Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Χρίστος Δάλκος: κουκλουκύδια καί κολοκύνθη:μιά πανάρχαια θερμιώτικη λέξη


 ἤ ἡ γλῶσσα ὡς πηγή, πεδίο καί μοχλός ἀειφόρου ἀνάπτυξης...

Ἡ λέξη κολοκύνθη καί οἱ συμπαρομαρτοῦντες τύποι κολόκυνθα, κολοκύντη, κολόκυντα, κολόκυνθος, κολόκυντος, κολύκιντος, κολοκύντιον κ.λπ. θεωροῦνται «προελληνικῆς» προελεύσεως, κυρίως λόγῳ τοῦ ἐπιθήματος –νθ- πού κάνει συχνά τήν ἐμφάνισή του σέ καταλήξεις «προελληνικῶν» ὀνομάτων φυτῶν καί τοπωνυμίων.
Ἡ νέα ἑλληνική, στήν περίπτωση τῶνκολοκύθι, κολοκύθα, ἐμφανίζει μιά κατά πολύ εὐρύτερη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς (: «προελληνικῆς») φωνητική ποικιλία καί πολυτυπία: 
κολοκύθι τό,κολοκ΄ύθ-θι,κολοκούδι,κολοκύτθι, κολοκύθ-θιν, κολοτσύθ-θι, κολοκύθθι, κολοκύτ-τι, κολοτσύτθι, κολοκύτσι, κολογκύθιν, κολογκύθ᾿, κολογκύδ᾿, κουλουκύθ᾿, κολοτσύττι, κοροκύθ᾿, κολόκυτθο,κοτσύθι, κοτζύτσι,κοjύθι, κολοκούδιν (= κολοκυθάκι),κολοκούι (= κολοκυθάκι),κολότζιν Πληθ. κολοκύθ-θια, κολοκύδια,κολοκ΄ύδια,κολοκούδκια, κολουκούδια,κολοκούθκια, κολοτσύθ-θια,κοροτσύθια, κολοκ΄ύθκ΄ια, κλουτσύσκ΄ια,κολτσύτσα, κοτσύτσα,κολοτσύσια.
κολοκύθα ἡ, κολοκ΄ύθα,κολοκ΄ύθ-θα,κολοκύθθα,κολοκύττα, αἰτ. κολοκύτταν,κολοκύτ`τα,κολοτσύττα, κολοτσύθ-θα, κολοτσύθα, κολοτσ΄ύθα, κολ΄οκύθα, κολοκύdα, κουλουκύθα, κουλουτσύθα, κουουκύθα, κολ΄ιόκθα, κολόκουθα, κουλόκ᾿θα, κουλ΄όκ᾿θα,κουλούκ᾿θα, κουλκούθθα, κολόκα,κόκυθα, κότσυ`τα, κότσυτσα Πληθ. κολοκύθθες,κολοτσύθ-θες, κουλόκ᾿θις, κουλούκ᾿θις.
*κολόκυθος ὁ, τοπων. Κολόκ΄υθ-θος, κουλόκ᾿θους, κολότσ΄᾿θες ὁ,κόλοκοςΠληθ. κολοτσύθοι οἱ.
Δεδομένου ὅτι τό περίβλημα τῶν καρπῶν τῆς κολοκυθιᾶς χρησιμοποιήθηκε ἀπό παλαιά ὡς δοχεῖο μεταφορᾶς ὑγρῶν, δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ὑποθέσουμε ὅτι ἡ λέξη κατάγεται ἀπό μιά ρίζα μιμητική τοῦ ἤχου τῶν περιεχομένων ὑγρῶν. Τήν ὑπόθεση φαίνεται νά ἐνισχύουν διάφορες ἠχοποίητες λέξεις τῆς νέας ἑλληνικῆς πού δηλώνουν δοχεῖα, ὅπως: κουκλουκερή (= κλουκούνα, ἀγγεῖον ὕδατος μέ τρύπας, διά τόν κρότον κλοῦ, κλοῦ) Σύμ. κλουκλούκα (= λαγύνι ἀπό ἄσπρο πηλό, μόνωτο) Σύμ. κουκλουκιά (= κουμάρι χωρίς χέρι) Σίκιν. κλουκλούνα κουκλουκίδα (= εἶδος δοχείου) Λυκ. (Λιβύσσ.) κλουνκλούνα κουκλούνα (= στάμνα μέ στενό λαιμό) Μέγαρ. κουλκούτα (= στάμνα) Θράκ. κουρκουντά (= πήλινο δοχεῖο, κουρκουνιά) Νάξ. (Δαμαριών.) κουρκουντίρι (= μικρό ἀγγειό) Πελοπν. (Σελεγούδ.) κουρκουνιά (= δοχεῖο νεροῦ) Ἀμοργ. Δονοῦσσ. Ἴος Κίμωλ. Κύθν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μῆλ. Νάξ. (Δαμαρ.) Πάρ. Σέριφ. Σίκιν. Σίφν. κουλκούνα (= στάμνα) Πόρ. κουκνουκιά (= μικρά λαγύνα || ὁ ἦχος ὅν παράγει ὑγρόν κινούμενον ἐντός δοχείου) Τῆν. κουκνουκιά (= τενεκεδένιο ἀγγεῖον τοῦ λαδιοῦ χωριζόμενον κατά τήν μέσην μέ ἕνα χώρισμα φέρον ὀπάς) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) κουκνουκιά (= λάγυνος στενόλαιμος μετά ἠθμοῦ ἐσωτερικοῦ) Μύκ. κουκνουκίδι (= μικρή κουκνουκιά) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) κ.ἄ.

Διαφωτιστικά ἐξ ἄλλου γιά τήν πορεία τῆς ἠχομιμητικῆς ρίζας καί τῶν σχετικῶν συνειρμῶν εἶναι καί τά ρήματα κλουκλουκίζω (= κάνω κλοῦ κλοῦ, γιά δοχεῖο), κουκλουκίζω, κλουκουκίζω, κλουκλουκάω, κλουκουτάου, κλουκουτάου, κουκλουτίζω, κουλκουντίζω, κουντουκλῶ (= «κλώζω, ἐπί ὕδατος», μέ ἀντιμετάθεση ἐκ τοῦ *κουλκουντῶ), κλουθατσίζω (ἐπίσης μέ ἀντιμετάθεση ἀπό ἀμάρτ. *κλουκαθίζω), κλακανάω, κλουκανάω, κλακακίζω, κλοκακίζω κ.λπ.
Ὅμως, ὁ πιό διαφωτιστικός γιά τήν προέλευση τῆς λέξης κολοκύθι / κολοκύνθη εἶναι, νομίζουμε, ὁ θερμιώτικος («κυθνιακός») τύπος κουκλουκύδια τά, (= ὀπαί ἐπί τοῦ κυκλοειδοῦς τμήματος τοῦ πηλοῦ τοῦ προσκολλωμένου ἔσωθεν καί κατά τήν βάσιν τοῦ λαιμοῦ τοῦ τσουκκαλουδιοῦ. Ἐκλήθησαν οὕτω ἀπό τοῦ ἤχου, ὅν παράγει τό δι᾿ αὐτῶν διερχόμενον ὕδωρ), ὁ ὁποῖος ὑποβάλλει τήν βάσιμη ἐντύπωση ὅτι ἡ λέξη κολοκύθι προῆλθε ἀπό ἠχοποίητο *κλουκλουκύδι μέ ἀνομοιωτική πτώση ἐν πρώτοις τοῦ λ (: κουκλουκύδι) καί κατόπιν τοῦ κ (: *κουλουκύδι), ἤτοι *κλουκλουκύδι > κουκλουκύδι > *κουλουκύδι / κο(υ)λο(υ)κύθι.
Ἀναμενόμενη εἶναι ἡ ἀντίρρηση πώς δέν μποροῦμε νά συνάγουμε συμπεράσματα γιά τήν ἀρχαία ἤ τήν πρωτοελληνική ἀπό στοιχεῖα τῆς νέας ἑλληνικῆς, διότι αὐτή ἀποτελεῖ ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας, καί δή τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, ὅπως ἀπεφάνθη ὁ Γεώργιος Χατζιδάκις. Διαφορετική ἄποψη ἐπί τοῦ θέματος ἐχει ὁ Ἰ. Προμπονᾶς, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του Κοινά γλωσσικά στοιχεῖα στά Ὁμηρικά ἔπη καί στή Νέα Ἑλληνική, ἀμάρτυρα στήν Ἀττική πεζογραφία, Σύλλογος πρὸς διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, Ἀθῆναι 2003, σ. 86, παρατηρεῖ: «Βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι τά νεοελληνικά ἰδιώματα δέν εἶναι ἁπλῶς ἐξέλιξη τῆς Ἀττικῆς – Κοινῆς, ἀλλά διασώζουν καί ἄφθονα γλωσσικά στοιχεῖα ξένα πρός τήν Ἀττική. Στά ξένα πρός τήν Ἀττική διάλεκτο γλωσσικά αὐτά στοιχεῖα ἰδιαίτερη θέση κατέχουν αὐτά πού μαρτυροῦνται καί στόν Ὅμηρο».
Καί πῶς νά μήν εἶναι ἔτσι, ὅταν διαπιστώνεται ὅτι κάτι τέτοιο συμβαίνει στήν περίπτωση λέξεων ὅπως ὁμηρ. / ν.ἑ. δάκρυ ἔναντι ἀττικοῦ δάκρυον, ὁμηρ. / ν.ἑ. ὀνείρατα, προσώπατα ἔναντι ἀττικοῦ ὀνείρους, πρόσωπα, ὁμηρ. δυώδεκα / ν.ἑ. (καρπ.) δυώεκα ἔναντι ἀττικοῦ δώδεκα, ὁμηρ. ἐγών / ν.ἑ. (κυπρ.) ἐγιώνη ἔναντι ἀττικοῦ ἐγὼ κ.λπ.
Μάλιστα, στοιχεῖα τῆς νεοελληνικῆς ἀνάγονται σέ ἀκόμη παλαιότερα, προομηρικά βάθη, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά τῆς μυκηναϊκῆς Γραμμικῆς Β΄ ι-γιο (i-jo) / ἀ.ἑ. υἱός ν.ἑ. ὑγιός-γιός (προφορά: ιγιός) | σου-ζα (su-za) / ἀ.ἑ. συκῆ-συκέα-συκία, ν.ἑ. συκιά-σουτσά ἤ ν.ἑ. μεσημεριάζω, μεσημέρι, μεσημεριά, δωρ. μεσαμέριον / ἀ.ἑ. μεσημβριάζω, μεσημβρία | ν.ἑ. φουσκάλα, φουσκαλίδα / ἀ.ἑ. φυσαλίς, πρβλ. ἀ.ἑ. φύσκη κ.λπ.
Ἐπί πλέον, οἱ ἠχομιμητικές ρίζες ἐμφανίζουν μιά ἰδιάζουσα ἀνθεκτικότητα καί τήν τάση νά μήν ἀκολουθοῦν παντοῦ καί πάντα τούς «νόμους» τῆς φωνητικῆς ἐξέλιξης πού ἡ εὐρωπαϊκή ἱστορικοσυγκριτική γλωσσολογία γύρεψε νά ἐπιβάλῃ σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς, καί συνακόλουθα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας· σ᾿ αὐτήν τήν ἔμμεση παραδοχή, ἐξ ἄλλου, βασίζεται καί ἡ πολυδιαφημισμένη «ἐρασμική» συναγωγή τῆς φωνητικῆς ἀξίας τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ βῆτα ὡς b, ἀπό τό μιμητικό τοῦ βελάσματος τῶν προβάτων βῆ βῆ (= bέε bέε).


Ἡ γλῶσσα, ὁ πολυτιμότερός μας θησαυρός

Μιά ματιά στούς τόπους ὅπου παρατηρεῖται ἡ χρήση τῶν ἠχοποίητων λέξεων πού δηλώνουν τά διάφορα δοχεῖα ὑγρῶν πείθει καί τόν πιό δύσπιστο ὅτι αὐτοί ἀνήκουν ὡς ἐπί τό πλεῖστον στήν νησιωτική Ἑλλάδα (Ἀμοργός, Δονοῦσσα, Ἴος, Κίμωλος, Κύθνος,Μῆλος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σέριφος, Σίκινος, Σίφνος, Σύμη, Τῆνος).
Δικαιούμαστε ἑπομένως νά συμπεράνουμε ὅτι στό πολύβουο γλωσσικό ἐργαστήρι τῶν νησιῶν αὐτῶν συγκροτήθηκαν καί σφυρηλατήθηκαν οἱ πρῶτες ἠχομιμητικές ρίζες πού ἀπετέλεσαν τόν πρόγονο τῶν πολύ κατοπινῶν, κατά τά φαινόμενα, κολοκύνθη / κολοκύθι, κολόκυνθα/ κολοκύθα. Ἐπειδή ὅμως ἡ κολοκύνθη θεωρεῖται «προελληνική» λέξη, ἕπεται κατά λογική συνεπαγωγή ὅτι α) ἡ καταγωγή της ἀνάγεται στήν πρό τοῦ 2000 π.Χ. ἐποχή καί β) ὅτι ἡ μόνη σύγχρονη γλῶσσα πού μᾶς βοηθάει νά ἰχνηλατήσουμε καί νά πιστοποιήσουμε τήν ἠχομιμητική καταγωγική της ρίζα εἶναι,ἐν ἀντιπαραβολῇ, βέβαια, πάντοτε πρός τήν ἀρχαία, ἡ «νέα» ἑλληνική, ἡ ὁποία, κατά τά φαινόμενα, δέν εἶναι καθόλου νέα.
Δέν εἶναι ἑπομένως ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι ὡς λαός ἔχουμε τό μοναδικό προνόμιο νά διαθέτουμε ἕναν ἀμύθητο γλωσσικό θησαυρό, ὁ ὁποῖος, ἐν συνδυασμῷ μέ τόν ἄλλο, ἐξ ἴσου πολύτιμο θησαυρό, πού μᾶς κληροδότησε ἡ ἀχανής γραμματεία μας, εἶναι σέ θέση νά μᾶς διαφωτίσῃ γιά τό ἀπώτατο παρελθόν ὄχι ἁπλῶς καί μόνο τῆς πρωτοελληνικῆς ἀλλά τῆς πρωτοϊνδοευρωπαϊκῆς, ἄν μή τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας.
Στήν προσπάθεια μελέτης καί ἀξιοποίησης τοῦ τεράστιου αὐτοῦ πολιτισμικοῦ συγκριτικοῦ μας πλεονεκτήματος δύο στάθηκαν τά ἐμπόδια πού μᾶς κρατοῦν ἁλυσσοδεμένους πνευματικά: α) ἡ καθήλωσή μας σ᾿ ἕναν ἐλάχιστα δημιουργικό ἀττικισμό, ὁ ὁποῖος, πάντως, συντήρησε τήν ἐπαφή μας μέ τά πνευματικά δημιουργήματα τοῦ κλασικοῦ παρελθόντος, μηδενίζοντας ὡστόσο τό ἐνδιαφέρον μας γιά τό «νεώτερο» πολιτισμικό μας πρόσωπο, καί β) ἡ ἀπείρως πιό ἐπικίνδυνη, δῆθεν «προοδευτική», πρόσληψη τοῦ «νέου» ἑλληνισμοῦ ὡςμεγέθους ξεκομμένου ἀπό τήν μακρά, καί ὥς ἕνα βαθμό ὑπόγεια καί λανθάνουσα, γλωσσική καί πολιτισμική μας διαχρονία, τοῦ ὁποίου ἡ μορφοποίηση τοποθετεῖται στά νεώτερα χρόνια, πολλές φορές μάλιστα στόν 19ο αἰῶνα.
Τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, καί θά τό ξαναποῦμε: Ὅπως οἱ ἄλλοι λαοί ἔχουν πετρέλαιο ἤ φυσικό ἀέριο ἤ ἐκτεταμένα εὔφορα ἐδάφη ἤ ἀνεπτυγμένη τεχνολογία κ.λπ., ἔτσι κι ἐμεῖς ἔχουμε γλῶσσα. Μιά γλῶσσα πού οἱ ἀπαρχές της ἀνάγονται πολύ πιό πέρα κι ἀπό τίς «ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου», πολύ πιό πρίν κι ἀπό τίς μυκηναϊκές μαρτυρίες, πολύ πιό πρίν κι ἀπό τό ὁρόσημο τοῦ 2.000 π.Χ., στά ἀπύθμενα βάθη τοῦ κυπρομινωικοῦ καί κυκλαδικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ πρώτου γνωστοῦ πολιτισμοῦ τῆς Εὐρώπης.
Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ φαινομενικά ταπεινοῦ θερμιώτικου «κουκλουκύδι» μέ τό «κολοκύθι» καί τήν «κολοκύνθην» χαράζει μέσ᾿ στό σκοτάδι τῆς μικρόνοιάς μας ἕναν νέο δρόμο, σταυροδρόμι καλλίτερα, ὅπου οἱ νέες μαρτυρίες συναντῶνται μέ πανάρχαιες μνῆμες. Ἕναν δρόμο πού, μέσῳ τῆς ἀντιπαραβολικῆς διερεύνησης τῶν δύο μορφῶν τῆς γλώσσας μας, ὁδηγεῖ, περισσότερο ἴσως κι ἀπ᾿ τήν ἀξιοποίηση τῆς ἡλιακῆς ἤ αἰολικῆς ἐνέργειας, στήν εὐρεῖα λεωφόρο τῆς ἤπιας, ἀειφόρου πολιτισμικῆς ἀνάπτυξης.




5 σχόλια:

  1. Τόσο απλό... Πολύ ωραίο, Χρίστο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γειά σου Χρίστο! Υπέροχα! Στα μέρη μας την κολοκύθα την λέγαμε κούμπλα. Υποθέτω ότι προέκυψε από την λ. καμπύλη, καμπύλος, και ας γίνει κι αυτό μια μελέτη αφού η πανδουρίδα είχε τέτοιο ηχείο. Σε φιλώ. Γ. Λυκ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Γιά τήν κούμπλα, Γιῶργο, δέν μπορῶ νά ἐκφέρω κρίση. Γιά τήν «προελληνική» πανδουρίδα, ὅμως, ἡ ὁποία ἀπαντᾷ στήν ἀρχαία ὡς πανδούρα, πανδοῦρα, πάνδουρος, φάνδουρος, πανδούριον, πανδουρίς, καί ἡ ὁποία συσχετίζεται ἀπό ξένους μελετητές μέ τά ἀρμ. pandir, ὀσσ. fœndur, γεωργ. panṭuri, μπορῶ νά πῶ μέ σχετική βεβαιότητα ὅτι σχετίζεται μέ τά νεοελληνικά ἀσκομαντούρα Ἰκαρ. ἀσκουμαντούρα Θράκ. (Αἶν.) ἀσκομαdούρα Κρήτ. ἀσκομαδούρα Κορ. Ἄτ. 5, 25 ἀσκουμουντούρα Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀσκοπαdούρα Κρήτ. (Ρέθυμν.) ἀσκοbαdούρα Κρήτ. (Σφακ.) | bαdούρα, παdούρα, μαdούρα (= εἶδος αὐλοῦ) Κρήτ. |χοχλιοbάdουρο, χοχλιοπάdουρο (= μουσικό ὄργανο πού σχηματίζεται ἀπό τό κέλυφος σαλιγκαριοῦ) Κρήτ. Καί βέβαια, ἄν οἱ ξένοι μελετητές γνώριζαν τούς νεοελληνικούς τύπους, θά ἀπέδιδαν κατά πᾶσαν πιθανότητα τήν ἐναλλαγή b/π/μ στήν λεγόμενη «προελληνική».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΡΘΡΟ. ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ, ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ, ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΟ, ΜΕ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
    ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΩΣ ΑΠΛΟΥΣΤΑΤΑ, ΑΛΛΆ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ.! ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΙ
    ΓΙΑ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΛΗΣΗ. ΕΥΧΑΡΙΣΥΩ ΓΙΑ ΤΟ ΔΩΡΟ.ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΙΖΑΝΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή