|
ΒΡΕ ΤΙ ΚΕΡΑΤΟ βερνικωμένο αὐτὸς ὁ Γιωργῆς,
τῆς συγχωρεμένης τῆς Κασσιανῆς ὁ γιὸς» γύρισε στὴ φιλενάδα ποὺ τὴ βοηθοῦσε
στὴ λάτρα ἡ Κατερίνα, ἡ ὑπεύθυνη συσσιτίου στὴν ἐνορία τῆς Ἁγίας
Σκέπης, δωδεκάμισι τὸ μεσημεράκι μιὰ Δευτέρα Σαρακοστῆς.
«Ἄκουσον-ἄκουσον τί μοῦ ξεφούρνισε στὰ καλὰ τοῦ καθουμένου ὁ ἀναιδέστατος…
Νερομπούλια ἀπὸ σήμερα
τέρμα. Μπούχτισα τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια. Τὸ κέφι μου τραβάει σουτζουκάκια.
Ἢ αὔριο μοῦ τὰ φτειάχνεις ἀκριβῶς ὅπως τὰ μαστόρευε ἡ μάνα μου, ἢ δὲν
ξαναπατάω τὸ ποδάρι μου ἐδῶ μέσα, τὸ Θεὸ μπάρμπα νά ‘χεις.
Τί μὲ λέγεις παιδάκι μου, τὸν ἀποπῆρα. Σαρακοστὴ ἔχουμε, ποῦ νὰ τὰ
βροῦμε τὰ σουτζουκάκια;
Ἐδῶ, καὶ τὶς καλὲς μέρες ἀκόμα, τὶς γιορτάδες νὰ ποῦμε, μὲ τὰ χίλια ζόρια βγάζουμε λίγες μερίδες ἴσα-ἴσα νὰ βρίσκουν ἀνθρῶποι σὰν καὶ τοῦ λόγου σου ἕνα πιάτο φαγὶ νὰ λιγδώνει τὸ ἄντερό τους. Ἂν τώρα ἡ γκαστριά σου τραβάει ἐξάπαντος σουτζουκάκια, τί νὰ σὲ πῶ, ξυπνὸς δείχνεις, σύρε νὰ βρεῖς καμιὰ δουλειά, δὲν σὲ πῆραν δὰ καὶ τὰ χρόνια καὶ ξεφορτώσου μας ποὺ μᾶς γένηκες τσιμπούρι μὲ τὶς ἀπαιτήσεις σου. Αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, γκάριξε, καρφώνοντάς με μὲ τὶς ἀγριοματάρες του, ποὺ πῆγα νὰ κατουρηθῶ ἀπ΄τὴ τρομάρα μου. Δὲν στὸ κρύβω φιλενάδα, ἀνταριάστηκα. Συζητιέται ἄλλωστε στὴ γειτονιά, πὼς μετὰ τὸ θάνατο τῆς κυρὰ-Κασσιανῆς τοῦ ΄χει λιγουλάκι σαλέψει. Ὅλη μέρα λένε, κάθεται κλεισμένος στὸ ἄδειο σπίτι καὶ βγαίνει μόνο ἴσα νὰ βρεῖ κάτι νὰ βάλει στὸ στόμα.»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Γιάννης Παγώνης (Ἀθήνα, 1961). Ἐργάζεται ὡς Δικαστικὸς Γραμματέας.
Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴ πεζογραφία. Δημοσιεύει σὲ περιοδικὰ
καὶ συλλογικοὺς τόμους καθὼς καὶ στὸ ποιητικὸ μπλὸγκ Κοιμητήριο Λόγου ποὺ
διατηρεῖ στὸ Διαδίκτυο.
Ἐδῶ, καὶ τὶς καλὲς μέρες ἀκόμα, τὶς γιορτάδες νὰ ποῦμε, μὲ τὰ χίλια ζόρια βγάζουμε λίγες μερίδες ἴσα-ἴσα νὰ βρίσκουν ἀνθρῶποι σὰν καὶ τοῦ λόγου σου ἕνα πιάτο φαγὶ νὰ λιγδώνει τὸ ἄντερό τους. Ἂν τώρα ἡ γκαστριά σου τραβάει ἐξάπαντος σουτζουκάκια, τί νὰ σὲ πῶ, ξυπνὸς δείχνεις, σύρε νὰ βρεῖς καμιὰ δουλειά, δὲν σὲ πῆραν δὰ καὶ τὰ χρόνια καὶ ξεφορτώσου μας ποὺ μᾶς γένηκες τσιμπούρι μὲ τὶς ἀπαιτήσεις σου. Αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, γκάριξε, καρφώνοντάς με μὲ τὶς ἀγριοματάρες του, ποὺ πῆγα νὰ κατουρηθῶ ἀπ΄τὴ τρομάρα μου. Δὲν στὸ κρύβω φιλενάδα, ἀνταριάστηκα. Συζητιέται ἄλλωστε στὴ γειτονιά, πὼς μετὰ τὸ θάνατο τῆς κυρὰ-Κασσιανῆς τοῦ ΄χει λιγουλάκι σαλέψει. Ὅλη μέρα λένε, κάθεται κλεισμένος στὸ ἄδειο σπίτι καὶ βγαίνει μόνο ἴσα νὰ βρεῖ κάτι νὰ βάλει στὸ στόμα.»
Ἔτσι
κουτσομπόλευε ἡ Κατερίνα ἡ μαγείρισσα, ἡ ψυχοπονιάρα, ποὺ παρὰ τὰ
πενῆντα της χρονάκια καὶ τὴν ἀσουλουπωσύνη ποὺ τὴν ἔδερνε, ἔτρεφε ἀκόμα
κάποιες ἀμυδρὲς ἐλπίδες νὰ ἀποκατασταθεῖ, ἐν ἀνάγκῃ καὶ μὲ κάνα
συνταξιοῦχο ἀπὸ τοὺς δεκάδες ἐκείνους ποὺ μελίσσι σωστὸ μαζεύονταν
Κυριακὲς καὶ γιορτάδες στὸν ἐπιβλητικὸ ναὸ πρὸς ἐκκλησιασμό, διαγκωνιζόμενοι
ἀγρίως, ποιός θὰ σώσει πρῶτος τὴ μίζερη, μπακαλίστικη ψυχή του. Ἔριχνε
τὸ λοιπὸν αὐτὴ τὰ δίχτυα της καλὰ ματισμένα καὶ ἀνελλιπῶς, ἀλλὰ τὰ
γέρικα ψαράκια, ἔδειχναν νὰ προτιμοῦν τὰ Ρώσικα καλάμια μὲ τὸ ψεύτικο
σκουλήκι, ἀπὸ τὴν σαπισμένη σαγήνη της. Ἡ ἐλπίδα ὅμως καθὼς λένε,
πεθαίνει τελευταία καὶ στὴ περίπτωση της ὅσο περνοῦσε βέβαια καὶ ἀπὸ
τὸ χεράκι της, θὰ τὴ διατηροῦσε ἐν ἀνάγκῃ ἀκόμα καὶ ταριχευμένη,
στὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς κακοχτισμένης πυραμίδας τῆς ὕπαρξής της.
Τὸ ἑπόμενο μεσημέρι βρῆκε τὴν Κατερίνα πίσω ἀπὸ τὸν πάγκο τῆς
αἴθουσας ἐκδηλώσεων τοῦ ναοῦ, νὰ βολεύει κάτι νερόβραστα φασόλια
ψαρεύοντάς τα μὲ μιὰ κουτάλα ἀπὸ τὸν πάτο τοῦ τέντζερη, σὲ κάτι πλαστικοὺς
κεσέδες.
Ἕνας-ἕνας,
μὲ τάξη ἀπόλυτη, παρήλαυναν οἱ ἀναξιοπαθοῦντες τῆς συνοικίας,
ποὺ ἐπιμένοντας νὰ ξερογοῦν τὸ κομπολόι τῶν πικρῶν τους ἡμερῶν κατὰ
τὸ δίκαιο λόγο τοῦ Ποιητοῦ μὲ ἐγκαρτέρηση γαιδουρινή, δέχονταν ἀπὸ
τὰ χεράκια της εὐγνώμονα, —λὲς θεία κοινωνία—, τὸ κεσεδάκι καπακωμένο
μιὰ φέτα χάσικο ψωμί.
Τὴ συνηθισμένη του ὥρα ἀρίβαρε καὶ ὁ λεγάμενος, κουνάμενος
λυγάμενος. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τέντζερη καὶ φανερὰ ἐκνευρισμένος
ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ἐρευνητικοῦ του οἴστρου, ἄρχισε νὰ στριγγλίζει
στὴ κακομοίρα τὴ Κατερίνα.
«Ποῦ ‘ναι μωρή τα σουτζουκάκια ποὺ σοῦ γύρεψα; Μπέσα δὲν ἔχεις; Ἀλλὰ
τί περιμένεις ἀπὸ μιὰ παλιομπακατέλα σὰν καὶ τοῦ λόγου σου; Φεύγω,
κι οὔτε πρόκειται νὰ ξαναπατήσω σὲ τοῦτο τὸ μπουρδέλο, ποὺ νὰ πεθαίνω
τῆς πείνας. Στὸ διάβολο καὶ σὺ καὶ τὰ πορδοσπόρια σου», συμπλήρωσε καὶ
τράβηξε ἔξαλλος γιὰ τὴν ἔξοδο.
Ἡ
Κατερίνα πετάχτηκε στὸ κατόπι του.
«Γύρνα πίσω ἀθεόφοβε» προσπάθησε νὰ τὸν καλμάρει. «Πάρε τὴ μερίδα
καὶ θὰ σοῦ βάλω καὶ λίγη φέτα ποὺ σοῦ ἀρέσει.»
Στάθηκε αὐτὸς δίβουλος κάτω ἀπὸ τὸ γεῖσο καὶ δὲν μιλοῦσε κακιασμένος.
Ἄξαφνα τὸν πήρανε τὰ ζουμιά.
«Ἡ μάνα μου ὅτι γουστάριζα μοῦ μαγέρευε καὶ ποτέ της δὲ παραπονέθηκε.
Σουτζουκάκια ἤθελα, σουτζουκάκια μοῦ ΄καμνε. Ἀπὸ τότε ποὺ τὴν παράχωσα,
ἔχω νὰ φάω τῆς προκοπῆς. Τί σοῦ γύρεψα μωρή; Λίγα σουτζουκάκια σὰν
κι αὐτὰ πού μοῦ μαγείρευε ἡ συγχωρεμένη.»
Τὰ λόγια του, χτύπησαν τὴ μεγαλοκοπέλα ἴσα στὴ καρδιά.
Παρατηρώντας τον νὰ ξεμακραίνει, ἔχοντας δεχτεῖ ἐντέλει νὰ πάρει
τὸ γλίσχρο γεῦμα, ὁρκίστηκε στὸ στεφάνι ποὺ περίμενε, τὸ ἴδιο ἐκεῖνο
βράδυ χωρὶς ἀργοπορία καμιά, νὰ τοῦ κάμει τὸ χατίρι καὶ νὰ τοῦ πάει ἡ
ἴδια αὐτοπροσώπως στὸ μπεκιάρικό του, τὰ σουτζουκάκια ποὺ τόσο λαχταροῦσε.
Κινώντας βιαστικὴ γιὰ τὸ χασάπη τῆς συνοικίας, δὲν γνώριζε ἡ
δόλια, πόση ἡδονὴ μπορεῖ νὰ κρύβεται μέσα σὲ μιὰ ντουζίνα καλομαγειρεμένα
σουτζουκάκια. Αὐτό, θὰ τὸ διαπίστωνε λίαν συντόμως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου