|
|
ΣΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ, σὲ μιὰ προσφάτως ἀνακαινισμένη μονοκατοικία,
σὲ μιὰ κουζίνα μὲ γρανιτένιο πάγκο, μέσα σ’ ἕνα ψυγεῖο ἀπὸ ἀνοξείδωτο
ἀτσάλι ζοῦσε μιὰ νεαρὴ γυναίκα. Δὲν μποροῦσε ν’ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη
της πῶς βρέθηκε νὰ ζεῖ μέσα στὸ ψυγεῖο καὶ δὲν μποροῦσε ν’ ἀνακαλέσει
στὴ μνήμη της ἄλλη ζωή, ποὺ νὰ μὴν εἶναι μέσα σ’ αὐτό. Ξύπνησε μιὰ μέρα
ξαπλωμένη πάνω σε μιὰ ράβδο βούτυρο· τὸ βούτυρο εἶχε μαλακώσει ἐκεῖ
ὅπου ἀναπαυόταν τὸ σῶμα της, θηλυκὲς ἐσοχὲς εἶχαν σχηματιστεῖ, στὸ
σχῆμα τῶν γοφῶν καὶ τῆς μέσης. Τὰ πόδια τῆς γυναίκας ἔφταναν ἴσαμε τὴν
ἄκρη σχεδὸν τῆς ράβδου. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ διαστάσεις ἑφτὰ κουταλιὲς
τῆς σούπας.
Γιὰ ψυγεῖο, ἦταν ὡραῖο. Φρέσκα φροῦτα καὶ λαχανικά, περιστρεφόμενα
μπουκάλια λευκὸ κρασὶ καὶ ἑξάδες μπίρες, κουτάκι μὲ κινέζικο γιὰ τὸ
σπίτι ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ, μοσχαρίσιο κρέας σὲ μαρινάδα, μιὰ
ἀνοιγμένη μαγειρικὴ σόδα. Σπάνια συνέβαινε νὰ λήξει κάτι.
Μόλις
τὸ ψυγεῖο ἄνοιγε, ἡ γυναίκα κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ γάλα, ἔσκυβε καὶ
χωνόταν σὲ μιὰ χάρτινη αὐγοθήκη ἢ περπατοῦσε διστακτικὰ πρὸς τὸ βάζο
μὲ τὶς πίκλες. Λίγες πίκλες, κόκκοι πιπέρι καὶ λεπτὲς φέτες κρεμμυδιοῦ
κολυμποῦσαν στὴν ἅλμη, χορεύοντας ὑπὸ τοὺς ἤχους μιᾶς μουσικῆς τὴν ὁποία
δὲν ἦταν σὲ θέση ν’ ἀκούσει. Κοιτοῦσε μέσα στὸ βάζο ὧρες πολλές. Τὸ φῶς
μέσα στὸ ψυγεῖο ἦταν μουντὸ καὶ γκρίζο, δὲν ἦταν πίσσα σκοτάδι. Ὅσο
γιὰ τὴν τροφή της, πότε-πότε τσιμπoλογοῦσε λίγο τυρί, σὰν τὰ ποντίκια.
Κάποιες ἄλλες φορές, ἄνοιγε ἕνα γιαούρτι στὴν ἄκρη καὶ ρουφοῦσε λιχούδικα
τὴν κρέμα φράουλα. Ἀπέφευγε γενικῶς τὰ καρυκεύματα, τὸ ταμπάσκο,
τὴ σάλτσα χόισιν καὶ τὴν κάπαρη, ποὺ ἦταν τραγανιστή, μόλις τὴν ἄνοιγες.
Τροφὲς ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δύσκολα θὰ τὶς ἔτρωγε κανεὶς σκέτες.
Ἡ
γυναίκα κρύωνε συνέχεια.
Καθημερινά, λεπτὰ δάχτυλα μὲ γυαλιστερὰ νύχια τοποθετοῦσαν
στὸ ψυγεῖο τσάντες ποὺ περιεῖχαν κολατσιὸ καὶ πάνω τους ἦταν γραμμένο
«Ἔιμος» μὲ μαῦρο μαρκαδόρο, ἐνίοτε καὶ μὲ κηρομπογιά, μὲ τὸ τραχὺ ἀποτύπωμα
τὸ ὁποῖο ἀφήνουν τὰ παιδιά. Ἡ γυναίκα στὸ ψυγεῖο κοιτοῦσε πάντοτε
μέσα στὶς χαρτοσακοῦλες. Συνήθως ἦταν κάποιο σάντουιτς, συχνὰ ἦταν
σάντουιτς μὲ τόνο, καμιὰ φορὰ ἦταν ψωμὶ μὲ φιστικοβούτυρο καὶ μαρμελάδα,
τὸ ὁποῖο ἡ μικρὴ γυναίκα ἔβρισκε φοβερὰ ἑλκυστικό. Ἐνίοτε ἔβρισκε
ἀπομεινάρια γεύματος μέσα σὲ πλαστικὰ τάπερ. Τυράκια μέσα σὲ κόκκινο
γυαλιστερὸ περιτύλιγμα, πλαστικὰ σακουλάκια μὲ πατατάκια, σοκολάτες.
Καὶ ὅλες τὶς φορές, ἕνα σημείωμα σὲ διπλωμένο χαρτάκι. Σὲ σελίδες
σκισμένες ἀπὸ κάποιο σημειωματάριο ἦταν προχειρογραμμένο, μὲ τὸν
ἴδιο χοντρὸ μαρκαδόρο ποὺ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ καὶ γιὰ τὸ ἐξωτερικό
της τσάντας, κάτι σὰν σύντομο ἐρωτικὸ γράμμα.
Σ’ ἀγαπῶ! Νὰ τὸ θυμᾶσαι!, Εἶσαι ὁ καλύτερος!, Κύκλωσε τὸ σωστό:
Μὲ ἀγαπᾶς; Ναὶ / Ὄχι. Θύμιζαν ὅλα γυμνάσιο, ἔτσι ὅπως ἦταν διπλωμένα
σὲ μικρὰ χάρτινα μπαλάκια, μὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ τὰ ἔκανε νὰ εἶναι τόσο ἀξιαγάπητα.
Τὸ σκληρὸ μανικιοὺρ στὰ νύχια ἔκρυβε κατὰ βάθος μιὰ γλυκιὰ καρδούλα.
Ἡ
γυναίκα στὸ ψυγεῖο ἀναρωτήθηκε πῶς νὰ ἔμοιαζε ὁ Ἔιμος. Πέρασαν μῆνες
καὶ ξεθάρρεψε παρακολουθώντας τὸν Ἔιμος νὰ πηγαινοέρχεται. Ἡ γυναίκα
του, κατὰ τὰ φαινόμενα, ἦταν σπανιότερα τριγύρω. Ἐν μέσῳ βάλε-βγάλε
μισοφαγωμένης πίτσας καὶ ἀλλαντικῶν, ἡ γυναίκα στὸ ψυγεῖο ἐρωτεύτηκε.
Μαῦρα κατσαρὰ μαλλιὰ ἔπεφταν στοὺς ὤμους καὶ στὰ χέρια τοῦ Ἔιμος. Πράσινα
μάτια σὰν φέτες μοσχολέμονο στὸ πρόσωπό του. Πυκνὰ φρύδια, τὸ ἕνα
πάντα σηκωμένο. Ἦταν πάντα μὲ τὸ χαμόγελο ὅταν ἐπιθεωροῦσε τὸ ψυγεῖο.
Ἡ μικροσκοπικὴ γυναίκα γούσταρε ἕναν ἄντρα ποὺ δὲν ἤθελε πολὺ γιὰ
νὰ χαρεῖ.
Κάποιο πρωινὸ ἐπάνω στὴν ὀνειροπόληση, ἡ γυναίκα στὸ ψυγεῖο
δὲν πήδηξε γιὰ νὰ κρυφτεῖ μόλις ὁ Ἔιμος ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ψυγείου.
Ἔπιασε ἀφηρημένος τὴν κέτσαπ καὶ ξαφνιάστηκε βλέποντας την. Τότε
ἔσκυψε καὶ εἶδε τὸ σῶμα τῆς μικρῆς γυναίκας, ἡ ὁποία στηριζόταν σ’ ἕνα
μπουκάλι σάλτσα σριράτσα, συλλέγοντας σταγόνες μὲ τὰ δάχτυλά της καὶ
γλείφοντας τες, σουφρώνοντας τὰ λιλιπούτεια χείλη της ἀπὸ τὸ κάψιμο.
«Γειά σου», εἶπε ὁ Ἔιμος. Πάρα πολὺ δυνατά, γι’ αὐτὸ ἡ μικροσκοπικὴ
γυναίκα ἔπεσε πίσω, γρήγορα ὅμως ξαναστάθηκε στὰ πόδια-ὀδοντογλυφίδες
της.
«Γειά», ἔκανε τὰ μαλλιά της πέρα καὶ φάνηκε τὸ πρόσωπό της.
«Τί κάνεις ἐδῶ μέσα;», ρώτησε ὁ Ἔιμος.
«Μὲ προσέλαβε τὸ ὑγειονομικό. Ἔχουν ἀρχίσει καὶ χαλᾶνε διάφορα.
Τὸ ξέρεις ὅτι αὐτὸ τὸ γιαούρτι μὲ μύρτιλο ἔχει λήξει ἐδῶ καὶ δυὸ μῆνες;»
«Τὸ ξέρω, ναί», εἶπε. Συνοφρυωμένος. Ἔπιασε τὸ γιαούρτι καὶ
τὸ ἔριξε στὰ σκουπίδια ποὺ ἦταν πίσω του. «Πάει αὐτό. Τί ἄλλο;»
«Αὐτὴ ἡ σάλτσα μήλου. Δὲν ἔχει λήξει ἀκόμη, ἔχει ὅμως πιάσει
μούχλα πάνω-πάνω», εἶπε, δείχνοντας τὸ βάζο. Τὸ ἔπιασε, τὸ ἔριξε πίσω
του.
«Ὡραῖα, τί ἄλλο ἔχουμε;» Ἡ γυναίκα στὸ ψυγεῖο ἑτοιμαζόταν νὰ
τοῦ δώσει ἕνα ἀπροσδιόριστο κρέας τυλιγμένο σὲ ἀλουμινόχαρτο, ὅταν
ἡ γυναίκα τοῦ Ἔιμος ἦρθε πίσω του.
«Κλεῖσε τὴν πόρτα», εἶπε ἡ γυναίκα.
«Προσπαθῶ ν’ἀποφασίσω τί θὰ φάω», ἀποκρίθηκε ὁ Ἔιμος, δίχως
νὰ πάρει τὸ βλέμμα του μακριὰ ἀπὸ τὴ μικρὴ γυναίκα στὸ ράφι.
«Τὸ ψυγεῖο βγάζει κρύο», εἶπε ἡ γυναίκα.
«Ἔχει ἤδη πολλὴ ψύχρα ἐδῶ ἔξω», εἶπε ὁ Ἔιμος. Ἡ γυναίκα στὸ ψυγεῖο
μειδίασε καί, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Ἔιμος, ἕνα χλωμὸ χέρι ἔκανε τὴν
ἐμφάνισή του στὴν πόρτα καὶ τὴν ἔκλεισε μὲ δύναμη. Ἡ μικρὴ γυναίκα ἔμεινε
στὸ ράφι, παρέα μὲ τὸ ἀπαράλλαχτο ἠλεκτρικὸ βουητὸ τοῦ ψυγείου καὶ
τὸ μουντό, γκρίζο ψύχος.
Ὁ
Ἔιμος ἄρχισε ν’ἀφήνει μικροπραγματάκια γιὰ τὴ γυναίκα, τρόφιμα
χωρὶς πολλὰ ὑγρὰ – τοστάκια, μπισκότα γεμιστά, δημητριακὰ σὲ σχῆμα
δαχτυλιδιοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ γυναίκα ἔφτιαξε ἕνα βραχιόλι. Μασουλοῦσε
τὸ σούρουπο, ὥσπου ἔφτανε ἡ ὥρα τῶν νυχτερινῶν ἐπισκέψεων τοῦ Ἔιμος.
Μεταμεσονύχτιες λιγοῦρες,
ἔτσι τὸ ἔλεγε, καὶ φώναζε δικαιολογίες στὴ γυναίκα του ποὺ ἦταν στὸ
ἄλλο δωμάτιο. Ἐκείνη τοῦ ἀπαντοῦσε φωνάζοντας ὅτι θὰ χοντρύνει...
καὶ ποιός θὰ τὸν ἀγαπᾶ τότε;
Ἦταν
ἐν γνώσει τους. Ἦταν, ὅμως, ἐντελῶς παράλογο. Διόλου πρακτικό. Δὲν
εἶχε λογικὴ τὸ νὰ ἔχει σχέση ἕνας ἄντρας πλήρως ἀνεπτυγμένος μὲ μιὰ
ἐνήλικη τῆς ὁποίας οἱ διαστάσεις ἦταν 7 κουταλιὲς τῆς σούπας.
Ἡ
γυναίκα, ἀπελπισμένη μὲ τὰ ψίχουλα στὰ ράφια τοῦ ψυγείου φώναξε τὸν
Ἔιμος νὰ ἔρθει. Ποιός περιμένεις νὰ τὰ καθαρίσει αὐτά;! Τόσος θυμὸς
γιὰ ἕνα πταῖσμα. Ἔπαψε νὰ παίρνει μαζί του τὶς τσάντες μὲ τὸ κολατσιὸ
στὴ δουλειά. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ γυναίκα σταμάτησε νὰ τοῦ ἀφήνει σημειώματα
στὶς τσάντες τοῦ κολατσιοῦ. Ὕστερα σταμάτησε ἐντελῶς νὰ τοῦ ἑτοιμάζει
κολατσιό.
Ἔπειτα
ἀπὸ λίγο καιρό, τὸ ψυγεῖο τὸ ἄνοιγε μόνο ἡ γυναίκα. Ὁ Ἔιμος ἔλειψε
γιὰ μιὰ μέρα, γιὰ μιὰ ἑβδομάδα, ὕστερα γιὰ ἕναν μήνα.
Θλιμμένη ὅπως ἦταν, ἡ γυναίκα στὸ ψυγεῖο ἔπινε μπίρα ἤδη σερβιρισμένη
καὶ ξεθυμασμένο καφέ, ποὺ τὰ εἶχε παρατήσει ἐκεῖ ἡ γυναίκα. Τὸ
μαρούλι μαραινόταν, ἔπειτα γινόταν κολλῶδες, ἔπειτα μιὰ ἀκαθόριστη
ὑγρὴ μαυρίλα στὸ βάθος τοῦ ψυγείου· τὸ διάφανο πλαστικὸ κουτὶ τεράστιο
γιὰ ἐπιστημονικὰ πειράματα. Ἔτρωγε ἀναποφλοίωτο ρύζι τὸ ὁποῖο
εἶχε πετρώσει, ἀπὸ σχεδὸν ἀνέγγιχτο φαγητὸ σὲ πακέτο. Στὴν πραγματικότητα,
κι οἱ δυὸ γυναῖκες τὸ ἔτρωγαν. Μοιράζονταν ἀπὸ κοινοῦ τα ἄθλια ὑπολείμματα
τοῦ ψυγείου ἀπὸ ἀνοξείδωτο ἀτσάλι – ἀπ’ αὐτὰ πού σου δίνουν πάγο
καὶ φιλτραρισμένο νερό, ἐφόσον τὸ ζητήσεις.
Ἡ
γυναίκα ἄνοιξε τὸ ψυγεῖο, κοίταξε μέσα, ἔκλεισε τὸ ψυγεῖο, χωρὶς
νὰ πάρει τίποτα. Ἡ γυναίκα στάθηκε στὴν παγωνιὰ τοῦ ψυγείου μὲ κατακόκκινα
μάτια. Ἡ γυναίκα ἤπιε τὸ ζουμὶ ἀπὸ τὸ δίχως πίκλες βάζο μὲ τὶς πίκλες·
τὸ ἔβαλε πίσω στὴ θέση του. Ἡ γυναίκα ἔτριψε τὸ συρτάρι γιὰ τὰ λαχανικὰ
καὶ τὰ φροῦτα. Ἡ γυναίκα πέταξε στὰ σκουπίδια τὰ καρυκεύματα.
Δὲν ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τῆς γυναίκας στὸ ψυγεῖο, ἡ ὁποία
δὲν εἶχε πλέον καὶ πολλὰ μέρη γιὰ νὰ κρυφτεῖ. Μιὰ μέρα, ἡ γυναίκα ἄφησε
τὴν πόρτα τοῦ ψυγείου ἀνοιχτή. Λιγάκι μόνο. Τὸ ψύχος ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ.
Ἡ μικροσκοπικὴ γυναίκα σήκωσε καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα στὰ ξύλινα
πατώματα, ἔξω καὶ κάτω ἀπὸ τὸ ψυγεῖο. Τὸ φῶς σὰν σκόνη ἔμπαινε ἀπὸ
τὰ παράθυρα. Δὲν γνώριζε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἥλιο, ἦταν ὅμως ἑλκυστικό.
Σκέφτηκε νὰ πηδήξει. Σκέφτηκε νὰ γίνει καπνός. Τότε, ὅμως, ἡ γυναίκα
πρόσεξε τὸ λάθος της, ἔκλεισε μὲ δύναμη τὴν πόρτα, πιάνοντας σχεδὸν
τὰ μαλλιὰ τῆς μικροσκοπικῆς γυναίκας. Ἡ μικροσκοπικὴ γυναίκα ἔπεσε
πίσω καὶ γιὰ μέρες δὲν ξαναεμφανίστηκε κανείς.
Ἡ
γυναίκα ἔριξε μία στὸ τελευταῖο μπουκάλι μπίρα ποὺ εἶχε ἀπομείνει.
Μὲ τὴν πλάτη κόντρα στὸ γυαλί, γυαλὶ κρὺo καὶ μὲ σταγονίδια, ἔνιωσε
πίεση στὰ μάτια, οἱ φλέβες στὸν λαιμό της πετάχτηκαν ἔξω. Στὴν ἐτικέτα,
ἕνας δράκος καθόταν σὲ μιὰ κούνια. Ἐπικίνδυνος, μελαγχολικὸς ἢ καὶ
τὰ δύο. Τὸν συναισθανόταν. Ἔδωσε ἄλλη μία στὸ μπουκάλι κι αὐτὸ ἔπεσε
μ’ ἕναν μεταλλικὸ κρότο. Ἐπιχείρησε νὰ βγάλει τὸ καπάκι. Ἦταν περιστρεφόμενο.
Μὲ ὁλόκληρο τὸ κορμί της γυρνοῦσε γύρω-γύρω. Καὶ τότε: μιὰ σταγόνα
μπίρα. Γκλούπ, γκλούπ, γκλοὺπ βγῆκε τὸ κεχριμπαρένιο ὑγρό. Ἡ γυναίκα
γλίστρησε στὸ ἀποκάτω ράφι. Ἄνοιξε τὸ στόμα της γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμη
νὰ τὸ ὑποδεχτεῖ· ὁ κατακλυσμὸς μπίρας τὴν ἔπνιξε. Ἦταν παραπάνω ἀπ’
ὅ,τι τὸ μικρό της σῶμα ἦταν σὲ θέση ν’ ἀντέξει. Δὲν μποροῦσε νὰ βάλει
φρένο. Πάλευε καὶ ν’ ἀνασάνει ἀκόμη. Πνιγόταν. Ἔπεσε στὰ γόνατα
κι ὕστερα σωριάστηκε κάτω. Τὸ ράφι στὴν πλάτη της ἦταν κρύο.
Ὁ
Ἔιμος ἐπέστρεψε. Δὲν θὰ ξαναγίνει, συμβαίνουν αὐτά, ὅπως εἶπε στοὺς
φίλους του. Ἀφοῦ ἔκανε σὲξ μὲ τὴ μέλλουσα πρώην του, ὁ Ἔιμος σύρθηκε
καὶ ἄφησε πίσω το ροχαλητό της καὶ τὸ κουλουριασμένο της κορμὶ καὶ
πῆγε στὴν κουζίνα. Εἶχε σχεδὸν ξημερώσει κι ἕνα ἁπαλὸ φῶς ἔμπαινε
λίγο-λίγο μέσα ἀπὸ βρόμικα παράθυρα. Πῆγε στὸ ψυγεῖο. Ἡ ἐσωτερικὴ
μηχανὴ γιὰ πάγο ἔβγαλε τὰ ὁμοιόμορφα παγάκια της. Δαχτυλιὲς λέρωσαν
τὴν πόρτα ἀπὸ ἀνοξείδωτο ἀτσάλι.
Τὴ βρῆκε μέσα, τὸ λιλιπούτειο στόμα της ἀνοιχτό, τὰ μπράτσα της
δυὸ εὔθραυστες μακρόστενες μάζες. Τὸ ἀλκοὸλ κολλοῦσε καὶ σκέπαζε τὸ
κορμί της καὶ τὰ παραδιπλανὰ ράφια. Τσίμπησε τὸ μικρὸ κορμί της μὲ τὰ
ἀκροδάχτυλά του καὶ τοποθέτησε μ’ αὐτὰ τὸ κεφάλι της στὴν ἄκρη τοῦ
δείχτη του. Μὲ τὸ ποὺ τὴν ἀκούμπησε στὸν νεροχύτη, εἶδε στὸ ἀνοξείδωτο
ἀτσάλι τὴ θαμπὴ ἀντανάκλαση ἀπὸ τὶς ξανθιές της μποῦκλες. Ἔβαλε τὰ
κλάματα. Μποροῦσε ἀκόμη ν’ ἀκούσει τὸ ροχαλητὸ τῆς ὄχι-γυναίκας
του ἀπὸ τὸν ἐπάνω ὄροφο. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπόσταση ἀκουγόταν ἀρκετὰ
πνιχτό, ἀκόμα κι ἔτσι πάντως ἦταν θορυβῶδες. Πίεσε τὸ στῆθος τῆς μικρῆς
γυναίκας μὲ τὸ δάχτυλό του. Πίεσε. Φύσηξε λίγο ἄερα μέσα στὸ στόμα
της, ὅπως θὰ φυσοῦσε μιὰ βλεφαρίδα στὸ δάχτυλό του γιὰ νὰ φύγει. Σπρῶξε.
Φύσηξε. Σπρῶξε. Φύσηξε. Οἱ βλεφαρίδες της τρεμόπαιξαν. Τὰ χείλη της
συσπάστηκαν. Ἔβηξε. Κεχριμπαρένιο ὑγρὸ ξεπήδησε σὰν πίδακας ἀπὸ
μέσα της, ἀρκετὸ γιὰ νὰ γεμίσει μιὰ δαχτυλήθρα. Ἄνοιξε τὰ μάτια της
καὶ σήκωσε τὸ κεφάλι της. Ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ μακριά, ἄγρια, κατσαρὰ
μαλλιὰ στοὺς ὤμους κι ὕστερα κατέβασε πάλι τὸ κεφάλι. Ὁ Ἔιμος τὴν τοποθέτησε
σὲ μιὰ πιάστρα κουζίνας, τῆς εἶπε νὰ περιμένει ἕνα λεπτό.
Πῆρε ἕνα πανὶ κουζίνας γιὰ νὰ καθαρίσει τὴ χυμένη μπίρα. Σκούπισε
καὶ τὸν πάγκο. Ἐξέτασε ἐπισταμένως καὶ τὸ φουρνάκι καὶ τὰ μικροκύματα.
Δὲν εἶχε μικροσκοπικὲς γυναῖκες ἐκεῖ. Ἄραγε ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν γυναῖκες
στὶς γωνίες καὶ στὶς ρωγμὲς τοῦ κόσμου καὶ κατεύθυναν τὴ ζωή; Ἦταν σκόπιμο
νὰ παραμένουν ἀφανεῖς; Μὰ αὐτὸς τὴν εἶχε προσέξει. Ἄραγε αὐτὸ συνέβαινε
καὶ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους; Μὲ μιὰ πετσέτα γιὰ τὰ πιάτα καὶ μ’ ἕνα καθαρὸ
σφουγγάρι ἔφτιαξε ἕνα κρεβάτι γιὰ τὴ μικρὴ γυναίκα μέσα σ’ ἕνα πλαστικὸ
δοχεῖο ἀποθήκευσης. Καθάρισε ἀπὸ τὶς δαχτυλιὲς τὸ ψυγεῖο ἀπὸ ἀνοξείδωτο
ἀτσάλι στὴν κουζίνα μὲ τὸν γρανιτένιο πάγκο στὴν προσφάτως ἀνακαινισμένη
μονοκατοικία στὰ προάστια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου