλείπει. Η αγάπη είναι πέραν και διά του χρόνου. Αν δεν μάθουμε να αγαπάμε, δεν θα ξέρουμε ποτέ πώς να ζούμε.
Ένα άλλο από τα χαρακτηριστικά της ποίησής σας είναι η συχνή αναφορά στους άστεγους και στους πρόσφυγες. Η φωνή του ποιητή μπορεί να σηματοδοτήσει κάποια αλλαγή στα στραβά της κοινωνίας;
Οι ποιητές και η ποίηση δεν σηματοδοτούν αλλαγές, απλώς μας επισημαίνουν εξόφθαλμες στρεβλότητες, μη αποδεκτές σε κοινωνίες που θέλουν να είναι δίκαιες, ισόνομες και να καταπολεμούν τις ανισότητες. Η ποίηση δεν είναι μύκητας που εξαπλώνεται όπως η υγρασία και ο ποιητής δεν κρίνει, αλλά δείχνει. Η φωνή της ποίησης επισημαίνει, υπογραμμίζει και αναδεικνύει εξόφθαλμα κοινωνικά φαινόμενα που είναι αποτέλεσμα της αρπακτικότητας του ανθρώπου. Διότι το να είναι κανείς άστεγος ή πρόσφυγας δεν είναι μία επιλογή, ούτε φέρνει μόνος του την ευθύνη αυτός που είναι χωρίς στέγη ή που εγκαταλείπει την πατρίδα του. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία άστεγοι δεν θα υπήρχαν και, αν υπήρχε παγκόσμια τάξη και ευνομία, ούτε πρόσφυγες θα υπήρχαν. Υπογραμμίζω εδώ τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης και τη βαρύνουσα σημασία του, τουλάχιστον όσον με αφορά.
Τελευταία διαβάζω άρθρα σας στις εφημερίδες Τα Νέα και Καθημερινή. Πρέπει ο ποιητής να παρεμβαίνει σε κοινωνικά θέματα ή να διαφοροποιεί τη σχέση του με τα τεκταινόμενα;
Δεν θα έλεγα πως «πρέπει», ο καθείς δρα σύμφωνα με τις επιλογές του, τη συνείδησή του, το όραμά του – αν έχει κάποιο όραμα, αν θέλει, ας πούμε, να αφήσει πίσω του έναν καλύτερο κόσμο απ’ αυτόν που βρήκε. Άλλωστε και η γραφή, πόσο μάλλον η ποίηση, μια μικρή παρέμβαση είναι. Εγώ έτυχε να είμαι ένας που γράφει και του οποίου οι κεραίες ίσως να πιάνουν αρκετά από τα περιρρέοντα και τεκταινόμενα. Οπότε μπορείτε να πείτε ότι παρεμβαίνω με «ποιητικά» άρθρα. Έτυχε, μου ’τυχε, μου ’κατσε, θα έλεγα. Άλλοι δεν το ’χουν αυτό της κοινωνικής παρέμβασης και πολύ καλά κάνουν. Δεν τους μέμφομαι. Ο καθείς με τις αποφάσεις του και με τα όπλα του. Το να γράφω σημαίνει δημιουργώ και η δημιουργία είναι ο βασικός σκοπός της ζωής μου. Επειδή γράφω συχνά και για πολλά κοινωνικά θέματα, θα έλεγα ότι και τα άρθρα μου στις εφημερίδες είναι ένα είδος ποίησης, ποιήματα είναι δηλαδή αλλά όχι με μορφή στίχου, πεζά ποιήματα.
Πριν από μερικούς μήνες εορτάστηκαν τα πενήντα χρόνια σας στα γράμματα. Τι σας έχει μείνει στη μνήμη από αυτή την πορεία;
Πολλά, πάρα, μα πάρα πολλά, άπειρα. Είναι φύσει αδύνατον να τα απαριθμήσω ή να τα εξιστορήσω. Πιο πολύ αναπολώ τα χρόνια της Καλιφόρνιας, δηλαδή τη δεκαετία του 1970, που με χάραξε ολικά σαν συγγραφέα, σαν ποιητή, σαν μεταφραστή, σαν εκδότη περιοδικών, σαν γραφίστα, σαν άνθρωπο. Ειλικρινά ήταν μια χρυσή δεκαετία, πλούσια σε γνωριμίες, εμπειρίες, επαφές, επεισόδια, σχέσεις, διακυμάνσεις ποιητικών εμπειριών, συναντήσεων και συναναστροφών. Στη μνήμη βαθιά χαραγμένα βιβλία και αναγνώσεις, ταξίδια και φίλοι, στοιχεία που με καθορίζουν εν τέλει. Αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι πέρασαν πολύ όμορφα όλα μου τα χρόνια, παράπονο δεν έχω κανένα. Έχω μια στωικότητα που κληρονόμησα από τη μάνα μου και μπορώ να αντιμετωπίζω με ψυχραιμία, καρτερικότητα και σθένος τα δύσκολα, που πάντα υπήρχαν και υπάρχουν. Γενικά όλος μου ο βίος, όπου κι αν έζησα, στην Καλιφόρνια, στη Νέα Υόρκη, στο Οντάριο, στη Βοστόνη, στην Αθήνα, στην Τήνο ήταν ένα πανηγύρι, ένα μαγικό χαλί που με πήγαινε όπου ήθελα να πάω, δεν βρέθηκε μια στιγμή να πω: «Α, καλύτερα να μην ήμουν εδώ που είμαι τώρα». Η καλύτερη συντροφιά μου όλα αυτά τα πενήντα χρόνια ήταν η αγαπημένη μου γυναίκα η Μπάρμπαρα, οι φίλοι, τα βιβλία, τα περιοδικά, οι συγγραφείς, οι παρέες, οι συναναστροφές. Έζησα τη ζωή μου στην ολότητά της μέσα στα βιβλία και στα περιοδικά, είτε γράφοντάς τα, είτε γράφοντας για αυτά, είτε διαβάζοντάς τα, είτε εκδίδοντάς τα. Μια ζωή ασφαλώς όχι χωρίς αναποδιές, τις οποίες τιθάσευα, δεν τις άφηνα να με παρασύρουν σε κατήφορο. Θα τολμούσα να πω πως η ποίηση, αλλά και η ζωή μου όλη, ήταν ένα πανηγύρι.
Σήμερα εκδίδετε ταυτόχρονα τέσσερα περιοδικά: τα (δε)κατα, το Poetix, το Tranz.ito και το Poetry Athens και τόσα άλλα στο παρελθόν, γύρω στα δεκαέξι συνολικά, που έγραψαν ιστορία. Πώς καταφέρατε να αντέξετε ποιοτικά και οικονομικά σε αυτές τις δεκαετίες;
Είχα και έχω ως φάρο τη ρήση ενός σπουδαίου Αμερικανού στοχαστή, που μου διαφεύγει το όνομά του: «Αν πιστεύεις βαθιά σ’ αυτό που κάνεις, προχώρα και κάνε το, κανείς δεν σε σταματά». Αν δεν πίστευα σ’ αυτή τη ρήση, δεν θα προχωρούσα. Οτιδήποτε πιάνω στα χέρια μου το πιστεύω βαθιά. Το να δημιουργώ δίνει νόημα στη ζωή μου. Ο πραγματικός δημιουργός αγωνίζεται και δίνει μάχες, δεν συνάπτει συμφωνίες ειρήνης και παρηγοριάς, δεν συμβιβάζεται. Φυσικά χρειάζεται τόλμη, υπομονή, επιμονή, λίγο θράσος και πολλή αγάπη γι’ αυτό που κάνεις και ασφαλώς ένα κάποιο όραμα και στο τέλος όλα βρίσκουν τον δρόμο τους και μπαίνουν στο αυλάκι και στον «αυτόματο πιλότο», όπως είναι σήμερα με όλα όσα κάνω ως εκδότης. Να μην παραλείψω να πω ότι χρειάζεται και μια μικρή ομάδα φίλων, υποστηρικτών και εθελοντών που πιστεύουν σε εσένα και σ’ αυτά που κάνεις και που όντως σε στηρίζουν.
Και τώρα έχουμε την ψηφιακή πληροφόρηση. Τι θα γίνει όμως με τους ρομαντικούς των έντυπων εφημερίδων και των περιοδικών;
Η σχέση μου με τη νέα τεχνολογία δεν είναι η καλύτερη, αν και πιστεύω σ’ αυτήν – ανήκω στο 8% των Ελλήνων που δεν έχουν smart phone. Αλλά δώσατε μόνος σας την απάντηση: είπατε «οι ρομαντικοί των έντυπων εφημερίδων». Αποκαλέσατε ρομαντικούς εμάς που διαβάζουμε εφημερίδες. Πάντα θα υπάρχει ο ρομαντισμός στη ζωή μας, είναι κι αυτός ένα καύσιμο. Η έντυπη μορφή πληροφόρησης δεν θα εκλείψει, διότι πάντα θα υπάρχουν ρομαντικοί άνθρωποι. Ο ρομαντισμός δεν είναι μόνο μία αύρα αναπόλησης, αλλά και μία δημιουργική αυτοπεποίθηση που αξιολογεί τα δεδομένα και χαράζει νέους δρόμους. Δεν είναι μία προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά ένα τολμηρό βήμα προς το αύριο μέσω του παρελθόντος χρόνου. Μπορεί να μειώνονται αισθητά τα περιοδικά και οι εφημερίδες αλλά ποτέ δεν θα εκλείψουν, δεν θα εκλείψουμε εμείς οι ρομαντικοί. Ίσως έχει να κάνει και με το ότι μου αρέσουν τα δύσκολα, προτιμώ το έντυπο από το ψηφιακό, τα έντυπα λιγοστεύουν ενώ τα ψηφιακά αυξάνονται και πληθύνονται ωσεί κόκκοι άμμου. Υπάρχουν εκατομμύρια ιστότοποι και ιστοσελίδες και ψηφιακά λογοτεχνικά περιοδικά. Δεν παρασύρομαι. Δεν θα πάρω. Ίσως αργότερα να με κερδίσει κάτι άλλο, αλλά προς το παρόν δηλώνω υπέρμαχος του χάρτου. Τα περιοδικά που εκδίδω και διευθύνω, αν έχουν κάποια απήχηση και ποιότητα, οφείλεται στους συνεργάτες, οφείλεται αποκλειστικά σ’ αυτούς. Εγώ απλώς διαλέγω και επιλέγω από την πλούσια ύλη που καταφθάνει μέσω διαδικτύου. Έχω όμως και ένα αστείρευτο αρχείο στο κτήμα μου στην Τήνο, από όπου κάθε τόσο αντλώ ενδιαφέρουσες ιδέες.
Ποια είναι η σχέση σας με την τεχνολογία;
Όχι πολύ καλή, προτιμώ την αμεσότητα, την προσωπική επαφή και όχι την αφή της οθόνης. Έχω ακόμη κινητό παλαιάς τεχνολογίας, όπως σας είπα, ανήκω στο 8% των Ελλήνων. Ασφαλώς και ασχολούμαι με τον ψηφιακό κόσμο, το διαδίκτυο, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, την Βίβλο Προσώπων (= face book) και έχω κάποια εξάρτηση, θα τολμούσα να πω. Καλό είναι να αφήνουμε την τεχνολογία να μας υπηρετεί, αντί να υπηρετούμε εμείς την τεχνολογία. Θέλω να πω ότι δεν παραδίδομαι αμαχητί στο δέλεαρ και στα κλέη της τεχνολογίας, αφήνω το μυαλό να κάνει την πολλή δουλειά. Όπως σας είπα πιο πριν, δεν μου αρέσουν τα εύκολα και η τεχνολογία κάνει τα πάντα απείρως ευκολότερα. Φανταστείτε ότι ακόμη και ο πιο άσχετος, ο πιο αμόρφωτος μπορεί αύριο να στήσει ένα ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό, χωρίς να θέλω να πω ότι δεν υπάρχει αξιόλογη λογοτεχνία στο διαδίκτυο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ασχολούμαι με τον ψηφιακό κόσμο αλλά, στ’ αλήθεια, αναρωτηθήκατε με πόσα από όλα αυτά που αναρτώνται στο διαδίκτυο αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς; Θα έλεγα μόνο ένα 5%. Ενώ από την έντυπη λογοτεχνία το ποσοστό είναι αρκετά υψηλότερο και οπωσδήποτε σε διψήφιο ποσοστό.
Μπορείτε να μας μιλήσετε για το Φεστιβάλ Ποίησης; Πώς ξεκίνησε και τι προβλέπεται για εφέτος;
Αν εννοείτε το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, θα σας πω ότι είναι προέκταση και μεταποίηση του Διεθνούς Λογοτεχνικού Φεστιβάλ Τήνου, που ξεκίνησε το 2010. Από το 2013 στην Αθήνα έχουν γίνει πέντε μέχρι σήμερα και εφέτος, το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, θα γίνει από τις 21 έως τις 24 Σεπτεμβρίου. Υπεύθυνος είναι ο πρόεδρος του Κύκλου Ποιητών, Δημήτρης Αγγελής. Η δομή του βασίζεται εν πολλοίς στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Μεντεγίν όπου είχα πάει το 2012 και, κατά κάποιον τρόπο, το αντέγραψα. Τα φεστιβάλ είναι χρήσιμα για πολλούς λόγους και για τους συγγραφείς και για το κοινό. Γίνονται ζυμώσεις και γνωριμίες, οι ποιητές έρχονται σε επαφή με το κοινό και το κοινό γνωρίζει τους ανθρώπους των γραμμάτων. Είναι κάτι σαν τροφοδότης λογαριασμός: Πας σε ένα φεστιβάλ ποίησης, ακούς κάτι ή κάποιον ποιητή που σου αρέσει, την άλλη μέρα πας στο βιβλιοπωλείο να βρεις το βιβλίο του.
Έχετε γράψει και μυθιστόρημα. Γιατί δεν συνεχίσατε;
Γιατί το μυθιστόρημα απαιτεί χρόνο, πειθαρχία και στρώσιμο στην καρέκλα και στη δουλειά, την έρευνα και τη μελέτη, και εμένα πάντα μου έλειπε ο χρόνος, διότι έκανα και εξακολουθώ να κάνω πολλά πράγματα στη ζωή μου και όχι μόνο να γράφω ποιήματα – αν και, εδώ που τα λέμε, η ποίηση ίσως είναι πάρεργο. Αν διευθύνεις έναν εκδοτικό οίκο, αν εκδίδεις τέσσερα περιοδικά, αν μεταφράζεις ποίηση, αν οργανώνεις λογοτεχνικά φεστιβάλ, αν γράφεις κριτικές για βιβλία, αν γράφεις άρθρα σε εφημερίδες, αν συμβουλεύεις εκδότες και φίλους για διάφορα, αν φροντίζεις να μην πέσεις έξω στις ξέρες και στις παγίδες της ζωής, τότε πού να βρεις χρόνο για μυθιστόρημα;
Ο ρομαντισμός δεν είναι μόνο μία αύρα αναπόλησης, αλλά και μία δημιουργική αυτοπεποίθηση που αξιολογεί τα δεδομένα και χαράζει νέους δρόμους.
Εξακολουθούν να σας στέλνουν νέοι ποιητές τις συλλογές τους; Ποιες είναι οι συμβουλές σας;
Εξακολουθούν, και όχι μόνο οι νέοι ποιητές. Δυστυχώς δεν έχω τον χρόνο να τις κοιτάζω όλες και να απαντώ με μπιλιετάκια, όπως έκαναν παλιά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ποιητές. Πολύ λυπάμαι γι’ αυτό. Συμβουλές δεν δίνω, δεν θεωρώ τον εαυτό μου κατάλληλο για συμβουλές. Η ποίηση είναι μια παρόρμηση, κάτι που ξεπηδά από μέσα σου. Μόνο σε κάποιον που ξέρει να γράφει αξίζει να δώσει κανείς μόνο μία συμβουλή: να ζει τη ζωή του ελεύθερος, να διαβάζει σπουδαίους ποιητές και να διαβάζει περισσότερο από όσο γράφει.
Ένα αγαπημένο σας ποίημα;
Είναι πολλά τα αγαπημένα μου ποιήματα και είναι υπερβολικά δύσκολο να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, γιατί είναι πολλοί οι σπουδαίοι ποιητές που τα τελευταία εξήντα χρόνια μού κρατούν συντροφιά. Κάνω μια προσπάθεια και παραθέτω το ποίημα «Θάνατος σε αεροπλάνο» του κορυφαίου ποιητή της Βραζιλίας Carlos Drumond de Andrade (1902-1987). Το ποίημα το βρήκα σε αμερικάνικο περιοδικό τη δεκαετία του ’70 και το έχω μεταφράσει από τα αγγλικά.
Θάνατος σε αεροπλάνο
Ξυπνάω για το θάνατο.
Ξυρίζομαι, ντύνομαι, βάζω τα παπούτσια μου.
Είναι η τελευταία μου μέρα – μια μέρα
που δεν έχει καμιά προαίσθηση.
Όλα βαίνουν όπως συνήθως.
Ετοιμάζομαι να βγω στο δρόμο. Πάω για το θάνατο.
Ξυρίζομαι, ντύνομαι, βάζω τα παπούτσια μου.
Είναι η τελευταία μου μέρα – μια μέρα
που δεν έχει καμιά προαίσθηση.
Όλα βαίνουν όπως συνήθως.
Ετοιμάζομαι να βγω στο δρόμο. Πάω για το θάνατο.
Δε θέλω να πεθάνω τώρα. Μια ολόκληρη μέρα
ξεδιπλώνεται μπροστά μου.
Τι μεγάλη μέρα! Και στο δρόμο
βήματα κάνω ένα σωρό. Πόσα πράγματα
συσσωρεύονται με τον καιρό. Δίχως να δίνω μεγάλη προσοχή,
συνεχίζω. Πρόσωπα, ονόματα,
συνωστισμένα σ’ ένα σημειωματάριο.
ξεδιπλώνεται μπροστά μου.
Τι μεγάλη μέρα! Και στο δρόμο
βήματα κάνω ένα σωρό. Πόσα πράγματα
συσσωρεύονται με τον καιρό. Δίχως να δίνω μεγάλη προσοχή,
συνεχίζω. Πρόσωπα, ονόματα,
συνωστισμένα σ’ ένα σημειωματάριο.
Μπαίνω στην Τράπεζα. Τι να τα κάνεις τα λεφτά
αν μετά από δυο-τρεις ώρες έρχονται οι χωροφύλακες
και σου τα παίρνουν απ’ την τρύπα
που ήταν κάποτε το στήθος σου;
Αλλά δε βλέπω τον εαυτό μου ματωμένο ή πληγωμένο.
Είμαι καθαρός, πεντακάθαρος, λαμπερός, καλοκαιριάτικος.
Μολαταύτα πάω για το θάνατο.
Μπαίνω μέσα σε γραφεία, σε καθρέφτες,
μέσα σε χέρια που μου προσφέρονται, μέσα σε μάτια
που έχουν αστιγματισμό, μέσα σε στόματα που γελάνε ή απλά κουβεντιάζουν.
Δε λέω αντίο. Τίποτα δεν ξέρω. Δε φοβάμαι:
ο θάνατος κρύβει
την αναπνοή του και τη στρατηγική του.
αν μετά από δυο-τρεις ώρες έρχονται οι χωροφύλακες
και σου τα παίρνουν απ’ την τρύπα
που ήταν κάποτε το στήθος σου;
Αλλά δε βλέπω τον εαυτό μου ματωμένο ή πληγωμένο.
Είμαι καθαρός, πεντακάθαρος, λαμπερός, καλοκαιριάτικος.
Μολαταύτα πάω για το θάνατο.
Μπαίνω μέσα σε γραφεία, σε καθρέφτες,
μέσα σε χέρια που μου προσφέρονται, μέσα σε μάτια
που έχουν αστιγματισμό, μέσα σε στόματα που γελάνε ή απλά κουβεντιάζουν.
Δε λέω αντίο. Τίποτα δεν ξέρω. Δε φοβάμαι:
ο θάνατος κρύβει
την αναπνοή του και τη στρατηγική του.
Γευματίζω. Γιατί; Τρώω ψάρι με σάλτσα χρυσού και κρέμας.
Είναι το τελευταίο ψάρι, το τελευταίο μου
πιρούνι. Το στόμα διαχωρίζει, διαλέγει, αποφασίζει,
καταπίνει. Μουσική διαπερνάει τα γλυκίσματα, ένα τουρτούρισμα
από βιολί ή απ’ τον άνεμο. Δεν ξέρω. Δεν είναι ο θάνατος.
O ήλιος είναι. Τα στριμωγμένα τρόλεϊ. Εργασία.
Είμαι σε μια μεγάλη πόλη και βρίσκομαι
στον τροχό του οδοντογιατρού. Βιάζομαι. Πάω να πεθάνω.
Γυρεύω απ’ τους αργόσχολους να μου ανοίξουν πέρασμα. Δε χαζεύω
στα καφενεία κουνώντας τα φλιτζάνια και τη συζήτηση.
Δε χαζεύω στη σκιά του παλιού νοσοκομείου
ή τις αφίσες. Βιάζομαι. Αγόρασα την εφημερίδα. Είμαι φουριόζος
ακόμα κι όταν πρόκειται για θάνατο.
Είναι το τελευταίο ψάρι, το τελευταίο μου
πιρούνι. Το στόμα διαχωρίζει, διαλέγει, αποφασίζει,
καταπίνει. Μουσική διαπερνάει τα γλυκίσματα, ένα τουρτούρισμα
από βιολί ή απ’ τον άνεμο. Δεν ξέρω. Δεν είναι ο θάνατος.
O ήλιος είναι. Τα στριμωγμένα τρόλεϊ. Εργασία.
Είμαι σε μια μεγάλη πόλη και βρίσκομαι
στον τροχό του οδοντογιατρού. Βιάζομαι. Πάω να πεθάνω.
Γυρεύω απ’ τους αργόσχολους να μου ανοίξουν πέρασμα. Δε χαζεύω
στα καφενεία κουνώντας τα φλιτζάνια και τη συζήτηση.
Δε χαζεύω στη σκιά του παλιού νοσοκομείου
ή τις αφίσες. Βιάζομαι. Αγόρασα την εφημερίδα. Είμαι φουριόζος
ακόμα κι όταν πρόκειται για θάνατο.
Η μέρα, που μεσημέριασε κιόλας, δε μου λέει
πως κι εγώ έχω αρχίσει να πλησιάζω προς ένα τέλος. Νιώθω κουρασμένος.
Θέλω να κοιμηθώ, αλλά οι προετοιμασίες: το τηλέφωνο,
οι λογαριασμοί, τα γράμματα. Κάνεις χίλια δυο πράγματα που
θα έχουν συνέπειες για άλλα χίλια δυο πράγματα, εδώ ή εκεί
ή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θα κάνω οτιδήποτε. Κλείνω ραντεβού
που δε θα κρατήσω, λόγια προσφέρω υπνωτισμένος,
όταν λέω «θα τα ξαναπούμε αύριο» λέω ψέματα. Αύριο δεν υπάρχει.
πως κι εγώ έχω αρχίσει να πλησιάζω προς ένα τέλος. Νιώθω κουρασμένος.
Θέλω να κοιμηθώ, αλλά οι προετοιμασίες: το τηλέφωνο,
οι λογαριασμοί, τα γράμματα. Κάνεις χίλια δυο πράγματα που
θα έχουν συνέπειες για άλλα χίλια δυο πράγματα, εδώ ή εκεί
ή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θα κάνω οτιδήποτε. Κλείνω ραντεβού
που δε θα κρατήσω, λόγια προσφέρω υπνωτισμένος,
όταν λέω «θα τα ξαναπούμε αύριο» λέω ψέματα. Αύριο δεν υπάρχει.
Το απόγευμα ξαπλώνω. Στο κεφάλι μου στάχτες. Σε θέση άμυνας
δίνω στον εαυτό μου ένα χάπι: επιτέλους,
το νερό κατεβάζει ό,τι πονάει,
τη μύγα, το βόμβο… αλλά τίποτα από εκείνο που θα με πεθάνει:
ο θάνατος κλέβει,
κλέβει όπως ο ποδοσφαιριστής,
ξεχωρίζει όπως ο ταμίας,
προσεκτικά, ανάμεσα από αρρώστιες και καταστροφές.
δίνω στον εαυτό μου ένα χάπι: επιτέλους,
το νερό κατεβάζει ό,τι πονάει,
τη μύγα, το βόμβο… αλλά τίποτα από εκείνο που θα με πεθάνει:
ο θάνατος κλέβει,
κλέβει όπως ο ποδοσφαιριστής,
ξεχωρίζει όπως ο ταμίας,
προσεκτικά, ανάμεσα από αρρώστιες και καταστροφές.
Ακόμα δεν είναι ο θάνατος, είναι η σκιά του
πάνω στα κουρασμένα κτίρια, το διάστημα ανάμεσα
σε δυο αγώνες δρόμου. Οι μεγάλες εταιρείες, τα μεγάλα γραφεία κλείνουν.
Μηχανικοί, διευθυντές, εργατοπατέρες αποτελειώνονται.
Αλλά οι ταξιτζήδες, οι σερβιτόροι και χίλιοι ακόμα
εργάτες της νύχτας ξεκινούν. Η πόλη αλλάζει χέρια.
πάνω στα κουρασμένα κτίρια, το διάστημα ανάμεσα
σε δυο αγώνες δρόμου. Οι μεγάλες εταιρείες, τα μεγάλα γραφεία κλείνουν.
Μηχανικοί, διευθυντές, εργατοπατέρες αποτελειώνονται.
Αλλά οι ταξιτζήδες, οι σερβιτόροι και χίλιοι ακόμα
εργάτες της νύχτας ξεκινούν. Η πόλη αλλάζει χέρια.
Πάω σπίτι. Πλένομαι ξανά.
Τα μαλλιά μου είναι κομψά
και τα νύχια μου καθαρά για να μη μου θυμίζουν
το επαναστατημένο παιδί εδώ και πολλά χρόνια.
Τα ρούχα χωρίς σκόνες. Η πλαστική βαλίτσα.
Κλειδώνω το δωμάτιό μου. Κλειδώνω τη ζωή μου.
Ο ανελκυστήρας με κλειδώνει. Ήρεμος παραμένω.
Τα μαλλιά μου είναι κομψά
και τα νύχια μου καθαρά για να μη μου θυμίζουν
το επαναστατημένο παιδί εδώ και πολλά χρόνια.
Τα ρούχα χωρίς σκόνες. Η πλαστική βαλίτσα.
Κλειδώνω το δωμάτιό μου. Κλειδώνω τη ζωή μου.
Ο ανελκυστήρας με κλειδώνει. Ήρεμος παραμένω.
Για τελευταία φορά κοιτάω την πόλη.
Έχω καιρό ακόμα να γυρίσω, να αναβάλω το θάνατο.
Να μην πάρω αυτό το αυτοκίνητο. Να μην πάω.
Μπορώ να γυρίσω και να πω: «Φίλοι μου,
ξέχασα ένα χαρτί, δε γίνεται να ταξιδέψω».
Μπορώ να πάω στο καζίνο, ένα βιβλίο να διαβάσω.
Έχω καιρό ακόμα να γυρίσω, να αναβάλω το θάνατο.
Να μην πάρω αυτό το αυτοκίνητο. Να μην πάω.
Μπορώ να γυρίσω και να πω: «Φίλοι μου,
ξέχασα ένα χαρτί, δε γίνεται να ταξιδέψω».
Μπορώ να πάω στο καζίνο, ένα βιβλίο να διαβάσω.
Αλλά παίρνω το αυτοκίνητο. Δείχνω ένα μέρος
όπου κάτι περιμένει. Ένα λιβάδι. Προβολείς.
Περνάω τα μάρμαρα, τις τζαμαρίες, τα χρώμια.
Αναρριχώμαι με βήματα. Σκύβω. Μπαίνω
στο εσωτερικό του θανάτου.
όπου κάτι περιμένει. Ένα λιβάδι. Προβολείς.
Περνάω τα μάρμαρα, τις τζαμαρίες, τα χρώμια.
Αναρριχώμαι με βήματα. Σκύβω. Μπαίνω
στο εσωτερικό του θανάτου.
Ο θάνατος κανονίζει τα καθίσματα έτσι ώστε η αναμονή
να είναι πιο αναπαυτική. Εδώ κανείς συναντάει
αυτούς που θα πεθάνουν και δεν το ξέρουν.
Εφημερίδες, καφέδες, τσίχλες, μπαμπάκι
για τ’ αυτιά, μικρές διευκολύνσεις με φινέτσα
περιφράζουν τα σαν λωρίδες σώματά μας.
Πάμε για να πεθάνουμε. Δεν είναι μοναχά
ο περιορισμένος και μοναδικός θάνατός μου:
είκοσι από μας θα πεθάνουν
είκοσι από μας θα καταστραφούν,
είκοσι από μας θα πολτοποιηθούν
και μάλιστα αμέσως τώρα.
να είναι πιο αναπαυτική. Εδώ κανείς συναντάει
αυτούς που θα πεθάνουν και δεν το ξέρουν.
Εφημερίδες, καφέδες, τσίχλες, μπαμπάκι
για τ’ αυτιά, μικρές διευκολύνσεις με φινέτσα
περιφράζουν τα σαν λωρίδες σώματά μας.
Πάμε για να πεθάνουμε. Δεν είναι μοναχά
ο περιορισμένος και μοναδικός θάνατός μου:
είκοσι από μας θα πεθάνουν
είκοσι από μας θα καταστραφούν,
είκοσι από μας θα πολτοποιηθούν
και μάλιστα αμέσως τώρα.
Ή σχεδόν αμέσως τώρα. Πρώτα ο ιδιωτικός,
προσωπικός και σιωπηλός θάνατος του καθενός.
Πεθαίνω κρυφά και χωρίς πόνο,
ζω σαν ένα κομμάτι από τα είκοσι και
σε μένα όλα τα κομμάτια θα ενσωματωθούν.
Όλοι μας είμαστε ένας στους είκοσι, ένα μπουκέτο,
μια ανάσα δυνατή, έτοιμη χωριστά να φυσηχτεί.
προσωπικός και σιωπηλός θάνατος του καθενός.
Πεθαίνω κρυφά και χωρίς πόνο,
ζω σαν ένα κομμάτι από τα είκοσι και
σε μένα όλα τα κομμάτια θα ενσωματωθούν.
Όλοι μας είμαστε ένας στους είκοσι, ένα μπουκέτο,
μια ανάσα δυνατή, έτοιμη χωριστά να φυσηχτεί.
Και κρατάμε,
με ψυχραιμία κρατάμε τις αγάπες
και τις επιχειρήσεις της πατρίδας.
με ψυχραιμία κρατάμε τις αγάπες
και τις επιχειρήσεις της πατρίδας.
Τα φώτα θολώνουν, οι λόφοι λιώνουν,
βλέπεις μοναχά ένα πάπλωμα από σύννεφα,
μια μπάλα, ένας μικρός κύβος οξυγόνου
τρίβει ελαφριά τ’ αυτιά μου, ένας κύβος σφραγισμένος:
και μέσα στο φωταγωγημένο και χλιαρό σώμα
ζούμε με άνεση και αποξένωση, ησυχία και τίποτα.
βλέπεις μοναχά ένα πάπλωμα από σύννεφα,
μια μπάλα, ένας μικρός κύβος οξυγόνου
τρίβει ελαφριά τ’ αυτιά μου, ένας κύβος σφραγισμένος:
και μέσα στο φωταγωγημένο και χλιαρό σώμα
ζούμε με άνεση και αποξένωση, ησυχία και τίποτα.
Τόσο απαλή είναι η μηχανή μέσα στη νύχτα και
τόσο εύκολα κόβει σε πυκνά κομμάτια τον αέρα
που ζω την τελευταία μου στιγμή και είναι σαν
να είχα ζήσει για χρόνια
πριν και μετά απ’ το σήμερα
μια συνεχόμενη κι αδάμαστη ζωή
χωρίς ολισθήσεις, όνειρα, παύσεις.
τόσο εύκολα κόβει σε πυκνά κομμάτια τον αέρα
που ζω την τελευταία μου στιγμή και είναι σαν
να είχα ζήσει για χρόνια
πριν και μετά απ’ το σήμερα
μια συνεχόμενη κι αδάμαστη ζωή
χωρίς ολισθήσεις, όνειρα, παύσεις.
Είμαι το είκοσι στη μηχανή
που γουργουρίζει μαλακά
ανάμεσα σε εικόνες με αστέρια και
σε μακρινές ανάσες της Γης,
σαν στο σπίτι μου αισθάνομαι κι ας είμαι
χιλιάδες πόδια ψηλά.
Παίρνω παρακαταθήκη απ’ τις δυνάμεις μου
και χωρίς μυστήρια πετώ,
ένα σώμα ιπτάμενο, πιασμένο απ’ τις τσέπες, τα ρολόγια,
τα νύχια, δεμένος με τη Γη με μνήμη και ρωμαλέες συνήθειες
σάρκα που σύντομα θα εκραγεί.
που γουργουρίζει μαλακά
ανάμεσα σε εικόνες με αστέρια και
σε μακρινές ανάσες της Γης,
σαν στο σπίτι μου αισθάνομαι κι ας είμαι
χιλιάδες πόδια ψηλά.
Παίρνω παρακαταθήκη απ’ τις δυνάμεις μου
και χωρίς μυστήρια πετώ,
ένα σώμα ιπτάμενο, πιασμένο απ’ τις τσέπες, τα ρολόγια,
τα νύχια, δεμένος με τη Γη με μνήμη και ρωμαλέες συνήθειες
σάρκα που σύντομα θα εκραγεί.
Ω λευκότητα!
Ω γαλήνη κάτω απ’ τη βία του θανάτου δίχως προειδοποίηση
προσεκτική εις πείσμα της αναπόφευκτης στενότητας
του ατμοσφαιρικού κινδύνου,
ένα θρυμματισμένο φύσημα στον αέρα,
ένα πελεκούδι του ανέμου στο λαιμό.
Αστράφτουν φλας, γίνονται εκρήξεις, κρότος και σπάσιμο μαζί,
σπασμένοι κατρακυλάμε,
ίσια κάτω πέφτω και γίνομαι ειδήσεις.
Ω γαλήνη κάτω απ’ τη βία του θανάτου δίχως προειδοποίηση
προσεκτική εις πείσμα της αναπόφευκτης στενότητας
του ατμοσφαιρικού κινδύνου,
ένα θρυμματισμένο φύσημα στον αέρα,
ένα πελεκούδι του ανέμου στο λαιμό.
Αστράφτουν φλας, γίνονται εκρήξεις, κρότος και σπάσιμο μαζί,
σπασμένοι κατρακυλάμε,
ίσια κάτω πέφτω και γίνομαι ειδήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου