|
«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ἔβγαλε ἥλιο!
Ἄρχισαν νὰ μὲ πονοῦν τὰ κόκκαλά μου μὲ τόση βροχή! Μὲ τραβάει κι ἐκείνη
ἡ τομή, θυμᾶσαι, ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση στὸ γόνατο. Δὲ βαριέσαι, ἀφοῦ
μποροῦμε καὶ κάνουμε ἀκόμα ποδήλατο, καλὰ εἴμαστε. Βάλσαμο ὁ χειμερινὸς
ἥλιος!...Τέτοια ἐποχὴ ἦταν ποὺ σὲ πρωτογνώρισα, σ’ αὐτὸ ἐδῶ το παγκάκι.
Θυμᾶσαι;... Προσπαθοῦσες νὰ τινάξεις τὴ λάσπη ἀπ’ τὰ ροῦχα σου μετὰ
τὴ γλίστρα μὲ τὸ ποδήλατο στὸ βρεγμένο χῶμα. Σταμάτησα καὶ κοιτώντας
σε, γέλασα μὲ τὴ μάταιη προσπάθειά σου. Ποῦ βρίσκεις τὸ ἀστεῖο; γύρισες καὶ
μοῦ ‘πες. Φοροῦσες ἐκείνη τὴν κόκκινη μάλλινη ζακέτα ποὺ σ’ ἔκανε νὰ
ξεχωρίζεις. Σὲ βοήθησα νὰ ξαναβάλεις τὴν ἁλυσίδα τοῦ ποδηλάτου
σου καὶ φύγαμε μαζὶ συνεχίζοντας τὴν ποδηλατάδα στὸ πάρκο. Κατάλαβα
ἀμέσως πὼς σοῦ ἄρεσα ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ γελοῦσες μ’ ὅσα ἔλεγα. Τὰ μάγουλά
σου κοκκίνιζαν στὸ κρύο κι ἐγὼ μὲ κόπο κρατοῦσα τὰ μάτια μου στὴν εὐθεία
τῆς διαδρομῆς. Προτιμοῦσες τὶς χειμωνιάτικες βόλτες. Ἀπολάμβανες
τὸν παγωμένο ἀέρα πού σοῦ ‘κόβε τὴν ἀνάσα στὴν ἀνηφόρα. Θυμᾶσαι;...
Δὲν φοροῦσα τότε γάντια καὶ τὰ χέρια μου εἶχαν ξυλιάσει στὸ τιμόνι. Ἔβαζα
πότε τὸ ἕνα πότε τ’ ἄλλο στὴν τσέπη τοῦ μπουφὰν γιὰ νὰ μὴν καταλάβεις
πὼς κρύωνα. Πάντα μὲ μάλωνες ποὺ ξεχνοῦσα τὰ γάντια μου. Κοίτα, τώρα
τὰ ἔχω μαζί μου. Πῶς κατάφερνες νά ’χεῖς πάντα τὸ νοῦ σου σὲ ὅλα; Τὸ
σκουφὶ τῆς Κατερίνας, τὸ κολατσιὸ τοῦ Νικόλα, τὸ κασκὸλ τῆς Νέλης. Ἔχω
καιρὸ νὰ δῶ τὰ παιδιά. Τηλέφωνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα καὶ ἄν. Δὲν θέλω νὰ
τοὺς ἐνοχλῶ. Ἔχουν κι αὐτὰ τὶς δουλειές τους. Ἄ, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ. Οἱ
συνάδελφοι μοῦ κάναν δῶρο δερματόδετο σημειωματάριο γιὰ νὰ γράψω,
λένε, τὶς ἀναμνήσεις μου ὡς δάσκαλος, τώρα ποὺ βγαίνω στὴ σύνταξη. Παλαιᾶς κοπῆς! μὲ
εἶπαν οἱ νεότεροι. Κάτι θὰ ξέρουν. Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν ξέρω πῶς θὰ εἶναι
ἡ μέρα μου χωρὶς τὴν τάξη... Ξέρω ὅμως πῶς εἶναι χωρὶς ἐσένα... Δὲν χάνω
τὶς Κυριακὲς στὸ πάρκο. Κάνω τὶς ἴδιες διαδρομὲς ποὺ κάναμε πάντα.
Θυμᾶμαι!... Ὁ ἥλιος εἶναι ἀκόμα ψηλά. Προλαβαίνουμε ἀκόμα μιὰ βόλτα.»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Βάνια Σύρμου (Ρίο ντὲ Τζανέιρο, 1967). Σπούδασε κλασσικὴ φιλολογία
στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴ
δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁλοκλήρωσε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ
πρόγραμμα «Φύλο καὶ νέα Ἐκπαιδευτικὰ καὶ Ἐργασιακὰ Περιβάλλοντα
στὴν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας» στὸ Πανεπιστημίο τοῦ Αἰγαίου. Οἱ μεταφράσεις
της ἀπὸ τὴν ἀγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφοροῦν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Μπιλιέτο.
Ἔχουν δημοσιευθεῖ διηγήματά της στὰ λογοτεχνικὰ ἱστολόγια Fractal, Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι, Φρέαρ καθὼς καὶ
στὴν «Ἀνθολογία μικροῦ διηγήματος γιὰ τὴ νύχτα» ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
«κύμα».
Ὅση
ὥρα τὸν ἄκουγα ἀπὸ τὸ διπλανὸ παγκάκι νὰ μονολογεῖ κρατώντας μιὰ
φωτογραφία, παρατηροῦσα πὼς καθὼς μιλοῦσε, τὴν ψηλαφοῦσε ἀργὰ μὲ
τὸ δείκτη τοῦ χεριοῦ του. Ὕστερα ἀπὸ λίγο σηκώθηκε, ἔβαλε προσεκτικὰ
τὴ φωτογραφία στὴν ἀριστερὴ τσέπη τοῦ παλτοῦ του καὶ τὴν πίεσε πάνω
του σφιχτά, σὰν νά ‘θελε νὰ βεβαιωθεῖ πὼς τὴν εἶχε μαζί του. Φόρεσε τὰ
γάντια του κι ἀνέβηκε στὸ ποδήλατο. Μὲ ἀργὲς πεταλιὲς τὸν εἶδα νὰ
χάνεται στὸ βάθος τῆς ἀλέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου