|
|
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΚΟΥΓΑ ραδιόφωνο στὰ μακρὰ κύματα τῶν
ΑΜ. Ἒκεῖ, λοιπόν, ἄκουσα ἕνα τραγούδι: «Πῶς λαχταρῶ νὰ δῶ τὴ μάνα μου
στὴν πόρτα.» Θεὲ καὶ Κύριε! Σκέφτηκα ἀμέσως, πόσο νιώθω αὐτὸ τὸ τραγούδι.
Πολὺ συχνὰ ἔχω λαχταρήσει νὰ δῶ τὴ μητέρα μου στὸ κατώφλι τῆς ἐξώπορτάς
μου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, οὐκ ὀλίγες φορὲς συνήθιζε νὰ στέκῃ σὲ διάφορα
κατώφλια καὶ νὰ μὲ κοιτάζῃ. Ἀκριβῶς ἔτσι στεκόταν μιὰ μέρα στὴν ἐξώπορτά
μας, ἔχοντας τὸ σκοτάδι τοῦ διαδρόμου ἀπὸ πίσω της. Ἦταν Πρωτοχρονιά.
Μοῦ εἶπε λυπημένα, Ἂν ἐπιστρέφῃς στὸ σπίτι στὶς 4 π.μ. στὰ δεκαεφτά
σου, τί ὥρα θὰ γυρνᾷς στὰ εἴκοσί σου; Μὲ ρώτησε δίχως νὰ κάνῃ χιοῦμορ,
δίχως κακία. Εἶχε μόλις ξεκινήσει τὴν ἐναγώνια προετοιμασία τοῦ
θανάτου της. Δὲν θἆταν ἐδῶ ὅταν θά ’κλεινα τὰ εἴκοσί μου, σκεφτόταν.
Κι ἔτσι, εὔλογα ἀναρωτιόταν.
Μιὰν ἄλλη φορὰ ἔστεκε στὴν πόρτα τοῦ δωματίου μου. Εἶχα μόλις
δημοσιεύσει ἕνα πολιτικὸ μανιφέστο ἐπιτιθέμενη στὴ θέση τῆς οἰκογένειας
στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση. Μοῦ εἶπε, Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κοιμήσου ἠλίθια,
ἐσὺ κι οἱ κομμουνιστικές σου ἰδέες. Τοὺς εἴδαμε ἤδη, κι ο μπαμπὰς κι
ἐγώ, στὰ 1905. Τά ’χαμε καταλάβει ὅλα.
Στὴν πόρτα τῆς κουζίνας μοῦ εἶπε, Ποτὲ δὲν τελειώνεις τὸ φαγητό
σου. Ὅλο τριγυρνᾷς ἄσκοπα. Τί θὰ γίνῃ μὲ σένα τελικά;
Κι ὕστερα πέθανε.
Φυσικὰ, σ’ ὅλη μου τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ λαχταροῦσα νὰ τὴ δῶ, ὄχι
μόνο στὰ διάφορα κατώφλια, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀναρίθμητους ἄλλους τόπους
– στὴν τραπεζαρία μὲ τὶς θεῖες μου, στὸ παράθυρο νὰ κοιτάζῃ τὸν δρόμο
ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, στὸν κῆπο τοῦ ἐξοχικοῦ μας ἀνάμεσα στὰ ζίνια
καὶ τοὺς κατιφέδες, στὸ σαλόνι μὲ τὸν πατέρα μου.
Καθόντουσαν στὶς δερμάτινες, ἀναπαυτικές τους πολυθρόνες. Ἄκουγαν
Μότσαρτ. Κοιτιόντουσαν ἔκπληκτοι. Τοὺς φαινόταν σὰν νά ’χαν μόλις κατέβει
ἀπ’ τὸ πλοῖο. Σὰν νά ’χαν μόλις μάθει τὶς πρῶτες τους ἀγγλικὲς λέξεις.
Τοὺς φαινόταν λὲς κι εἶχε μόλις παραδώσει τὸ ἀλάνθαστο διαγώνισμά
του στὸν Ἀμερικανὸ καθηγητὴ τῆς ἀνατομίας. Λὲς κι εἶχε μόλις βγεῖ ἀπὸ
τὸ κατάστημα, ἐπιστρέφοντας στὴν κουζίνα της.
Πόσο θά ’θελα νὰ τὴν ἔβλεπα στὴν πόρτα τοῦ σαλονιοῦ μας.
Στάθηκε ἐκεῖ γιὰ ἕνα λεπτό. Ἔπειτα κάθισε στὸ πλάι του. Εἶχαν ἕνα
ἀκριβὸ γραμμόφωνο. Ἄκουγαν Μπάχ. Τοῦ ’πε, Μίλα μου λίγο. Δὲν μιλᾶμε
πιὰ τόσο.
Εἶμαι κουρασμένος, τῆς ἀπάντησε. Δὲν τὸ βλέπεις; Εἶδα κοντὰ
τριάντα ἄτομα σήμερα. Ὅλοι τους ἄρρωστοι, ὅλοι τους μπλὰ μπλὰ μπλά. Ἄκου
τὴ μουσική, τῆς εἶπε. Θυμᾶμαι κάποτε ἔπιανες ἀπίθανους τόνους. Εἶμαι
κουρασμένος, ξανᾶπε.
Κι’ ἔπειτα, αὐτὴ πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου